Η «ρεμπέτικη αντίσταση» στους Γερμανούς και τα θύματά της
Ογδόντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος, από τις μεγάλες στιγμές του λαού μας, που μέσα στο μαύρο σκοτάδι της Κατοχής, και αφού προηγουμένως είχε δώσει μια πρώτη απάντηση στους φασίστες εισβολείς, αλλά και στους ντόπιους θαυμαστές τους, που απλώς ήθελαν μια τουφεκιά για την τιμή των όπλων, ξεσηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος στην πάλη για την εθνική και κοινωνική του απελευθέρωση.
Οι μεγάλες στιγμές ενός λαού που πάλεψε μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Μέσα σε συνθήκες καταχνιάς, πείνας και κατατρεγμού. Πολλοί έφυγαν μέσα σε κείνες τις συνθήκες και ανάμεσά τους κάποιοι πού ήταν στηρίγματα αυτού του λαού, καθώς με τα τραγούδια τους, με την μουσική τους, με την φωνή τους, εξέφραζαν τις πίκρες και τα βάσανα του. Άνθρωποι λαϊκοί, που βάδισαν στους λασπωμένους δρόμους των φτωχογειτονιών, άνθρωποι που η ψυχή τους ανέδιδε το άρωμα της λαϊκής ευγένειας, άνθρωποι που όταν δεί κανείς φωτογραφίες τους καταλαβαίνει πολλά και κυρίως καταλαβαίνει ότι ήταν άνθρωποι που τιμούσαν αυτούς που τους άκουγαν, άνθρωποι που τιμούσαν το ψωμί που έτρωγαν.
Σε αυτούς τους ανθρώπους, τους συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές που έφυγαν μέσα στην Κατοχή θα αναφερθούμε σε αυτό το σημείωμα. Υπηρέτησαν όλοι τους το ρεμπέτικο τραγούδι, πλην του Αττίκ, ο οποίος «έφυγε» τον Αύγουστο του 1944 παίρνοντας υπερβολική ποσότητα «βερονάλ» βαθύτατα προσβεβλημένος, καθώς ένας ναζί τον είχε σπρώξει στον δρόμο. Η Κατοχή προσέβαλε ως τα βάθη της ψυχής του τον μεγάλο καλλιτέχνη.
Μέσα στο 1941 έφυγε από την ζωή ο Ανέστος Δελιάς, ή Ανεστάκι, ή Αρτέμης: Ο Δελιάς γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1912. Ο πατέρας του ήταν περίφημος μουσικός. Ο Δελιάς ήρθε στην Αθήνα μετά το 1922 και εμφανίστηκε το 1928 παίζοντας κιθάρα, ενώ μετά το 1930 άρχισε να παίζει μπουζούκι. Μαζί με τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη συγκρότησαν την θρυλική «Τετράδα του Πειραιώς», την πρώτη δηλαδή ρεμπέτικη κομπανία με μπουζούκια που εμφανίστηκε το 1934, στου Σαραντόπουλου, στην Ανάσταση του Πειραιά. Ο Δελιάς ήταν πολύ αγαπητός. Στην ζωή του μοιραίο ρόλο έπαιξε μια πόρνη, η οποία τον έριξε στην πρέζα. Η ίδια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80. Για ένα διάστημα τον βοήθησαν πολύ ο Παγιουμτζής και ο Μπαγιαντέρας. Δυστυχώς ξανασυνδέθηκε μαζί της λίγο πριν τον πόλεμο. Ο Δελιάς έφυγε μόνος και το άψυχο σώμα του βρέθηκε σε ένα καροτσάκι στο Βαρβάκειο το 1941.
Ο Παναγιώτης Τούντας δικαίως ονομάστηκε ο «ευφυής μάστορας της προσφυγιάς», καθώς ήταν όχι μόνο ο διασημότερος συνθέτης της Σμυρναϊκής Σχολής, αλλά επιπλέον ανήκει στην ομάδα των Μικρασιατών μουσικών που μετά την καταστροφή του 1922, διαμόρφωσαν το ρεμπέτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Ο Παναγιώτης Τούντας γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1886 από ευκατάστατους γονείς, που του έδωσαν την δυνατότητα να ασχοληθεί από μικρός με τη μουσική.
Άρχισε από παιδί να παίζει μαντολίνο και στις αρχές του 20ού αιώνα συμμετείχε στην Σμυρνέικη Εστουδιαντίνα του Σιδέρη, που έμεινε γνωστή με το όνομα «Τα Πολιτάκια». Συμμετείχε σε διάφορα μουσικά σχήματα που έκαναν περιοδείες εκτός Σμύρνης, για την ψυχαγωγία των Ελλήνων της διασποράς και ταξίδεψε στην Αίγυπτο, την Αβησσυνία, την Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες με ελληνική παροικία. Ο ίδιος λέει σε ένα τραγούδι του: «Εταξίδευα Συρία Πορτ-Σάιντ και Ασκεντερία».
Τα πρώτα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή, έπαιζε σε διάφορα κέντρα σαν μαντολινίστας. Το 1924 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του ελληνικού παραρτήματος της γερμανικής «ODEON» στην Αθήνα. Μέχρι να κατασκευαστεί το εργοστάσιο δίσκων στην Ελλάδα, συνεργάζεται σχεδόν με όλες τις δισκογραφικές εταιρείες και διηύθυνε τις περισσότερες ηχογραφήσεις που γίνονταν στην Ελλάδα. Τον ίδιο χρόνο ηχογραφεί τη «Σμυρνιά» με την Αθηναϊκή Εστουδιαντίνα του Τάσου Μαρίνου και γίνεται ο πρώτος Έλληνας λαϊκός συνθέτης που το όνομά του αναγράφεται σε ετικέτα δίσκου.
Το 1931 αναλαμβάνει καλλιτεχνικός διευθυντής της «COLUMBIA» και της «His Master voice» και παραμένει στη θέση αυτή μέχρι το 1940.
Ο Παναγιώτης Τούντας πέθανε τον Μάιο του 1942.
Ένας άλλος καλλιτέχνης που έφυγε μέσα στην Κατοχή, ήταν ο Γιάννης Εϊτσιρείσης, ή Εϊζερίδης, ή Ιντζιρίδης, ή Γιοβάν Τσαούς. Από τους καλύτερους μουσικούς. Οταν έπαιζε, ο Μάρκος Βαμβακάρης ακουμπούσε το μπουζούκι του δίπλα και καθόταν να τον ακούσει. «Παίξε ρε Γιοβάνη» τούλεγε ο Μάρκος, «να χαρείς τα παιδιά σου».
Ο Γιοβάν Τσαούς γεννήθηκε στην Κασταμονή του Ικονίου της Μ. Ασίας από Έλληνες γονείς το 1896. Στα δεκαοκτώ του ήταν ξακουστός μουσικός σε όλη την Μικρά Ασία. Στην Ελλάδα ήρθε το 1923 και εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Ζούσε δουλεύοντας ως ράφτης με βοηθό την γυναίκα του, καθώς αρνιόταν επίμονα και σταθερά να ανέβει σε πάλκο. Έπαιζε μόνο για το κέφι του. Αυτήν την αρχή την παρέβηκε μία ή δυό φορές σε όλη του την ζωή. Ηταν αυτοδίδακτος σε εννέα όργανα τα οποία έπαιζε περίφημα. Ο μόνος που μπορούσε να του φτιάξει όργανα έτσι όπως τα ήθελε ήταν ο Κυριάκος Πεσματζόγλου ή Λαζαρίδης.
Ο Γιοβάν Τσαούς πέθανε τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση. Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που είχε πάρει από κάποιο βομβαρδισμένο πλοίο στο λιμάνι του Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα από την ίδια αιτία πέθανε και η γυναίκα του.
Η γυναίκα του Γιοβάν Τσαούς έχει γράψει σχεδόν όλους τους στίχους των τραγουδιών του. Συχνά τα βραδάκια αυτή η γυναίκα καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού της και μεταξύ των ανθρώπων που παρατηρούσε καθώς περνούσαν ήταν και οι πρεζάκηδες, πραγματικές ανθρώπινες σκιές που πήγαιναν να κοιμηθούν στα βαγόνια του σιδηροδρόμου. Αυτές τις τρομακτικές εντυπώσεις της, τις έκανε στην συνέχεια στίχους.
Ο Γιώργος Κάβουρας αποτελεί αναμφισβήτητα μια από τις πιο συγκλονιστικές φωνές του ρεμπέτικου τραγουδιού. Έζησε μόνο 36 χρόνια για να μας χαρίσει 70 μόνο ανεπανάληπτες ερμηνείες. Ο Κάβουρας γεννιέται το 1907 στο Καστελόριζο. Ο πατέρας του Σταμάτης Κάβουρας (βιολιτζής) είχε φύγει από το 1906 από το Λίβισι της Μάκρης της Μικράς Ασίας για να μην συλληφθεί από τους Τούρκους και πέρασε στο Καστελόριζο Είχε άλλα δυο αδέλφια, τον Βασίλη (1914) και την Μαριάνθη (1917).
Το 1918 η οικογένεια κατοικεί στον Πειραιά στην αρχή στο Χατζηκυριάκειο και μετά το ’22 στην Δραπετσώνα. Ο πατέρας του Σταμάτης δούλευε σαν βιολιτζής και μάλιστα είχε αρχίσει να γίνεται γνωστός και έπαιρνε τον Γιώργο μαζί του. Μέχρι το 1934 ο Γιώργος Κάβουρας γίνεται γνωστός στις γειτονιές του Πειραιά. Το 1929 ενώ είναι αρραβωνιασμένος γνωρίζει την νεαρή Ειρήνη («Καβουρίνα») την οποία κλέβει και παντρεύεται κρυφά. Αποκτούν 4 παιδιά εκ των οποίων το τελευταίο δεν έζησε πολύ.
Ο Κάβουρας ήταν γνώστης διαφόρων μουσικών οργάνων, σαντούρι, βιολί, κιθάρα, αλλά τελικά με την παρέμβαση του Στελλάκη Περπινιάδη, που ήταν και φίλοι, αποφασίζει να ασχοληθεί με το τραγούδι. Έτσι το 1936 ηχογραφεί για πρώτη φορά ένα τραγούδι του Γιάννη Δραγάτση (Ογδοντάκη) το «Ο σερέτης». Στην συνέχεια συνεργάζεται και με άλλους μεγάλους συνθέτες της εποχής όπως ο Βαγγέλης Παπάζογλου και Σπύρος Περιστέρης αλλά η μεγαλύτερη συνεργασία του έγινε με τον Κώστα Σκαρβέλη (περίπου 50 τραγούδια).
Μετά το ’40 η κατάσταση αλλάζει, ο Γιώργος Κάβουρας κυνηγιέται από τους Ιταλούς (είχε Ιταλική υπηκοότητα μέχρι το 1936) και περνά στιγμές αγωνίας κρυμμένος και φοβισμένος για την οικογένειά του και για το ίδιο. Το τέλος έρχεται σύμφωνα με τα λεγόμενα της αδελφής του στις 20 Φεβρουαρίου 1943. Δούλευε στο μαγαζί του Στελλάκη στο Χαϊδάρι και λιποθύμησε την ώρα που τραγουδούσε. Στο νοσοκομείο της Νίκαιας που τον πήγαν , το οποίο είχαν αναλάβει οι Γερμανοί-Ιταλοί, κανείς δεν έδωσε σημασία και έτσι μετά από έξι μέρες το «αηδόνι» του ρεμπέτικου ξεψύχησε από το εγκεφαλικό επεισόδιο που είχε πάθει. Στο νοσοκομείο τον μετέφερε ο Γιάννης Αγορόπουλος ή Χατζής που εκείνη την εποχή δούλευε μαζί του. Στα χέρια του Χατζή έγινε τραγουδιστής ο Κάβουρας, ενώ ο Χατζής του συμπαραστάθηκε ως την τελευταία του στιγμή.
Σμυρνιός ήταν και ο Βαγγέλης Παπάζογλου. Γεννήθηκε το 1895 και στην Ελλάδα ήρθε το 1923. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Καλίνικος, όμως η μητέρα του πέθανε όταν ήταν αυτός και τα δυό του αδέλφια μικροί και τους ανέθρεψε ο παππούς του Παπάζογλου που τους «έγραψε» και στο όνομα του. Ηταν εξαιρετικός μουσικός και ήταν καθιερωμένος στην Σμύρνη πριν το 1922. Πάνω σε αυτόν και τον Παναγιώτη Τούντα που και αυτός πέθανε μέσα στην Κατοχή στηρίχθηκε το λαϊκό μας τραγούδι πριν να μπει το μπουζούκι.
Το 1924 ο Βαγγέλης Παπάζογλου έφτιαξε το δικό του μουσικό στέκι καφενείο-ουζερί στις παράγκες της Παλιάς Κοκκινιάς. Το 1924 γνωρίστηκε με την τραγουδίστρια, ήδη από τα χρόνια της Σμύρνης, Αγγελική Μαρωνίτη. Παντρεύτηκαν το 1927 και εγκαταστάθηκαν σε ένα προσφυγικό σπίτι στην Κοκκινιά.
Από το 1931 άρχισε να λειτουργεί στην Ελλάδα, στον Περισσό, πλήρης μονάδα παραγωγής δίσκων. Το 1933-1934 ο Βαγγέλης Παπάζογλου έγινε ο πρώτος συνθέτης σε πωλήσεις δίσκων.
Το 1937, η Μεταξική δικτατορία επέβαλε προληπτική λογοκρισία και στο τραγούδι και μάλιστα «πρωτοτυπώντας» παγκοσμίως, επέβαλε προληπτική λογοκρισία και στην μουσική, απαγορεύοντας στην ουσία το μπουζούκι.
Ο Παπάζογλου αρνήθηκε να δίνει τραγούδια του στην δισκογραφία γιατί δεν ήθελε να του τα ελέγχουν οι επιτροπές του Μεταξά. Μέχρι τον πόλεμο του ’40 ζούσε κάνοντας περιοδείες στην επαρχία και συχνά έβγαινε στη γύρα βγάζοντας πιατάκι.
Οταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα είπε στους συνεργάτες του: «Τώρα το παπιγιόν δεν έχει θέση. Ηρθε η ώρα να δείξουμε ο καθένας τι μετράει και τι μπορεί να κάνει».
Πέταξε το παπιγιόν και παράτησε την κιθάρα, το μπάντζο και το τραγούδι. Πήρε ένα τσουβάλι και έγινε παλιατζής. Τον τσάκισε η πείνα. Ο Βαγγέλης Παπάζογλου «έφυγε» φυματικός το 1943. Πέθανε Κυριακή. Την Τετάρτη πριν πεθάνει φώναξε την γυναίκα του: «Αγγελίτσα πάρε αυτά τα τραγούδια και όταν λευτερωθούμε δώστα στις εταιρείες».
Επίσης υπάρχει μαρτυρία από τον Γρηγόρη Ασίκη, ότι λίγο πριν πεθάνει ο Παπάζογλου πήγε στην οδό Αθηνάς 33, στο στέκι των μουσικών και μοίρασε σε συναδέλφους του παρτιτούρες πολλών ανέκδοτων τραγουδιών του.
Τα ανέκδοτα αυτά τραγούδια είναι περίπου 100. Ο γιός του Βαγγέλη, Γιώργης μετά από 25 ετών προσπάθειες κατάφερε να μαζέψει 70 περίπου, ενώ βοήθησε πολύ και ο συνθέτης Κώστας Γιαννίδης στον οποίο ο Βαγγέλης Παπάζογλου είχε εμπιστευθεί παρτιτούρες τραγουδιών. Ο Γιώργης Παπάζογλου για την συμμετοχή του στους αγώνες κατά των κατακτητών «τιμήθηκε» δεόντως με φυλακές και εξορίες από το ελληνικό κράτος.
Πολλά τραγούδια του Βαγγέλη, η κυρ Αγγέλα, τυφλή από το 1929, τα άκουγε στο ραδιόφωνο με άλλους στίχους ή από άλλους τραγουδιστές. Ωστόσο, παρ’ όλα αυτά, τίποτα δεν μπορεί να σβήσει την προσφορά του Βαγγέλη Παπάζογλου στον λαϊκό πολιτισμό. Η κυρ Αγγέλα έφυγε στις 17 Αυγούστου 1983, στην Κοκκινιά.
Σμυρνιός ήταν ο Δημήτρης Μπαρούσης, ή Μπαρούς, ή Λορέντζος πού ήρθε στην Ελλάδα μετά το 1922. Είχε γεννηθεί στην Σμύρνη το 1860 και ήταν άριστος στο βιολί και στο κανονάκι. Τα τραγούδια που έγραψε τραγουδήθηκαν πολύ στο διάστημα 1922-1940. ‘Ηταν επί πολλά χρόνια σύμβουλος του Σωματείου λαϊκών μουσικών. Ο Δημήτρης Μπαρούσης χάρισε το καλό του βιολί στον Μιχάλη Γενίτσαρη. «Έφυγε» το 1944.
Την ίδια χρονιά, το 1944 γερμανοτσολιάδες, μετά από προδοσία δολοφόνησαν τον πολύ καλό μπουζουξή και στιχουργό και στην διάρκεια της Κατοχής, λοχαγό του ΕΛΑΣ, Νίκο Δημόπουλο ή Τούντα,
Τα «τσακίσματα» και οι «κυματισμοί» της φωνής του χάρισαν στον Αντώνη Διαμαντίδη, το ψευδώνυμο «Νταλγκάς». Ήταν ένας από τους τραγουδιστές που άφησαν εποχή.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1892 και από 16 χρονών ασχολιόταν με το ούτι. Από το 1917 ως το 1922 που ήρθε στην Ελλάδα, εργάστηκε σαν τραγουδιστής στην Πόλη. Στο διάστημα 23-30 συνεργάστηκε με Σμυρναίικα, λαϊκά και ρεμπέτικα συγκροτήματα. Από το 1930 και μετά δούλεψε σε διάφορα κέντρα, ενώ ακόμα και στα πιο κοσμικά από αυτά δεν απαρνήθηκε ποτέ το ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Αντώνης Νταλγκάς, «έφυγε» το 1945.
Αν και ήταν το ελαφρό τραγούδι που κατά κύριο λόγο «σήκωσε» το βάρος του πολέμου του ’40, εντούτοις ο πόλεμος αυτός αποτυπώθηκε και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Σε αυτό το δεύτερο όμως, αποτυπώθηκε με πολύ ενάργεια η φοβερή εμπειρία της Κατοχής αλλά και οι λαϊκοί αγώνες.
Η μαύρη πείνα που θέριζε τα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τα παιδιά, ο αγώνας του λαού μας για επιβίωση, τα θαρραλέα παιδιά που έγιναν από την ανάγκη σαλταδόροι τραγουδήθηκαν από το ρεμπέτικο τραγούδι.
Επίσης, οι ρεμπέτες επηρεάστηκαν και από τον οργανωμένο αγώνα του ΕΑΜ, της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, τραγούδησαν τον αντάρτικο αγώνα, ιδιαίτερα ο Μπαγιαντέρας, μίλησαν μέσα από τα τραγούδια τους για τις λαϊκές γειτονιές της Κατοχής τα μπλόκα και τους αγωνιστές.
Ακόμα ο αγώνας του ελληνικού λαού εκφράστηκε μέσα από το ρεμπέτικο τραγούδι με αναφορές σε συγκεκριμένα πρόσωπα αγωνιστών και της αναγνώρισης ότι οι αγωνιστές αυτοί αποτελούσαν πρότυπο κοινωνικής συμπεριφοράς για την λαϊκή συνοικία στην οποία ζούσαν. Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, καθώς συνδέεται σαφώς και θεωρείται αυτονόητη από τον λαϊκό συνθέτη η «προηγούμενη» στάση ζωής ενός λεβεντόπαιδου με την αγωνιστική στάση στα χρόνια του σίδερου και της φωτιάς.
Τα ρεμπέτικα τραγούδια αυτής της περιόδου, όπως και τα αγωνιστικά τραγούδια φυσικά δεν εγγράφονταν σε «πλάκες γραμμοφώνου», αλλά μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα και φτερούγιζαν ελεύθερα σε μέρη που δεν είχε κατακτητές ή χαφιέδες.
Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ηχογραφήθηκαν αργότερα, ή πολύ αργότερα, ενώ άλλα έμειναν ακυκλοφόρητα στην δισκογραφία, και έφθασαν ως εμάς μόνοι οι στίχοι τους, ως ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής, ιστορημένης από λαϊκούς δημιουργούς.
Από τις φοβερές συνθήκες της περιόδου της Κατοχής έχασαν την ζωή τους και σπουδαίοι δημιουργοί του λαϊκού μας τραγουδιού, όμως, έφθασαν ως εμάς τα τραγούδια τους από τους πατέρες μας που πάντα κουβαλούσαν μέσα τους το παιδί που υπήρξαν στην Κατοχή, το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν, τον αγιάτρευτο καημό της λαχανίδας, τον φόβο της συσκότισης, τον φίλο που «έφυγε» πολεμώντας στο βουνό, και τις αγωνίες και τους αγώνες της συνοικίας.