Oικονομικά της ανάπτυξης: θεωρίες και ιστορική εξέλιξη

Oικονομικά της ανάπτυξης: θεωρίες και ιστορική εξέλιξη

Ένας κλάδος των οικονομικών συγγενής με τη μακροοικονομική θεωρία, είναι η οικονομική της ανάπτυξης. Το ρεύμα αυτό των οικονομικών πήρε τη σημερινή του μορφή μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακολουθώντας μια πολιτική κατά της αποικιοκρατίας, με αποτέλεσμα πολλά αποικιοκρατικά κράτη να αποκτήσουν ανεξαρτησία και να γίνουν μέλη του ΟΗΕ. Συνεπώς, τα οικονομικά, που ήταν βασισμένα σε ανάπτυξη πόρων από τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, ήταν ξεπερασμένα.

Μεγάλη σημασία δόθηκε στα οικονομικά υποανάπτυκτων χωρών. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να τονίσουμε ότι οι στατιστικές εργασίες εκείνη την περίοδο αποκάλυψαν για πρώτη φορά την εισοδηματική διαφορά ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες.

Τέλος, οι κυβερνήσεις των χωρών της δύσης άρχισαν να ενδιαφέρονται ενεργά για τη λήψη μέτρων προώθησης της ανάπτυξης, εν μέρει λόγω ανταγωνισμού με την σοβιετική ένωση, δημιουργώντας πληθώρα υπερεθνικών οικονομικών οργάνων για την επίτευξη του στόχου αυτού (Παγκόσμια Tράπεζα, ΟΟΣΑ κ.λπ.).

Αρχικά, οι θεωρίες για την ανάπτυξη ήταν στενά συνδεδεμένες με την κεϋνσιανή θεωρία, σύμφωνα με την οποία οι οικονομίες μπορούσαν να βρεθούν σε κατάσταση μαζικής ανεργίας ή υποαπασχόλησης, από την οποία δε θα μπορούσαν να βγουν χωρίς την παροχή βοήθειας. Υπήρχε η πεποίθηση ότι οι υποανάπτυκτες χώρες είχαν παγιδευτεί σε μια παρόμοια κατάσταση και χρειάζονταν βοήθεια για να ξεφύγουν. Η πιο κοινή θεωρία ως προς το γιατί συνέβαινε αυτό, ήταν ότι η ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων χωρών δεν έπρεπε να βασίζεται στη βελτίωση ενός κλάδου παραγωγής, αλλά στο σύνολο της οικονομίας.

Σύμφωνα με τον Rosenstein-Rodan, οικονομικό σύμβουλο τότε της παγκόσμιας τράπεζας, ακόμα κι αν αναπτυσσόταν ο βιομηχανικός κλάδος σε αυτές τις χώρες κάποια στιγμή θα συναντούσε εμπόδια, όπως η έλλειψη ζήτησης για τα προϊόντα του και η έλλειψη ειδικευμένης εργασίας. Ωστόσο, οι εξηγήσεις υπανάπτυξης δεν ήταν όλες αυτού του τύπου.

Ο Raúl Prebisch απέδωσε την αντίθεση μεταξύ πλούσιων και φτωχών χωρών, στη άνιση σχέση ενός πυρήνα βιομηχανικών χωρών που εξήγαγε κυρίως βιομηχανικά προϊόντα και μιας περιφέρειας φτωχών χωρών που βασικά εξήγαγαν προϊόντα πρωτογενή τομέα. Εξαιτίας της μεγάλης διαπραγματευτικής δύναμης που είχαν οι εργάτες των βιομηχανικών χωρών, τα οφέλη της παραγωγικότητας του οδηγούσε σε αύξηση των πραγματικών τους μισθών, ενώ αντίθετα οι εργάτες των υποανάπτυκτων χωρών, δεν μπορούσαν να μεταφράσουν τα οφέλη της παραγωγικότητας τους σε αύξηση των μισθών. Έτσι οι τιμές των προϊόντων τους έπεφταν.

Άλλοι οικονομολόγοι ανέπτυξαν θεωρίες μιας δυαδικής ανάπτυξης.

Ο Lewis έκανε διάκριση μεταξύ ενός σύγχρονου τομέα, οι επιχειρήσεις του οποίου χρησιμοποιούν τεχνολογικά προηγμένες μεθόδους παραγωγής και μεγιστοποιούν τα κέρδη τους, κι ενός παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής, όπου οι οικογενειακές σχέσεις εξασφαλίζουν την απασχόληση όλων στη γη ακόμα και αν αυτοί δε συμβάλλουν στην αύξηση του προϊόντος.

Οι δυαδικές οικονομίες χαρακτηρίζονταν από πλεόνασμα εργατικού δυναμικού. Η οικονομική ανάπτυξη σημαίνει τη διεύρυνση του σύγχρονου τομέα, με την εργασία να μεταφέρεται από τον τομέα με την λιγότερη παραγωγικότητα σε αυτόν που θα ήταν παραγωγική.

Πολλές από τις παραπάνω θεωρίες, αν όχι όλες, δέχτηκαν έντονη κριτική κι αμφισβητήθηκαν. Το κοινό χαρακτηριστικό των παραπάνω θεωριών είναι ότι ήταν δομικές θεωρίες, δηλαδή απέδιδαν το πρόβλημα της υπανάπτυξης είτε στη δομή των ίδιων των οικονομιών είτε σε εκείνη της παγκόσμιας οικονομίας.

Τη δεκαετία του 1970, οι απόψεις αυτές για την ανάπτυξη είχαν χάσει την αίγλη τους. Οι προσπάθειες να σχεδιαστεί η ανάπτυξη μέσω διάφορων πολιτικών δεν απέδωσαν καρπούς. Έγινε σαφές με τον καιρό ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Εξάλλου, ήταν πρόδηλο ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν μείωνε αυτομάτως την φτώχεια.

Αντίθετα, τις περισσότερες φορές συνέβαλε απλώς στην ανάδυση ενός σύγχρονου τομέα που ευημερούσε εν μέσω της ίδιας ή και μεγαλύτερης φτώχειας, ενώ ταυτόχρονα αποτελούσε και ένα είδος ιδεολογικής μετατόπισης από τον σχεδιασμό στην ελεύθερη αγορά. Επιτυχημένα παραδείγματα όπως η Σιγκαπούρη, Ταϊβάν και Κορέα, θεωρήθηκαν ότι οφείλονται στη ελεύθερη αγορά, παρότι είχαν αυταρχικές κυβερνήσεις με έντονες παρεμβάσεις στη βιομηχανία.Συνεπώς, σημειώθηκε σημαντική αλλαγή στον τρόπο αντιμετώπισης της ανάπτυξης τη δεκαετία του 1970.

Οι κεϋνσιανές θεμελιώσεις των θεωριών της ανάπτυξης άρχισαν να υποκαθίστανται με μικροοικονομικές θεωρίες, όπου τον σημαντικότερο ρόλο τον έπαιζαν οι τιμές. Αλλαγές σημειώθηκαν τόσο στα πανεπιστήμια, όσο και στους διεθνείς οργανισμούς. Η Παγκόσμια τράπεζα, μετά τη συμφωνία της Washington, άρχισε να παρέχει δάνεια σε αναπτυσσόμενες χώρες, με στόχο να βελτιώσουν το ελλειμματικό ισοζύγιο πληρωμών τους, χωρίς να εμποδίζουν την ανάπτυξή τους, υπό τον όρο ότι οι χώρες θα υιοθετούσαν συγκεκριμένα μεταρρυθμιστικά δημοσιονομικά μέτρα και θα ενθάρρυναν την απελευθέρωση των αγορών.

Παρ’ όλα αυτά, η υπερχρέωση πολλών αναπτυσσόμενων χωρών χειροτέρεψε την οικονομική τους κατάσταση, με αποτέλεσμα να υπάρξει μεγάλη αμφισβήτηση ως προς το έργο της παγκόσμιας τράπεζας. Αυτό έφερε και μια στασιμότητα στον συγκεκριμένο κλάδο των οικονομικών, ο οποίος από τότε είδε μια μικρή άνθιση κατά την προσπάθεια μετάβασης της διαλυμένης σοβιετικής ένωσης, χωρίς όμως να αποτελεί αυτό μια αξιοσημείωτη προσπάθεια ανάκαμψης. Κοινή ήταν η πεποίθηση ότι η οικονομία της αγοράς, μακροχρόνια θα βελτίωνε το βιοτικό επίπεδο, αλλά βραχυχρόνια θα προκαλούσε υψηλή ανεργία και τεράστιες εισοδηματικές διαφορές.

Τα οικονομικά της ανάπτυξης έχουν μια δική τους θέση στην ιστορία της οικονομικής επιστήμης, μία θέση που μεταβαλλόταν και μεταβάλλεται ανάλογα με τις πολιτικές ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής. Ωστόσο, η σημασία του κλάδου είναι μεγάλη αφού αντιπροσωπεύει την προσπάθεια της ακαδημαϊκής ελίτ να στρέψει το ενδιαφέρον της στην αναζήτηση λύσεων και την ανάλυση των ανισοτήτων ανάμεσα στις χώρες. Ένα ερώτημα που θα είναι πάντα επίκαιρο, ωστόσο δεν έχει ακόμα απαντήσει η οικονομική επιστήμη.

Google+ Linkedin