Σαν σήμερα το 1928 πεθαίνει ο Κώστας Καρυωτάκης

Σαν σήμερα το 1928 πεθαίνει ο Κώστας Καρυωτάκης

Αν και χαρτογιακάς, αρνήθηκε να γράψει ποιήματα που θα λογοδοτούσαν στο ξεχαρβάλωμα της δημόσιας ζωής. Με δύο λόγια, αρνήθηκε να γίνει εθνικός ποιητής. Ανέλαβε την πολιτική ευθύνη μόνο της σφαίρας που φύτευσε στην καρδιά του ― δηλαδή του περίλυπου σαρκασμού των στίχων του. [Μισέλ Φάις, Ελληνική αυπνία, 2004, σ. 65]

Μια σύντομη ζωή σε συνεχή κίνηση ήταν αυτή του Καρυωτάκη.

Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896 και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από το χωριό Συκιά του Δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μία αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.

Αυτοπροσωπογραφία δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του 1923.

Λόγω της εργασίας τού πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Το 1917 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών με λίαν καλώς. Στην αρχή επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον Ελληνικό Στρατό για λόγους υγείας, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την κρατική γραφειοκρατία, εξού και οι πολλές μεταθέσεις του.

Μίσθια δουλειά, σωροί χαρτιών, έγνοιες μικρές, και λύπες άθλιες, με περιμένανε σήμερα καθώς πάντα.
Μόνο είδα, φεύγοντας πρωί, στην πόρτα μου τολύπες τα ρόδα, και γυρίζοντας έκοψα μια γιρλάντα.(«Μίσθια Δουλειά», Ελεγείες και Σάτιρες, 1927)

Η πρώτη ποιητική συλλογή του«Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων»  δημοσιεύτηκε το Φεβρουάριο του 1919, χωρίς ιδιαίτερα θετική υποδοχή. Προμετωπίδα ήταν οι παρακάτω στίχοι:

Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει…

Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921 και, πέρα από τρεις ποιητικές ενότητες (Πληγωμένοι Θεοί, Η σκιά των ωρών, Νοσταλγικά), περιλάμβανε και μια ενότητα με μεταφράσεις, όπως ένα ποίημα του Heinrich Heine, με τον οποίο θα καταπιαστεί και στην επόμενη συλλογή του, που επίσης θα συμπεριλαμβάνει μεταφράσεις. Χαρακτηριστικά στοιχεία της συλλογής, όπως έχουν κωδικοποιηθεί από τη μέχρι σήμερα κριτική παράδοση, είναι η μετρική ποικιλία και μια ορισμένη μποντλερική μελαγχολία καθώς και ένας υψηλός βαθμός ποιητικής αυτοσυνειδησίας.

Το 1922, ο Καρυωτάκης είναι ήδη καταξιωμένος στο μικρό πνευματικό κύκλο της πρωτεύουσας.

Λίγο αργότερα θα συνδεθεί συναισθηματικά με την επίσης ποιήτρια και συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών, Μαρία Πολυδούρη, στην οποία θα αφιερώσει ένα ποίημα από την επόμενη συλλογή του:

[Ένα σπιτάκι απόμερο…]

Μ.Π.

Ένα σπιτάκι απόμερο, στο δείλι, στον ελαιώνα,
μια καμαρούλα φτωχική, μια βαθειά πολυθρόνα,
μια κόρη που στοχαστικά τον ουρανό κοιτάει,
ω, μια ζωή που χάνεται και με τον ήλιο πάει!

Η τελευταία αυτή συλλογή εκδίδεται το Δεκέμβριο του 1927 με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.

Στις 21 Ιουλίου του 1928 ο Καρυωτάκης θα βάλει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα στην καρδιά. Την προηγούμενη μέρα είχε προσπαθήσει να πνιγεί στο Μονολίθι της Πρέβεζας χωρίς επιτυχία καθώς γνώριζε καλό κολύμπι. Οι λόγοι της αυτοκτονίας δεν είναι ξεκάθαροι: η απόγνωση από τις δυσμενείς μεταθέσεις, η ασθένεια της σύφιλης, κάτι άλλο; Στην τσέπη του βρέθηκε σημείωμα, που κατέληγε με το εξής υστερόγραφο:

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Κ.Γ.Κ.

Ο Καρυωτάκης νεκρός. Φωτογραφία της Χωροφυλακής. Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928

Ο Καρυωτάκης με τα μάτια άλλων

Στην πρώτη του ποιητική συλλογή ο Γιάννης Ρίτσος ξεκινούσε έναν μεταθανάτιο διάλογο γύρω από τους «ανάξιους ποιητές» που παρελαύνουν στην καρυωτακική ποίηση:

«Ποιητές»

Στον Κώστα ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Ω, δε χωρεί καμιά αμφισβήτηση, ποιητές

είμαστ’ εμείς με κυματίζουσα την κόμη

―έμβλημ’ αρχαίο καλλιτεχνών― και χτυπητές

μάθαμε φράσεις ν’ αραδιάζουμε κι ακόμη,

μια ευαισθησία μάς συνοδεύει υστερική,

που μας πικραίνει ένα χλωμό, σβησμένο φύλλο,

μακριά ένα σύννεφο μαβί. Χιμαιρική

τη ζωή μας λέμε και δεν έχουμ’ ένα φίλο.

Μένουμε πάντα σιωπηλοί και μοναχοί,

όμως περήφανα στα βάθη μας κρατούμε

το μυστικό μας θησαυρό, κι όταν ηχεί

η βραδινή καμπάνα ανήσυχα σκιρτούμε.

Θεωρούμε ανίδεους, ανάξιους κι ευτελείς

γύρω μας όλους, κι απαξιούμε μια ματιά μας

σ’ αυτούς να ρίξουμε, κι η νέα ξανά σελίς

τον θρήνο δέχεται του ανούσιου ερωτά μας.

Αναμασάμε κάθε μέρα τα παλιά

χιλιοειπωμένα αισθήματά μας· εξηγούμε

το τάλαντό μας: «κελαηδούμε σαν πουλια»·

την ασχολία μας τόσ’ ωραία δικαιολογούμε.

Για μας ο κόσμος όλος μόνο είμαστ’ εμείς,

και τυλιγόμστε, μανδύα μας, έναν τοίχο.

Μ’ έπαρση εκφράζουμε τα πάθη της στιγμής

σ’ έναν ―με δίχως χασμωδίες― μουσικό στίχο.

Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν κι αν δυστυχούν,

κι αν τους λυγίζει, αν τους φλογίζει η αδικία,

― ω, τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν

τους αστρικούς μας στοχασμούς, είναι βλακεία.

Γ. Ρίτσος, από τη συλλογή Τρακτέρ (1934).

Για να κλείσουμε αυτό το σύντομο  σημείωμα, ας δούμε τον Καρυωτάκη με τη ματιά ενός ακόμα ποιητή: ο Ανδρέας Εμπειρίκος το 1964 θα του αφιερώσει ένα εκτενές πεζό ποίημα (“Όταν οι ευκάλυπτοι θροΐζουν στις αλέες”), που κλείνει ως εξής:

Μη πείτε λοιπόν ποτέ λόγον κακόν διά τον νέον αυτόν που εις την Πρέβεζαν εχάθη. Ήτο σπουδαίος ποιητής, που από τρίχα μόλις θα έψαλλε τους οργασμούς της γης και όλους τους έρωτας των άστρων, αν Μοίρα σκληρή δεν έστεφε το μέτωπόν του με βαθυπράσινον κισσόν που εκόπη από τάφους, μα που και έτσι ακόμη είναι κισσός, φυτό σπαρμένο απ’ τους θεούς, όπως και η δάφνη.

Μη τον ξεχνάτε λοιπόν τον νέον αυτόν, το κάθετον τούτο λάβαρον της θλίψεως και του θανάτου, τον νέον αυτόν που εις τας ακτάς του Αμβρακικού απέπτη, τον άσπρον άγγελον με τα κατάμαυρα πτερά μη τον ξεχνάτε, και, ακόμη, να τον αγαπάτε. Ήτο μεγάλος ποιητής ο νέος αυτός και ευγενής. Το λέγω και θα το ξαναπώ πολλάκις ― είναι μεγάλος ποιητής ο Κώστας Καρυωτάκης.

Αθήνα, 9.12.1964

Google+ Linkedin