Ο «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» και οι Τέχνες που τον ύμνησαν

Ο «άνθρωπος με το γαρύφαλλο» και οι Τέχνες που τον ύμνησαν

Ο Νίκος Μπελογιάννης καταδικάστηκε εις θάνατον την 1η Μαρτίου 1952 από το Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών . Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για κατασκοπεία και κουμμουνιστική δράση, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936.

Πριν από περίπου επτά δεκαετίες η υπόθεση Μπελογιάννη συντάρασσε το πανελλήνιο – και όχι μόνο. Η δίκη του «ανθρώπου με το γαρύφαλλο» και των συγκατηγορούμενών του για κατασκοπεία προκάλεσε τη διεθνή κινητοποίηση, ενώ η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, του Νίκου Καλούμενου, του Δημήτρη Μπάτση και του Ηλία Αργυριάδη τη διεθνή κατακραυγή και έχει απομείνει ως μία από τις πλέον θλιβερές σελίδες της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας και σύμβολο των σκληρών και απάνθρωπων διώξεων του εκδικητικού μετεμφυλιακού κράτους προς τους κομμουνιστές.

Ο Μπελογιάννης γεννήθηκε στην Αμαλιάδα το 1915 και ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης ξενοδοχείου. Από μικρή ηλικία εντάχθηκε στο ΚΚΕ. Υπήρξε άριστος μαθητής και εισήλθε με εξετάσεις στη Νομική Σχολή Αθηνών, προτού όμως αποφοιτήσει, συνελήφθη λόγω της εμπλοκής του με το παράνομο ΚΚΕ και φυλακίστηκε στην Ακροναυπλία, στα χρόνια της δικτατορίας Μεταξά. Ο πόλεμος του 1940 τον βρήκε έγκλειστο στην Ακροναυπλία, απ’ όπου μαζί με τους 600 συγκρατούμενους του κομμουνιστές ζήτησε να πολεμήσει στην πρώτη γραμμή, αλλά η μεταξική κυβέρνηση το αρνήθηκε. Αντί αυτού, τον Απρίλιο του 1941 παραδόθηκε από το καθεστώς στις γερμανικές αρχές Κατοχής μαζί με τους άλλους κομμουνιστές κρατουμένους.

Το 1943 κατάφερε να δραπετεύσει από το νοσοκομείο «Σωτηρία» και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου ως πολιτικός επίτροπος και διαφωτιστής του νομού Αχαΐας και αργότερα όλης της Πελοποννήσου. Όταν ο Άρης Βελουχιώτης, την άνοιξη του 1944 πήγε στην Πελοπόννησο, ο Μπελογιάννης ήταν από τους στενούς του συνεργάτες. Κατά τον εμφύλιο πόλεμο που επακολούθησε ήταν πολιτικός επίτροπος της 10ης Μεραρχίας του Δημοκρατικού Στρατού. Μετά την ήττα του ΔΣΕ ήταν ένας από τους τελευταίους που εγκατέλειψαν τη χώρα, τον Αύγουστο του 1949 και εγκαταστάθηκε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία.

Τον Ιούνιο του 1950 επέστρεψε κρυφά στην Ελλάδα μέσω Αργεντινής με το ψευδώνυμο Ερρίκος Πανόζ, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τις οργανώσεις του παράνομου τότε ΚΚΕ στην Αθήνα, που είχαν διαλυθεί από τις συλλήψεις και εκτελέσεις πολλών στελεχών του. Στις 20 Δεκεμβρίου 1950, συνελήφθη και δικάστηκε με βάση τον Αναγκαστικό Νόμο 509/1947, σύμφωνα με τον οποίο το ΚΚΕ είχε κηρυχθεί παράνομο, θεωρούμενο ως εγκληματική οργάνωση. Κατηγορήθηκε, επίσης, ως κατάσκοπος της Σοβιετικής Ένωσης.

Η πρώτη δίκη του Μπελογιάννη ξεκίνησε στην Αθήνα στις 19 Οκτωβρίου 1951, με 92 κατηγορούμενους συνολικά, από το Έκτακτο Στρατοδικείο Αθηνών, στο Αρσάκειο Δικαστικό Μέγαρο. Ένα από τα μέλη του δικαστηρίου ήταν ο μετέπειτα δικτάτορας, Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως έκτακτος στρατοδίκης. Η δίκη ολοκληρώθηκε στις 16 Νοεμβρίου με δώδεκα θανατικές καταδίκες. Μετά την διεθνή κατακραυγή που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Νικόλαος Πλαστήρας δήλωσε ότι η απόφαση δεν θα εκτελεστεί. Αποφασίζεται, όμως, ο Μπελογιάννης και ορισμένοι άλλοι κατηγορούμενοι να παραπεμφθούν σε νέα δίκη, με τη βαρύτερη κατηγορία της κατασκοπείας, με στόχο να αναιρεθεί η υπόσχεση που υποχρεώθηκε να δώσει.

Στο μεταξύ, στις 16 Νοεμβρίου 1951, ανακαλύπτονται από την Ασφάλεια Προαστίων της Ελληνικής Χωροφυλακής παράνομοι ασύρματοι στις περιοχές Καλλιθέας και Γλυφάδας, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στους στρατοδίκες, για επιστράτευση του νόμου περί κατασκοπείας. Η δεύτερη αυτή μοιραία δίκη αρχίζει στις 15 Φεβρουαρίου 1952, με βάση τον μεταξικό νόμο 375/1936 περί κατασκοπείας, ενώπιον του Διαρκούς Στρατοδικείου Αθηνών.

Ο Μπελογιάννης αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες και πρόβαλε τις πατριωτικές ενέργειες του ίδιου και του ΚΚΕ κατά τη διάρκεια της κατοχής. Η δίκη του πήρε μεγάλη δημοσιότητα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Σε πολλές πόλεις της Ευρώπης έγιναν εκδηλώσεις συμπαράστασης, ενώ ο Πάμπλο Πικάσο εμπνεύστηκε το σκίτσο από την εικόνα στη δίκη του Μπελογιάννη με το γαρύφαλλο, που έγινε διάσημο.

Μέσα σε χρονικό διάστημα μίας εβδομάδος, η κυβέρνηση Πλαστήρα έλαβε περίπου 250.000 τηλεγραφήματα από όλο τον κόσμο, με τα οποία πολλοί επώνυμοι και μη ζητούσαν να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ανάμεσά τους, σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, αλλά και των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Σαρλ ντε Γκολ και σχεδόν όλες οι προσωπικότητες της γαλλικής πολιτικής ζωής, 159 βουλευτές των δύο μεγάλων κομμάτων της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ οι Πωλ Ελυάρ, Ζαν Κοκτώ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσσο, Τσάρλι Τσάπλιν κ.ά. προσπάθησαν να αποτρέψουν την εκτέλεση.

Παρέμβαση υπέρ του Μπελογιάννη έκανε και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων, αναφέροντας: «Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή».

Παρά την παγκόσμια κινητοποίηση και συγκίνηση, το δικαστήριο, αποτελούμενο αυτή τη φορά από τακτικούς στρατοδίκες, καταδίκασε ομόφωνα σε θάνατο την 1η Μαρτίου του 1952 τον Μπελογιάννη και τους συντρόφους του Έλλη Παππά, Νίκο Καλούμενο, Δημήτρη Μπάτση, Ηλία Αργυριάδη και Τάκη Λαζαρίδη. Λίγο αργότερα έρχεται στη δημοσιότητα το γράμμα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ Νίκου Πλουμπίδη, με το οποίο αναλαμβάνει κάθε ευθύνη για την καθοδήγηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και υπόσχεται να παρουσιαστεί στις αρχές με τον όρο να μην εκτελεσθεί ο Μπελογιάννης. Ακολουθεί η διάψευση από τον Νίκο Ζαχαριάδη, από τον ραδιοφωνικό σταθμό «Ελεύθερη Ελλάδα» του Βουκουρεστίου, αλλά και από το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, που χαρακτηρίζουν την επιστολή «μύθευμα της Ασφάλειας.

Όταν αυτό έγινε γνωστό, πάντως, ο ίδιος ο Μπελογιάνης που ανέμενε στη φυλακή απόφαση του Συμβουλίου Χαρίτων φέρεται να δήλωσε στον συνήγορό του Μηνά Γαλέο που τον επισκέφτηκε, ότι «ο Νίκος Πλουμπίδης σε καμιά περίπτωση δεν ήταν όργανο της Ασφάλειας». Τελικά η επιστολή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα και η κυβέρνηση δήλωσε ότι δεν θα συναλλαγεί με τον καταζητούμενο για κομμουνιστική δράση, Πλουμπίδη.

Η θανατική καταδίκη δεν άλλαξε ποτέ, ούτε δόθηκε χάρη από τον βασιλιά Παύλο, παρά τις διεθνείς εκκλήσεις. Τελικά, στις 30 Μαρτίου 1952, ημέρα Κυριακή και ώρα 4:10 τα χαράματα, οι τέσσερις μελλοθάνατοι κομμουνιστές, Μπελογιάννης, Νίκος Καλούμενος, Δημήτης Μπάτσης και Ηλίας Αργυριάδης μεταφέρθηκαν από τις φυλακές της Καλλιθέας στο στρατόπεδο του Γουδή και εκτελέστηκαν διά τυφεκισμού, με τα φώτα των προβολέων των φορτηγών που τους μετέφεραν. Η Έλλη Παππά δεν εκτελέστηκε λόγω του παιδιού του Μπελογιάννη που κυοφορούσε και γέννησε αργότερα μέσα στη φυλακή και ο Τάκης Λαζαρίδης λόγω του νεαρού της ηλικίας του. Η ώρα και η ημέρα της εκτέλεσης ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη (οι εκτελέσεις γινόταν πάντα με το πρώτο φως του ήλιου και ποτέ μέρα Κυριακή, ακόμα και από τους Γερμανούς Ναζί κατακτητές) και φέρεται να έγινε τότε για να προλάβουν οι υπέρμαχοι της εκτέλεσης τυχόν απονομή χάριτος.

Η δίκη και η εκτέλεση του Μπελογιάννη συνέβησαν την περίοδο που ο τότε γηραιός πρωθυπουργός, στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας (ο «μαύρος καβαλάρης»), επιχειρούσε να επιβάλει πολιτική εθνικής συμφιλίωσης. Στο πρόγραμμά του ήταν η απελευθέρωση των εκτοπισμένων και των πολιτικών κρατουμένων και ενδεχομένως ακόμα και η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. Η ενεργοποίηση όμως του νόμου περί κατασκοπείας και η καταδίκη του Μπελογιάννη ώθησαν τα πράγματα στα άκρα, αποκαλύπτοντας έτσι ότι η όλη υπόθεση υποκινήθηκε από ανώτερους αξιωματικούς του ΙΔΕΑ, προκειμένου να τορπιλιστεί η πολιτική Πλαστήρα.

Ο ίδιος ο Πλαστήρας φέρεται να ήταν αντίθετος στις εκτελέσεις, όμως ήταν μόνος και ασθενής, (οι άλλοι δύο πολιτικοί αρχηγοί του «Κέντρου», Σοφοκλής Βενιζέλος και Γεώργιος Παπανδρέου, τάχθηκαν υπέρ των εκτελέσεων, γεγονός που στιγμάτισε τις σχέσεις τους με την Αριστερά. Επίσημα όμως, ο Πλαστήρας, διέψευσε ότι δεν ήταν κύριος της κατάστασης και ότι οι εκτελέσεις έγιναν χωρίς την έγκρισή του. Η εκτέλεση Μπελογιάννη κατάφερε πλήγμα στην αξιοπιστία της κεντρώας κυβέρνησης, η οποία σε ένα από τα βασικά της συνθήματα, την ειρήνευση, φάνηκε ανακόλουθη.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την δίκη του είναι ότι ο Μπελογιάννης κατάφερε να την μεταστρέψει σε δίκη ενάντια των κατηγόρων του, με την ιστορική του απολογία. Ανάμεσα σε άλλα έκανε και την ακόλουθη σπουδαία αναφορά: «Αγωνιστήκαμε δίχως να γνωρίσουμε ύπνο για να προφτάσουμε την Αυγή και το Αύριο, και να δημιουργήσουμε νέους χρόνους και εποχές, στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων!». Με το θάνατό του, ο Νίκος Μπελογιάννης έγινε ένας από τους μεγαλύτερους ήρωες της ελληνικής αριστεράς και ενέπνευσε πολλούς δημιουργούς.

Πέρα από το διάσημο σκίτσο του Πικάσσο, σπουδαίος είναι και ο πίνακας του Peter de Francia. Ο αντιφασίστας διανοούμενος Peter de Francia το 1953 ξεκινά την προσωπική του «Γκουέρνικα», έναν από τους μεγαλύτερους πίνακές του, εμπνευσμένο από την πολύκροτη θυσία του ανθρώπου με το γαρίφαλο, η οποία τάραξε τη δημοκρατική Ευρώπη. «Η εκτέλεση του Μπελογιάννη», όπως ονομάζεται ο πίνακας του καλλιτέχνη, είναι μία μνημειακή, γεμάτη ένταση και δύναμη, σύνθεση. Το μακρόστενο σχήμα της (3Χ1.50μέτρα) τονίζει την επική αφήγηση.

Ο Peter de Francia, στην «Εκτέλεση του Μπελογιάννη», δεν εικονογραφεί. Σχολιάζει και καταγγέλλει, μετατρέποντας την επιφάνεια του πίνακα σε συγκλονιστική μαρτυρία. Συνθέτει μία τριπλή αποκαθήλωση, στην οποία, τα τρία νεκρά σώματα εξέρχονται από τη φυσιολογική τους κατάσταση και λειτουργούν ως σύμβολα – κραυγή διαμαρτυρίας ενάντια στην αδικία, στα βασανιστήρια, στις εκτελέσεις. Ο καλλιτέχνης δε ζωγραφίζει αυτό που βλέπει, αλλά αυτό που νιώθει. Οι ανθρώπινες μορφές, χωρίς να χάνουν τα ρεαλιστικά χαρακτηριστικά τους, φορτίζουν, με την εξπρεσιονιστική παραμόρφωσή τους, τη σκηνή. Τρία νεκρά ανθρώπινα σώματα κείτονται στο χώμα, δίπλα στο σταυρό του μαρτυρίου τους. Στην αριστερή πλευρά, η φιγούρα του Ν. Μπελογιάννη με το κόκκινο γαρίφαλο στο χέρι. Ενα ιστορικό γεγονός, που μετατρέπεται σε συλλογική οδύνη, αλλά και πανανθρώπινο ύμνο. Ο Francia, με το χρωστήρα του, «ακροβατεί» ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, στο θάνατο και το θρήνο. Χωρίς ρητορείες και διακοσμητικότητα, «χτίζει» τη σύνθεσή του. Η λιτότητα των εκφραστικών μέσων τονίζει την πρόθεσή του να είναι άμεσος, κριτικός, κατήγορος.

Επιπροσθέτως πρέπει να αναφερθούν, η ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1952), το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1952), καθώς και το ποίημα του Κώστα Βάρναλη, «Στους Μπελογιάννηδες» από την ποιητική συλλογή Ελεύθερος κόσμος (1965).Αλλά και τα αξιοπρόσεκτα τραγούδια των Β. Παπακωνσταντίνου, «Πόρτο Ρίκο», Μαρίας Δημητριάδη, «Ο Μπελογιάννης Ζει», Τζίμη Πανούση, «Ο Μπελογιάννης Ζει».

Όπως, επίσης, η ταινία του Νίκου Τζίμα, «Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο» (1980), καθώς και το συμφωνικό έργο, αφιερωμένο στην μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη, του Αλέκου Ξένου, «Ο Διγενής δεν πέθανε».

Το τραγούδι στη διάρκεια της Χούντας

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τραγούδια για το Νίκο Μπελογιάννη, αλλά και το λιγότερο γνωστό, έχει τη δική του ιδιαίτερη αλλά και «κρυφή ιστορία». Το 1973, μέσα στη Χούντα, κυκλοφόρησε από τη Lyra ο δίσκος «Δεν περισσεύει υπομονή» των Αργύρη Κουνάδη και Βαγγέλη Γκούφα, που περιείχε εννέα τραγούδια, όλα πολιτικού περιεχομένου, τα οποία ερμήνευσαν οι Σωτηρία Μπέλλου, Σταύρος Πασπαράκης, η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Ελένη Βιτάλη και χορωδία.

Ένα από τα τραγούδια του δίσκου αυτού, το «Άι γαρούφαλλό μου (Εις μνημόσυνον)», που ερμηνεύει η πρωτοεμφανιζόμενη, τότε, Ελένη Βιτάλη αναφερόταν στο Νίκο Μπελογιάννη, τον άνθρωπο με το γαρύφαλλο. Η πληροφορία αυτή αποκρύφτηκε, όπως συνέβαινε συχνά, προς αποφυγή της λογοκρισίας του τραγουδιού. Μια ακόμα πληροφορία, είναι, πως το συγκεκριμένο τραγούδι δεν ήταν στην πραγματικότητα σύνθεση του Αργύρη Κουνάδη, αλλά μια διασκευή του τραγουδιού του ισπανικού εμφυλίου, «Gallo rojo, gallo negro» («Κόκκινος κόκορας, μαύρος κόκορας»). Το τραγούδι έγραψε τη δεκαετία του ΄60 ο Ισπανός Chicho Sánchez Ferlosio και έγινε συνώνυμο του ισπανικού εμφυλίου, του Αντιδικτατορικού αγώνα και του Αναρχικού κινήματος.

Google+ Linkedin