Σφαγή για μια χούφτα χρυσάφι

Σφαγή για μια χούφτα χρυσάφι

Το 1864 ο αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος μαινόταν ακόμα. Οι «καλοί», ελευθερωτές των μαύρων σκλάβων Βόρειοι, αγωνίζονταν να υποτάξουν τους «ρατσιστές» Νότιους και να καταργήσουν τη βαρβαρότητα της δουλείας. Την ώρα όμως που συνέβαιναν αυτά στην Ανατολή, στη Δύση τα «στρατεύματα της ελευθερίας» σκότωναν Ινδιάνους στο Κολοράντο. Αιτία ήταν η «ατυχία» που είχαν οι Ινδιάνοι να ανακαλυφθεί χρυσός στη γη τους.
Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ο Κολόμβος πάτησε το πόδι του στη νέα ήπειρο, το 1492, οι Ινδιάνοι διώχθηκαν από τους «πολιτισμένους» Ευρωπαίους. Εκατομμύρια Ινδιάνοι βρήκαν το θάνατο από το σπαθί ή τις ασθένειες που έφερναν μαζί τους οι Ευρωπαίοι από τον Παλαιό Κόσμο.

Στη Βόρεια Αμερική, ειδικά μετά τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη σύσταση του κράτους των ΗΠΑ, οι Ινδιάνοι σταδιακά υποχρεώθηκαν να αποτραβηχτούν ολοένα και δυτικότερα. Καθώς νέα κύματα αποίκων έφταναν από την Ευρώπη, η πίεση για τους Ινδιάνους έγινε αφόρητη.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν άρχισε ο λεγόμενος «Πυρετός του Χρυσού». Χιλιάδες άποικοι κινήθηκαν τότε προς την Καλιφόρνια, καταπατώντας τη γη των Ινδιάνων, σκοτώνοντας τα ζώα που αποτελούσαν τη μόνη τους τροφή αλλά και τους ίδιους. Οι Ινδιάνοι αντέδρασαν με τα όπλα, σκοτώνοντας με τη σειρά τους, με φρικτό τρόπο, πολλούς από τους καταπατητές της γης τους.

Πρέπει να σημειώσουμε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ είχε πολλές φορές διαπραγματευτεί τα σύνορα των ΗΠΑ προς δυσμάς με τους Ινδιάνους. Κάθε φορά όμως καταπατούσε τις συμφωνίες και επέκτεινε την επικράτειά της ολοένα και δυτικότερα. Το 1851, εκπρόσωποι των ΗΠΑ υπέγραψαν με τα έθνη των Σιού, Τσεγιέν, Αράπαχο, Κρόου, Σοσόνι και με μερικές μικρότερες φυλές την περίφημη συνθήκη του Φορτ Λάραμι.

Βάσει της συνθήκης, η κυβέρνηση των ΗΠΑ εγγυώνταν «για όσο τα ποτάμια θα κυλούν και οι αετοί θα πετούν» την κατοχή των Μεγάλων Πεδιάδων από τους Ινδιάνους. Επίσης, υποσχόταν παροχές σε τρόφιμα, χρήματα και άλλα είδη, επί 50 χρόνια, με αντάλλαγμα την ελεύθερη διέλευση των αποίκων για το Όρεγκον. Οι Ινδιάνοι αποδέχονταν επίσης να επιτρέψουν τη δημιουργία δρόμων και οχυρών στις περιοχές τους.

Οι Ινδιάνοι τήρησαν τη συμφωνία. Οι Αμερικανοί την καταπάτησαν αμέσως, αφού σχεδόν ποτέ δεν παρείχαν τα συμφωνηθέντα. Θα έρχονταν όμως χειρότερα. Το 1859 ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα χρυσού – στο Πάικς Πικ του Κολοράντο. Αμέσως άρχισε να κατακλύζει την περιοχή ένα ολοένα διογκούμενο κύμα χρυσοθήρων.

Καταπατώντας τη συνθήκη του Φορτ Λάραμι, οι χρυσοθήρες, με τη σιωπηλή υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης, εισέβαλαν στη γη των Ινδιάνων, δημιούργησαν οικισμούς και πόλεις, καταστρέφοντας τον παραδοσιακό τρόπο ζωής των Ινδιάνων. Το κύμα των χρυσοθήρων ακολούθησε, ως συνήθως, ένα δεύτερο κύμα απατεώνων, εμπόρων, χαρτοπαικτών, ιερόδουλων και λοιπών περιθωριακών. Ακολούθησαν οι εταιρείες σιδηροδρόμων.

Ενώπιον του μεγέθους της καταστροφής, οι Ινδιάνοι άρχισαν να αναπτύσσουν δράση, πραγματοποιώντας μικροεπιδρομές σε ορυχεία και αγροκτήματα. Τελικά, η κυβέρνηση των ΗΠΑ πρότεινε, ή μάλλον επέβαλε, μια νέα συνθήκη, την οποία υπέγραψαν τελικά πολλοί Ινδιάνοι αρχηγοί, στο Φορτ Λάιον, το 1861.

Ανάμεσα στους υπογράφοντες ήταν και ο αρχηγός των Τσεγιέν Μαύρο Τσουκάλι. Βάσει της νέας συμφωνίας, οι Ινδιάνοι θα κρατούσαν μόλις το 1/12 των περιοχών που τους είχαν υποσχεθεί με τη συνθήκη του Φορτ Λάραμι. Οι Τσεγιέν ιδιαίτερα θα περιορίζονταν σε μια μικρή, άγονη έκταση γης ανάμεσα στο Αρκάνσας και έναν μικρό παραπόταμό, τον Σαντ Κρικ (Αμμώδης Όχθη).

Στην περιοχή δεν ζούσαν βίσονες, οι οποίοι αποτελούσαν το βασικό θήραμα των Ινδιάνων. Παρ’ όλα αυτά, το «Μαύρο Τσουκάλι» γνώριζε ότι ήταν υποχρεωμένος να υποχωρήσει στις πιέσεις των «λευκών», αφού ήταν πολύ ισχυρότεροι στρατιωτικά. Η έκρηξη του αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, για υψηλούς ιδεολογικούς σκοπούς και για το αγαθό της ελευθερίας, φυσικά, την ίδια χρονιά, δεν σταμάτησε το ρεύμα των εποίκων προς τη γη των Ινδιάνων.

Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο, και πολλοί νεαροί Ινδιάνοι πολεμιστές εξεγέρθηκαν κατά της συνθήκης, αγνοώντας τις διαταγές του αρχηγού τους. Οι πολεμιστές αυτοί συνέχισαν να εκτελούν μικροεπιδρομές κατά των εποίκων. Ήταν όμως πολύ λίγοι για να αποτρέψουν το μοιραίο.

Προετοιμάζοντας μια σφαγή

Οι ινδιάνικες επιδρομές, αυθόρμητες και ασυντόνιστες, δεν μπορούσαν να έχουν σοβαρό αποτέλεσμα στην έκβαση του πολέμου. Ωστόσο, χρησιμοποιήθηκαν ως άριστο πρόσχημα από αυτούς που επιθυμούσαν την επιβολή της «τελικής λύσης» στο ινδιάνικο πρόβλημα. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και συνταγματάρχης της πολιτοφυλακής του Ντένβερ, ο Τζον Σίβινγκτον.

Ο Σίβινγκτον, 43 ετών τότε, ήταν ήρωας του Εμφυλίου Πολέμου, έχοντας πολεμήσει κατά των «ρατσιστών» Νοτίων. Φανατικά θρησκευόμενος –μεθοδιστής προτεστάντης– ήταν και φανατικός υπέρμαχος της «οριστικής» λύσης με τους Ινδιάνους. Με την προτεσταντική ηθική του πίστευε πως ο Θεός είχε παραδώσει τους άπιστους Ινδιάνους στα χέρια των Αμερικανών. Πιθανότατα πάντως η συγκεκριμένη οπτική του να ενισχυόταν και από διάφορα «δώρα» των μεταλλευτικών και σιδηροδρομικών εταιρειών.

Τα συμφέροντα ήταν μεγάλα, τα αναμενόμενα κέρδη ακόμα μεγαλύτερα, και οι Ινδιάνοι δεν ήταν παρά μερικές εκατοντάδες «βάρβαροι». Έτσι, όταν Ινδιάνοι πολεμιστές έκαψαν ένα αγρόκτημα και σκότωσαν και σκύλευσαν τους νεκρούς ιδιοκτήτες, ο Σίβινγκτον φρόντισε τα πτώματα να μεταφερθούν στο κέντρο της πόλης του Ντένβερ, «για να δουν όλοι τι κάνουν αυτοί οι μπάσταρδοι Ινδιάνοι». Η κίνησή του ήταν καλά υπολογισμένη.

Το πλήθος, ως συνήθως, λειτούργησε με βάση το ένστικτο, και διά βοής του ανέθεσε να προετοιμάσει το Σύνταγμα της Πολιτοφυλακής. Ο Σίβινγκτον, που ήθελε να θέσει υποψηφιότητα και για γερουσιαστής, ανέλαβε πρόθυμα την επιχείρηση και κάλεσε υπό τα όπλα τους άνδρες του.

Το Σύνταγμα της Πολιτοφυλακής, γνωστότερο ως 3ο Σύνταγμα Εθελοντών του Κολοράντο, είχε την τυπική συγκρότηση των αμερικανικών συνταγμάτων της εποχής. Διέθετε 10 ίλες ιππέων και οργανικό πυροβολικό. Επίσης, ενισχύθηκε και με μεγάλο αριθμό εθελοντών πολιτών, στρατολογημένων από τα ορυχεία, στην καλύτερη περίπτωση, και από τα σαλούν, στη χειρότερη. Έτσι, η δύναμη που θα διοικούσε ο Σίβινγκτον κατά των Ινδιάνων αριθμούσε περί τους 1.200 άνδρες, ενισχυμένους με τέσσερα ελαφρά οβιδοβόλα.

Από την άλλη πλευρά, οι Τσεγιέν και οι λίγοι Αράπαχο που είχαν ενωθεί μαζί τους, υπό τον αρχηγό «Μαύρο Τσουκάλι», αριθμούσαν συνολικά λιγότερους από 800 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Πολλοί όμως νεαροί πολεμιστές που διαφώνησαν με την κατευναστική πολιτική του αρχηγού, εγκατέλειψαν την ομάδα.

Έτσι, την κρίσιμη ημέρα της «μάχης», στον καταυλισμό υπήρχαν μόλις 450 Ινδιάνοι. Από αυτούς, τα 2/3 ήταν ηλικιωμένοι, γυναίκες και παιδιά. Ο αρχηγός «Μαύρο Τσουκάλι» γνώριζε την αδυναμία του και προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τους Αμερικανούς για να παραδοθεί!

Οι επαφές έγιναν στο Φορτ Λάιον και δεν τελεσφόρησαν γιατί απλώς οι Αμερικανοί δεν δέχτηκαν την παράδοσή του, αν και γνώριζαν ότι η ομάδα που οδηγούσε ο ίδιος δεν είχε ενεργήσει εναντίον τους. Οι Αμερικανοί ήταν απλώς αποφασισμένοι να τελειώνουν με τους Τσεγιέν. Ο Σίβινγκτον άλλωστε, σε λόγο του στο Ντένβερ, το είχε ξεκαθαρίσει ανοιχτά: «Οι Τσεγιέν πρέπει να εξολοθρευτούν». Ο Ινδιάνος αρχηγός επιχείρησε και πάλι να έρθει σε συνεννόηση με τους Αμερικανούς. Βρήκε δε έναν ανέλπιστο σύμμαχο στο πρόσωπο του ταγματάρχη Γουίνκουπ, στο Φορτ Λάιον. Ο Γουίνκουπ δέχτηκε να μεσολαβήσει ανάμεσα στους Ινδιάνους και στον κυβερνήτη της περιοχής Τζον Έβανς.

Ωστόσο, ούτε αυτή η προσπάθεια απέδωσε. Ο Έβανς αρνήθηκε ακόμα και να συναντήσει το «Μαύρο Τσουκάλι». Ο δε Γουίνκουπ μετατέθηκε άμεσα και αντικαταστάθηκε από έναν «λιγότερο φίλο των Ινδιάνων», τον ταγματάρχη Άντονι. Το «Μαύρο Τσουκάλι» προσπάθησε να διαπραγματευτεί και με τον Άντονι, ο οποίος αρχικά φάνηκε θετικός.

Όταν όμως ενημερώθηκε υπηρεσιακά από τον στρατιωτικό διοικητή της περιοχής, υποστράτηγο Κέρτις, ότι αν συνεχίσει θα έχει την τύχη του Γουίκουπ, διέκοψε κάθε επαφή. Οι Αμερικανοί φρόντισαν να μην αφήσουν επιλογές στα θύματά τους. Παρ’ όλα αυτά, ο Άντονι άφησε το Μαύρο Τσουκάλι να καταλάβει ότι ο στρατός θα προστάτευε τον καταυλισμό τους, τον οποίο διατάχθηκαν να φτιάξουν κοντά στον ποταμό Σαντ Κρικ, σε απόσταση 55 χλμ. από το Φορτ Λάιον.

«Πεφωτισμένοι» βάρβαροι

Οι Ινδιάνοι έστησαν τις χαρακτηριστικές τους σκηνές, τα τίπι, κοντά σε ένα ρυάκι, από όπου έπαιρναν νερό. Συνολικά ο καταυλισμός τους είχε 130 σκηνές. Η σκηνή του «Μαύρου Τσουκαλιού» στήθηκε στο κέντρο. Ο αρχηγός διέταξε τους άνδρες του να τοποθετήσουν μπροστά της έναν μεγάλο ξύλινο ιστό.

Σε αυτόν κυμάτιζε σε λίγο μια αμερικανική και μια λευκή σημαία, δείχνοντας ότι αυτός και οι λιγοστοί άνθρωποί του δεν είχαν εχθρικές διαθέσεις. Άλλωστε, είχε μπει ο Νοέμβριος και οι ταλαίπωροι Ινδιάνοι ετοιμάζονταν να ξεχειμωνιάσουν. Η μοίρα όμως άλλα ετοίμαζε. Ο Σίβινγκτον, με τις ευλογίες του στρατηγού Κέρτις και του κυβερνήτη Έβανς, αφού ετοίμασε τους «στρατιώτες» του, άφησε το Ντένβερ, στις 24 Νοεμβρίου, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.

Ο Σίβινγκτον και οι άνδρες του κινήθηκαν μέχρι το Φορτ Λάιον. Εκεί, το βράδυ της 28ης Νοεμβρίου, συναντήθηκαν με τον ταγματάρχη Άντονι, ο οποίος θα τους οδηγούσε στο Σαντ Κρικ.

Πριν ξημερώσει η 29η Νοεμβρίου, μια σκοτεινή, παγωμένη μέρα, η αμερικανική φάλαγγα κινήθηκε προς το Σαντ Κρικ. Επικεφαλής μιας ίλης ήταν ο επίσης ήρωας του Εμφυλίου Πολέμου, ο λοχαγός Σίλας Σόιλι.

Οι Αμερικανοί έφτασαν στην περιοχή πριν χαράξει και περικύκλωσαν τον καταυλισμό. Το κρύο ήταν τσουχτερό, και σύντομα οι άνδρες άρχισαν να πίνουν για να ζεσταθούν. Οι Ινδιάνοι αμέριμνοι, δεν είχαν αντιληφθεί τίποτα, σίγουροι ότι η κυματίζουσα αστερόεσσα θα τους προστάτευε έτσι και αλλιώς.

Όταν ξημέρωσε, ο Σίβινγκτον έδωσε τη διαταγή επίθεσης και οι μανιασμένοι και αρκετά μεθυσμένοι άνδρες του όρμησαν μπροστά, την ώρα που τα οβιδοβόλα άνοιγαν πυρ. Μόνο μία ίλη δεν κινήθηκε. Ήταν η ίλη του Σόιλι, που αρνήθηκε να επιτεθεί σε ανυπεράσπιστα γυναικόπαιδα, όπως είπε.

Οι Ινδιάνοι αιφνιδιάστηκαν πλήρως. Αλλόφρονες πήραν τα όπλα και επιχείρησαν να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Μέσα στο χάος, ακούγονταν τα κλάματα των παιδιών και οι κραυγές και οι κατάρες των γυναικών. Τα πυροβόλα άρχισαν να βάλλουν, τινάζοντας στον αέρα σκηνές, άλογα, ανθρώπους.

Στην απελπισία τους, μερικές γυναίκες προσπάθησαν να σκάψουν με τα χέρια τις αμμώδεις όχθες και να καλύψουν τα παιδιά τους. Πυροβολήθηκαν όλες χωρίς έλεος, και οι λάκκοι που έσκαψαν συγκέντρωσαν τα πυρά των αμερικανικών πυροβόλων. Έμοιαζε με σκηνή από την κόλαση: παντού αίμα και μυρωδιά καμένης σάρκας.

Αν και αιφνιδιασμένοι, οι 60 περίπου Ινδιάνοι πολεμιστές που υπήρχαν στον καταυλισμό, αντέταξαν, αμέσως μόλις συνήλθαν από τον αιφνιδιασμό, απελπισμένη άμυνα. Δεν είχαν άλλωστε τίποτε να χάσουν. Έβλεπαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους να χάνονται μπροστά στα μάτια τους. Έτσι, πολέμησαν μέχρις εσχάτων, με όλη τη σημασία του όρου.

Πολέμησαν ηρωικά για περισσότερες από οκτώ ώρες, με επικεφαλής τον γέρο αρχηγό τους. Το «Μαύρο Τσουκάλι» βλέποντας τη σφαγή, διέταξε τότε να επιχειρήσουν έξοδο για να σωθούν όσοι μπορούσαν να σωθούν. Πραγματικά, με μια ηρωική και αιματηρή όμως έξοδο, περίπου οι μισοί Ινδιάνοι κατάφεραν να σωθούν.

Οι «νικητές» δεν τους καταδίωξαν άμεσα. Ήταν αρκετά μεθυσμένοι από τη «νίκη» και το ουίσκι για να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο. Φρόντισαν όμως να ολοκληρώσουν το έγκλημα με τον πλέον βδελυρό τρόπο. Αφίππευσαν, και σε πρώτη φάση αποτελείωσαν όλους τους τραυματίες, με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο.

Τα νεκρά και τραυματισμένα παιδιά συγκεντρώθηκαν σε ένα σημείο του αιματοβαμμένου πεδίου και τα κρανία τους συντρίφτηκαν με τους υποκόπανους και με σφυριά. Στις τραυματισμένες γυναίκες έκοψαν με μαχαίρια τους μαστούς και τα γεννητικά όργανα και σε μερικές εγκύους Ινδιάνες αφαίρεσαν ακόμα και τον πλακούντα με το ζωντανό έμβρυο. Τα ίδια έκαναν και στους τραυματίες άνδρες.

Όταν τίποτε ζωντανό δεν είχε απομείνει πλέον στον καταυλισμό, οι Αμερικανοί άρχισαν τη λαφυραγώγηση. Τα λάφυρα όμως που συνέλεξαν δεν ήταν πολύτιμα μέταλλα, ή άλλα πράγματα αξίας, απλά γιατί οι Ινδιάνοι δεν είχαν τίποτε αξίας. Τα λάφυρα των βαρβάρων αυτών ήταν τα ίδια τα κορμιά των νεκρών Ινδιάνων, τα οποία τεμαχίστηκαν, και ο καθένας τους έπαιρνε ως λάφυρο ένα δάχτυλο, τα μαλλιά, ένα πόδι, ένα χέρι, τα γεννητικά όργανα των θυμάτων!

Τα δε διαμελισμένα κορμιά μεταφέρθηκαν στο Ντένβερ και εναποτέθηκαν στο κεντρικό θέατρο της πόλης (που είχε το ελληνικό όνομα «Απόλλων»), και σε μερικά σαλούν. Ολόκληρη η πόλη πέρασε από το θέατρο για να δει τα υπολείμματα των «βαρβάρων», ενώ εκείνο το βράδυ στα σαλούν της πόλης γλέντησαν όλο το βράδυ, με τεράστιες ποσότητες ουίσκι, χορεύοντας και κρατώντας στα χέρια τους ανθρώπινα μέλη!

Συνολικά, περί τους 200 Ινδιάνους, τα 4/5 αυτών γυναίκες και παιδιά, χάθηκαν στο Σάντ Κρικ. Οι Αμερικάνοι είχαν 15 νεκρούς και 50 τραυματίες.

Μετά τη «μάχη»

Τα επινίκια διήρκεσαν μερικές ημέρες. Μόλις η δίψα τους για αίμα κορέστηκε αρκετά, επανήλθαν στις ειρηνικές εργασίες τους. Μόνο ο λοχαγός Σόιλι δεν μπορούσε να ησυχάσει. Προέβη λοιπόν σε επίσημη καταγγελία των γεγονότων στον στρατηγό Κέρτις, παρά τις πιέσεις που του ασκήθηκαν, ακόμα και από τον ίδιο τον στρατηγό και από πολλούς άλλους παράγοντες.

Υπακούοντας στη φωνή της συνείδησής του, ο λοχαγός τράβηξε τον μοναχικό του δρόμο και κατάφερε ο Σίβινγκτον να παραπεμφθεί ενώπιον στρατοδικείου, αν και βρήκε απέναντί του ολόκληρο το Ντένβερ. Ο ίδιος όμως δεν επέζησε της νίκης του. Στις 23 Απριλίου 1865 δολοφονήθηκε από έναν στρατιώτη έξω από το σπίτι του.

Ο Σίβινγκτον δε στο στρατοδικείο υποστήριξε μέχρι τέλους ότι απλώς είχε δώσει μάχη με τους αντίπαλους Ινδιάνους στο Σαντ Κρικ και πως ούτε ο ίδιος ούτε οι άνδρες του είχαν διαπράξει εγκλήματα. Με τη μαρτυρία του Σόιλι, ο Σίβινγκτον τελικά καταδικάστηκε, αλλά σύντομα αμνηστεύθηκε, και ο ενοχλητικός Σόιλι, όπως αναφέρθηκε, εξοντώθηκε.

Ο Σίβινγκτον δεν τιμωρήθηκε ποτέ για το έγκλημά του. Υποχρεώθηκε πάντως σε παραίτηση από την Πολιτοφυλακή και σε απόσυρση από την πολιτική ζωή.

Αφού περιπλανήθηκε για κάποια χρόνια στη Νεμπράσκα και την Καλιφόρνια, επέστρεψε στο Κολοράντο και έγινε βοηθός σερίφης στο Ντένβερ, ενώ μια μικρή κοντινή πόλη πήρε και το όνομά του. Πέθανε από καρκίνο το 1892.

Το «Μαύρο Τσουκάλι» συνέχισε να περιπλανιέται με τους λιγοστούς επιζώντες της φυλής του. Το 1868 δέχτηκε την επίθεση ενός άλλου αμερικανικού θρύλου, του Κάστερ, και σκοτώθηκε πολεμώντας μαζί με 100 ακόμα ομόφυλούς του. Αυτός ήταν ο πραγματικός τρόπος κατάκτησης της Δύσης.

Τσεγιέν

Το έθνος των Τσεγιέν ανήκει στους Σιού, που διακρίνονταν σε δέκα περίπου φυλές, με μικρές μεταξύ τους διαφοροποιήσεις, που κατοικούσαν σε όλο το εύρος των μεγάλων πεδιάδων, στο Όρεγκον, τη Μινεσότα και το Κολοράντο.

H αρχική κοιτίδα των Τσεγιέν ήταν η περιοχή των Μεγάλων Λιμνών (στα σημερινά σύνορα ΗΠΑ-Καναδά). Από εκεί μετανάστευσαν πιεζόμενοι από τους Ευρωπαίους, αλλά και άλλες φυλές Ινδιάνων, στα τέλη του 17ου αιώνα. Εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες κεντρικές πεδιάδες των ΗΠΑ και από αγρότες εξελίχθ ηκαν σε δεινούς κυνηγούς, στους πλούσιους κυνηγότοπους της περιοχής.

Μετά τη σφαγή στο Σαντ Κρικ, δέχτηκαν και νέα επίθεση από τον «ήρωα» Κάστερ, το 1868, στη Γουατσίτα και είχαν και πάλι μεγάλες απώλειες. Τότε διασπάστηκαν. Ο βόρειος κλάδος πολέμησε στο Λιτλ Μπιγκ Χορν. Ο νότιος κλάδος περιορίστηκε σε κυβερνητικό καταυλισμό. Σταδιακά και οι βόρειοι Τσεγιέν περιορίστηκαν στον ίδιο καταυλισμό. Αριθμούσαν τότε συνολικά περί τις 1.400 ψυχές.

Το 1877, μην αντέχοντας την έλλειψη τροφής, στην οποία ηθελημένα τους υποχρέωναν οι Αμερικάνοι, 353 Τσεγιέν απέδρασαν από τον καταυλισμό και επιχείρησαν να κινηθούν προς Βορρά. Καταδιώχθηκαν από 13.000 στρατιώτες. Οι μισοί αιχμαλωτίστηκαν και, όταν επιχείρησαν και πάλι να δραπετεύσουν, σκοτώθηκαν. Λίγοι κατάφεραν να φτάσουν βόρεια.

Σήμερα το έθνος των Τσεγιέν ζει στην προγονική του γη στο Κολοράντο, σε ανεκτές συνθήκες. Συνολικά, ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τους 6.591 ανθρώπους. Κατάφεραν να επιβιώσουν, εκλέγοντας μάλιστα από το 1993 μέχρι το 2005 και δικό τους γερουσιαστή.

Οι μεγαλύτερες σφαγές Ινδιάνων στις σημερινές ΗΠΑ

1637: Άγγλοι άποικοι στην περιοχή του Κονέκτικατ, μαζί με Ινδιάνους συμμάχους περικύκλωσαν ένα χωριό των Ινδιάνων Πεκότ, των οποίων τη γη εποφθαλμιούσαν, και έκαψαν 700 από αυτούς ζωντανούς.
> 1643: Άγγλοι και Ολλανδοί εξόντωσαν περίπου 80 Ινδιάνους στο σημερινό Μανχάταν.
> 1644: Άγγλοι και Ολλανδοί επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά, νύχτα, σε ινδιάνικο χωριό, χωρίς να υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους, και έσφαξαν 500 Ινδιάνους, άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
> 1763: Σφαγή 20 αμέριμνων Ινδιάνων από αποίκους.
> 1782: Περίπου 100 άμαχοι, χριστιανοί, Ινδιάνοι Ντέλαγουερ, δολοφονούνται με σφυριά, από εθνοφύλακες της Πενσυλβάνια.
> 1818: Στρατιώτες των ΗΠΑ κατέστρεψαν ένα χωριό φιλικών Ινδιάνων και σκότωσαν 50 γυναικόπαιδα.
> 1832: Περίπου 150 Ινδιάνοι, άμαχοι στην πλειοψηφία τους, σκοτώθηκαν από στρατιώτες των ΗΠΑ.
> 1850: Περίπου 100 Ινδιάνοι δολοφονήθηκαν στην Καλιφόρνια από στρατιώτες των ΗΠΑ, ως αντίποινα για την δολοφονία δύο αποίκων, για την οποία όμως δεν ευθύνονταν οι Ινδιάνοι.
> 1853: «Απροσδιόριστος» αριθμός Ινδιάνων δολοφονήθηκε στο επεισόδιο του Οξ.
> 1854: 42 Ινδιάνοι, γυναίκες και παιδιά, δολοφονήθηκαν από χρυσοθήρες στην Καλιφόρνια.
> 1855: Ως αντίποινα για το φόνο έξι λευκών, οργανώθηκε κυνήγι κεφαλών κατά των Ινδιάνων Χούμπολντ στην Καλιφόρνια. Ελάχιστοι επέζησαν.
> 1860: 188 Ινδιάνοι, γυναίκες και παιδιά, οι περισσότεροι, σφαγιάστηκαν ανηλεώς από αποίκους.
> 1863: 200 Ινδιάνοι σφαγιάστηκαν στο Αΐνταχο.
> 1864: Η σφαγή στο Σαντ Κρικ.
> 1865-71: Η φυλή των Γιαχί εξοντώθηκε ολοκληρωτικά, από Αμερικανούς αποίκους. O «στρατηγός Κάστερ» εξόντωσε τους Τσεγιέν στη Γουατσίτα και σκοτώθηκε στο Λιτλ Μπιγκ Χορν.
> 1870: 170 γυναικόπαιδα της φυλής Πιεγκάν εξοντώθηκαν.
> 1871: 100 γυναικόπαιδα Απάτσι σφαγιάστηκαν στην Αριζόνα.
> 1879: Τα τελευταία υπολείμματα της φυλής των Τσεγιέν προσπάθησαν να ξεφύγουν. Μόνο 50 επιβίωσαν.
> 1890: 128 Σιού σφαγιάστηκαν από τον αμερικανικό Στρατό στη νότια Ντακότα.

ΠΗΓΗ

Google+ Linkedin