Social media : Χρυσωρυχείο κερδών και «ψηφιακών δεδομένων»

Social media : Χρυσωρυχείο κερδών και «ψηφιακών δεδομένων»

Λιγότερο από δέκα χρόνια πριν, η τεράστια διάδοση των «έξυπνων» κινητών τηλεφώνων συμπαρέσυρε την ανάπτυξη και τη χρήση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (social media). Για πάρα πολλούς και κυρίως για τους νέους, η δωρεάν χρήση τους και οι νέες δυνατότητες που «ανοίγονταν» στην επικοινωνία, δεν κινούσαν υποψίες για οτιδήποτε αρνητικό.

Σήμερα, όμως, είμαστε περισσότερο ενημερωμένοι και καλύτερα «καταρτισμένοι» για όσα κρύβονται πίσω απ’ αυτόν τον «σύγχρονο τρόπο επικοινωνίας και κοινωνικοποίησης», που αγκαλιάζει δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο.

Έχουμε καλύτερη γνώση των μεγάλων συμφερόντων και των τεράστιων κερδών που κρύβονται πίσω από την «μπίζνα» με τα social media, τα οποία είναι ιδιοκτησία μονοπωλιακών ομίλων, με ισχυρό ρόλο στην οικονομία και στην πολιτική.

Είμαστε σε θέση να ξέρουμε περισσότερα για τους κινδύνους από τη χρήση τους, τις σκοπιμότητες πίσω από την οργανωμένη παρέμβαση επιχειρήσεων, υπηρεσιών, ακόμα και κρατών μέσα από τα social media.

Κι αν πριν από μερικά χρόνια απασχολούσε κυρίως το ζήτημα του «εθισμού», σήμερα ένας νέος, η οικογένεια, οι φίλοι του έχουν πολύ περισσότερους λόγους να βλέπουν «με μισό μάτι» την εφαρμογή αυτή της τεχνολογίας, που υπό άλλες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες θα μπορούσε να στηρίξει ουσιαστικά την ικανοποίηση των σύγχρονων  αναγκών.

Αστρονομικά κέρδη για τα μονοπώλια

Κάθε λεπτό που ο χρήστης χρησιμοποιεί τα social media, ισούται με περισσότερα κέρδη για τους επιχειρηματικούς ομίλους των νέων τεχνολογιών, που τα τελευταία χρόνια έχουν φτάσει σε αστρονομικά επίπεδα. Το 2019, η «Amazon» κατέγραψε έσοδα 280 δισ. δολαρίων, η «Apple» 260 δισ., η «Google» 160 δισ., ενώ η «Facebook» 70 δισ. Η αξία των τριών πρώτων αποτιμάται σε πάνω από 1 τρισ. δολάρια, ενώ της «Facebook», τον περασμένο Αύγουστο, ήταν στα 720 δισ. δολάρια.

Τον Ιούλη του 2020, το «Facebook» είχε 2,6 δισ. ενεργούς χρήστες σε όλο τον κόσμο, ενώ το «Instagram», που ανήκει επίσης στον ίδιο όμιλο, 1 δισ., 200 εκατομμύρια παραπάνω από το κινεζικό «TikTok». Στην Ελλάδα, τον Σεπτέμβρη του 2020 υπήρχαν 6,4 εκατ. χρήστες του «Facebook» και 3,7 εκατ. χρήστες του «Instagram». Και στις δύο πλατφόρμες, περίπου το 1/3 των χρηστών είναι νέοι, ηλικίας 25 έως 34 ετών.

Οι χρήστες αυτοί δαπάνησαν την περασμένη χρονιά σε παγκόσμιο επίπεδο 144 λεπτά καθημερινά στα social media, ενώ σύμφωνα με την εφαρμογή «Moment» που καταγράφει τον χρόνο που ο χρήστης χρησιμοποιεί το «έξυπνο» κινητό του τηλέφωνο, οι 4,8 εκατ. χρήστες της δαπάνησαν το 2018 κατά μέσο όρο στα κινητά τους σχεδόν 4 ώρες τη μέρα.

Είναι πλέον γνωστό πως ο χρόνος αυτός μετατρέπεται σε κέρδος για τα μονοπώλια μέσω των διαφημίσεων. Τα ετήσια έσοδα από διαφημίσεις του «Instagram» ανέρχονται σε 13,8 δισ. το 2020, ποσό που διπλασιάστηκε μέσα σε δύο χρόνια, ενώ το 2019, το 98% των παγκόσμιων εσόδων του «Facebook» προήλθε από διαφημίσεις, δηλαδή 69,7 δισ. δολάρια, ποσό που αποτέλεσε νέο ρεκόρ για την εταιρεία και μια σημαντική αύξηση σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι τα έσοδα του «Facebook» ανά χρήστη ανήλθαν σε 13,21 δολάρια κατά μέσο όρο το 2019 από 1,6 το 2011.

Η χειραγώγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς

Όσο περισσότερο χρόνο ξοδεύει κανείς σε μια ψηφιακή πλατφόρμα όπως το «Facebook», ή χρησιμοποιώντας ένα «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο, τόσο περισσότερες είναι οι ευκαιρίες για να του προβληθούν διαφημίσεις. Δεν πρόκειται όμως για μια απλή μεταφορά των …διαφημιστικών πινακίδων στον ψηφιακό κόσμο. Οι διαφημίσεις στα social media είναι «στοχευμένες».

Οι πλατφόρμες αυτές αποτελούν «ορυχεία» πληροφοριών των χρηστών τους, συλλέγοντας ασύλληπτες ποσότητες δεδομένων. Με εργαλείο τη «μηχανική εκμάθηση», δηλαδή την κατασκευή αλγορίθμων που μπορούν να μαθαίνουν από τα δεδομένα και να κάνουν προβλέψεις σχετικά με αυτά, οι επιχειρηματικοί όμιλοι των νέων τεχνολογιών αξιοποιούν όλες τις πληροφορίες που συλλέγουν ή παρέχει αυτοβούλως ο χρήστης για τις προτιμήσεις του, τις επαφές του, τα ενδιαφέροντα και την προσωπικότητά του, και μετατρέπουν την ανθρώπινη δραστηριότητα σε δεδομένα. Αυτή κατηγοριοποιείται, ποσοτικοποιείται, επεξεργάζεται και μετατρέπεται σε αντικείμενο πρόβλεψης και πώλησης.

Το κύριο «προϊόν» των εταιρειών που κατέχουν πλατφόρμες, όπως το «Facebook» ή το «Twitter», δεν είναι η πώληση των δεδομένων που συλλέγουν από τη δραστηριότητα των χρηστών στο διαδίκτυο (και που αγοράζουν από άλλες εταιρείες για τη δραστηριότητά τους εκτός διαδικτύου).

Οι εταιρείες αυτές βγάζουν τεράστια κέρδη «πουλώντας» τις αναλύσεις και τις προβλέψεις τους για τη συμπεριφορά του κάθε χρήστη, αλλά και την ικανότητά τους να την επηρεάζουν, πράγμα που δεν περιορίζεται μονάχα στην καταναλωτική συμπεριφορά, όπως αποκαλύφθηκε και με το μνημειώδες σκάνδαλο της «Cambridge Analytica», αλλά και σε πολιτικές πεποιθήσεις, καθημερινές συνήθειες, διαπροσωπικές σχέσεις κ.τ.λ.

Αυτό γίνεται δυνατό χάρη στις νέες τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν πλέον στην ψηφιοποίηση, συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων. Όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή της η Σοσάνα Ζούμποφ, ομότιμη καθηγήτρια του Harvard Business School, «το 1986, μόλις το 1% της πληροφορίας αποθηκευόταν ψηφιακά. Περίπου 15 χρόνια αργότερα, το 2000, το ποσοστό είχε ανέλθει στο 25%. Στη συνέχεια, η αύξηση του ποσοστού της πληροφορίας που αποθηκεύεται ψηφιακά εμφανίζει καλπάζοντα ρυθμό: Ξεπερνά το 50% μόλις δύο χρόνια αργότερα, το 2002, και το 2007 φτάνει στο 97%».

Η αύξηση δεν έχει να κάνει μονάχα με τα ποσοστά. Στον σύγχρονο κόσμο, όπου περίπου τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτουν «έξυπνο» κινητό τηλέφωνο, η «Google» επεξεργάζεται περισσότερες από 63.000 αναζητήσεις κάθε δευτερόλεπτο ή 5,5 δισ. τη μέρα. Η δραστηριότητα του 1,5 δισ. χρηστών του «Facebook» καθημερινά παράγει το ίδιο διάστημα περίπου 4 χιλιάδες Terabytes δεδομένων.

Ένα σκαλοπάτι πάνω η επαγρύπνηση

Τα νούμερα ζαλίζουν. Είναι μάλιστα τέτοια η δύναμη αυτών των μέσων και των μονοπωλίων που τα διαχειρίζονται, που τους δίνει δίκαια μια εξέχουσα θέση στους ανταγωνισμούς ανάμεσα στα  διεθνή κέντρα αποφάσεων, λόγω της δυνατότητας που προσφέρουν σε υπηρεσίες, κυβερνήσεις και κράτη να αποσπούν χωρίς ιδιαίτερο κόπο «προσωπικά δεδομένα» και πληροφορίες που κανένας σύγχρονος «κατάσκοπος» δεν θα μπορούσε να τους παρέχει σε τόσο μαζική κλίμακα και σε τόσο μικρό χρόνο.

Η κόντρα για το κινεζικό «TikTok», που η κυβέρνηση των ΗΠΑ έβαλε θέμα απαγόρευσης της λειτουργίας του, αν τα δικαιώματα για τη χρήση της εφαρμογής στην Αμερική δεν εξαγοράζονταν από κάποιο εγχώριο μονοπώλιο, είναι ενδεικτική. Σύμφωνα με τις ΗΠΑ, «υπάρχουν αξιόπιστες αποδείξεις ότι η “ByteDance” (σ.σ. ιδιοκτήτρια της εφαρμογής) μπορεί να λάβει μέτρα που απειλούν να βλάψουν την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών».

Είναι φανερό από τα παραπάνω ότι το παιχνίδι που παίζεται γύρω από τα social media είναι πολύ μεγάλο, με οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές «ουρές», που πρέπει να προβληματίσουν και να μας κάνουν πιο υποψιασμένους .

Η ανάγκη για επαγρύπνηση μεγαλώνει, όσο το «χάρισμα» της τεχνολογίας βρίσκεται στα χέρια μιας χούφτας μονοπωλιακών ομίλων, που τη χρησιμοποιεί για τα κέρδη και τα συμφέροντά της.

Google+ Linkedin