O σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής

O σατιρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής

«…Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει / στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα / μ’ εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει /φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα / του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα / και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα…».
Γεώργιος Σουρής

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε στις 2 του Φλεβάρη 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου και έφυγε από τη ζωή στις 26 του Αυγούστου 1919. Η οικογένειά του ήταν εύπορη. Ο ίδιος προσπάθησε να ασχοληθεί με το εμπόριο, έκανε ταξίδια, αλλά γρήγορα η κλίση του να γράφει εύκολα στίχους τον έσπρωξε στη λογοτεχνία.

Στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό του 1876 αποσπά τον έπαινο των κριτών για την ποιητική του συλλογή «Τα τραγούδια μου». Την ίδια εποχή εργάζεται σ’ ένα συμβολαιογραφείο και κάνει τα πρώτα του βήματα στη σατιρική δημοσιογραφία.

Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή χωρίς ποτέ να αποφοιτήσει. Για την αδυναμία του αυτή σατίρισε τον εαυτό του και τους καθηγητές του, με στίχους του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Ακρόπολη:

Μετά μεγάλης μου χαράς τοις φίλοις αναγγέλλω
πως εξητάσθην των θυρών ερμητικώς κλεισμένων
στον Πολυγένη, Φιντικλή και το σπανό Σεμτέλο
και απερρίφθην μυστικά μετά πολλών επαίνων.
Δι’ ο και πάλιν, Έλληνες, αρχίζομεν τα πρώτα,
πάλι Ρωμηός και ξάπλωμα, πάλι ζωή και κότα.

Εργαζόταν σε εφημερίδες ως δημοσιογράφος όταν ο Γ. Δροσίνης του πρότεινε να βγάλει δική του σατιρική πολιτική εφημερίδα. Έτσι, στις 2 του Απρίλη 1883 ο «ποιητής του καιρού και Χιώτης διαλόλωλος αστείου χαρακτήρος», δηλαδή ο Γεώργιος Σουρής , κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο του «Ρωμηού» (ο τίτλος ήταν ιδέα του Δροσίνη) που έβγαινε κάθε βδομάδα, μέχρι τις 17 του Νοέμβρη 1918 και διαβαζόταν ασταμάτητα καθότι οι απολαυστικοί στίχοι του Σουρή, που έθιγαν κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, ήταν είδηση, κάθε εβδομάδα.

Επί 36 ολόκληρα χρόνια η εφημερίδα “Ρωμηός” γραμμένη έμμετρα από την αρχή μέχρι το τέλος, χωρίς να εξαιρούνται ούτε οι ημερομηνίες, ο αριθμός του φύλλου και οι μικρές αγγελίες, διαβαζόταν σ’ όλη την Ελλάδα, ελεύθερη και υπόδουλη, και στις παροικίες των ομογενών, σε πόλεις και χωριά, σε καφενεία και σε μπακάλικα, δυνατά για να τον απολαμβάνουν και οι αγράμματοι.

Σατιρικό σκίτσο από τον Ρωμηό του Σουρή, για τις πρόβες της «Αντιγόνης» από τον αρχαϊστή Μυστριώτη, κατά τις προετοιμασίες για τους Ολυμπιακούς του 1896.

Ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος γράφει για τον Σουρή στην Ιστορία (του) της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (εκδ. Επικαιρότητα):

«Ο Σουρής δεν ήταν ποιητής, αλλά στιχοπλόκος. Στιχοπλόκος που με τις κουδουνιστές ρίμες του και την παιχνιδιάρικη στιχουργία του διασκέδαζε τους αναγνώστες του. Είναι αλήθεια πως ο Σουρής μαστιγώνει, σατιρίζει, γελοιοποιεί όχι μόνο τους πολιτικούς αλλά και τους αξιωματικούς, τους δημάρχους, τους καθηγητές του Πανεπιστημίου και τους αυλικούς.Κάποτε σατίρισε και τη βασίλισσα Όλγα. Σε μια σάτιρά του άρχιζε με το στίχο:

«Κυρά Γιώργαινα γυρίστρα, Κυρά Γιώργαινα μπεκρού
θα γενείς πομπή του κόσμου του μεγάλου και μικρού
κυρά Γιώργαινα να λείψουν τα μεθύσια τα πολλά
κυρά Γιώργαινα σου λέω δεν στεκόμαστε καλά…».

Για το ποίημά του αυτό του απαγγέλθηκε κατηγορία «επί εξυβρίσει του Ιερού προσώπου της Βασιλίσσης» και κάθισε στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Αθωώθηκε όμως γιατί στην απολογία του είπε πως σατίριζε τη γυναίκα του (καθώς λεγόταν και κείνος Γιώργος) και στο επόμενο φύλλο του Ρωμηού (Νο 577, 1-2-97) έγραφε:

(Η γυναίκα του)
Γιώργη ν’ αλλάξεις όνομα, Γιώργη να μη σε λένε
που κάνεις τα ματάκια μου μερόνυχτα να κλαίνε.

(Τα παιδιά του)
Μπαμπά για κοίταξε κι εμάς που τρέχουμε σιμά σου
μπαμπά ν’ αλλάξεις όνομα, Δημήτρης τ’ ονομάσου.

Ακόμα και τους τρανούς παπάδες σατίρισε. Να ένα δείγμα του αντικληρικισμού του:

Παπάδες με τα κατσαρά και με τα ευχολόγια
με τα μανίκια τα φαρδειά και με τα κομπολόγια,
που άδικα μαραίνεται η τόση ομορφιά σας,
όπου ποτέ ποδόγυρο δε βλέπετε κοντά σας,
και να ιδείτε άξαφνα καμιά φορά κανένα,
μουγγρίζετε σιγά-σιγά με μάτια γουρλωμένα,
παπάδες πού ανδρίζεσθε στα τόσα μοναστήρια,
που φαίνεσθε παχύτατοι ωσάν τα χοιρομήρια,
παπάδες που διαβάζετε αγίων συναξάρια,
οπού βαρβάτα σαν και εσάς μας στέλνετε μουλάρια,
που ό,τι και αν κάμετε μακράν του κυκεώνος
μονάχοι σεις το ξέρετε και ο Θεός μας μόνος.
παπάδες αγιώτατοι που ζείτε με πεσκέσι,
που ο θεός στους ουρανούς σας ετοιμάζει θέση,
που είσθε οι διδάσκαλοι στο τρώγειν και στο πίνειν
που πάντοτε διδάσκετε στον κόσμον την ειρήνην…

O Σουρής έγραψε, επίσης, έμμετρες κωμωδίες και ημερολόγια.Είχε συνεργαστεί με σατιρικές εφημερίδες της εποχής («Ασμοδαίος» του Εμμανουήλ Ροΐδη, «Μη χάνεσαι!» του Βλάσση Γαβριηλίδη, «Ραμπαγάς» του Κλεάνθη Τριανταφύλλου. Αξίζει να σημειωθεί πως  υπάρχει μετάφραση του Σουρή για τις Νεφέλες του Αριστοφάνη. Μάλιστα, ο Σουρής χαρακτηρίστηκε και ως ο «νέος Αριστοφάνης».

Το σατιρικό ποίημα του Γεώργιου Σουρή, «Οι φόροι», μελοποιημένο από τον Χάρρυ Κλυνν

Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας:

– To 1907 από εννέα μέλη της Ένωσης Ελλήνων Καλλιτεχνών, τον καθηγητή Φιλολογίας και Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεώργιο Χατζιδάκη, τον Πρόεδρο της Βουλής Νικόλαο Λεβίδη και 100 βουλευτές.

– Το 1908 (η πρόταση του 1908 φέρει δυσανάγνωστη υπογραφή).

– Το 1909, από τον Φιλολογικό Όμιλο Παρνασσό και τους Δημήτριο Πατσόπουλο και Παύλο Καρολίδη.

– Το 1911, από την Ελληνική Φιλολογική Εταιρεία (με έδρα την Κωνσταντινούπολη)

– Το 1912, ξανά από τον Γεώργιο Χατζιδάκη.

Ακολουθούν δύο χαρακτηριστικά σατυρικά ποιήματα με επίκαιρες προεκτάσεις….

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.
Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,
καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,
καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω
τὸν ἴδιον ἑαυτό μου καὶ γίνομαι σκυλί.
Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,
κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,
τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,
κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.
Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ…
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.
Στὸν καφετζῆ ξεσπάω… φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.
Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,
τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,
καὶ τέλος… δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Ἀρχηγοί

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! … κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.
Ἰδοὺ νταῆς φουστανελλᾶς μὲ φέσι καὶ σελάχι!
ποιὸς ξέρει ἂν Πρωθυπουργὸς δὲν γίνῃ καμμιὰ ᾿μέρα;
ποιὸς ξέρει πόσα σχέδια καὶ ἀπαιτήσεις θἄχη,
καὶ ἂν τὴν διπλωματικὴ δὲν συνταράξῃ σφαῖρα;
Ὤ! ναί! ποτὲ τὸν ἕλληνα μὴ θεωρῆτε πτῶμα…
᾿ς ὅλους θὰ ἔλθη ἡ σειρὰ νὰ κυβερνήσουν κόμμα.
Μᾶς λείπει ἕνας ἀρχηγός;… πενῆντα ξεφυτρόνουν,
τὸ ἕνα κόμμα χάνεται;… θὰ ἔβγουν ἄλλα δέκα·
ὅλοι γιὰ τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχηγοῦ μαλλόνουν,
κι᾿ ἴσως ἀργότερα μᾶς βγῇ ᾿ς τὴ μέση καὶ γυναῖκα.
Ἀλλὰ κι᾿ ἐγὼ ὁ ἀφανὴς τῶν Ἀθηνῶν πολίτης
ἐλπίζω πὼς καμμιὰ φορὰ θὰ γίνω Κυβερνήτης.
Ἐμπρός! μὲ πόζα ἀρχηγοῦ καθένας ἂς προβάλλη,
ἀπ᾿ ὅλους ἂς κυβερνηθῆ ἡ προσφιλὴς Ἑλλάς·
ἂς γίνῃ ὁ Ἡμέτερος, ἂς γίνουν ὅμως κι᾿ ἄλλοι,
ἂς γίνῃ κι ὁ Κατσικαπῆς κι᾿ αὐτὸς ὁ Μπουλελᾶς.
Ἂς πλημμυρίσῃ μ᾿ ἀρχηγοὺς τὸ ἔθνος πέρα πέρα,
ἂς μᾶς σηκώσῃ ἔξαφνα καὶ ἡ Ροζοῦ παντιέρα.
Μονάχα ἕνας βασιλεὺς μὴ μένη ᾿ς τὸ Παλάτι,
πενῆντα δυὸ τουλάχιστον ἂς ἦνε βασιλεῖς,
ὅλοι ἂς ἔβγουν κύριοι ᾿ς τῶν ἄλλων τὸ γεινάτι,
κι᾿ ὀγδόντα πέντε Πρόεδροι ἂς γίνουν τῆς Βουλῆς.
Ὅλοι τρανοὶ πολιτικοί, κανένας ἰδιώτης,
ὅλοι ποζάτοι στρατηγοί, κανένας στρατιώτης.

Google+ Linkedin