Ο ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ

Ο ΠΟΛΥΒΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΓΡΑΦΕΙ  ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΑΤΟ ΚΑΙ ΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟ

*του Αντώνη Παπαϊωάννου

Κι εκεί που λες ότι τα έχεις δει όλα και δεν περιμένεις τίποτα να σε εκπλήξει, βλέπεις τη φωτογραφία των κυνηγών των Ανεμογεννητριών με ένα πανό να γράφει: «στα βουνά των ανταρτών δεν χωράνε τα κέρδη των επενδυτών» και λες έχει κι άλλα για μετά.
Κι εκεί που λες ότι τα έχεις δει όλα επίσης, διαβάζεις δήλωση του Κουτσούμπα πως η κρίση του τουρισμού βλάπτει την εγχώρια καπιταλιστική οικονομία και αρχίζεις να αναρωτιέσαι πότε ο σύντροφος Μήτσος άρχισε να ανησυχεί για την εγχώρια καπιταλιστική οικονομία.
Κι εκεί  που λες ότι τα έχεις δει όλα, ακούς ότι στο Σύριζα έναν Καλογρίτσα τους δεν τον έχουν ακουστά, όπως δεν γνωρίζουν κι έναν Αλέξανδρο Σβώλο που σύμφωνα με τα λεγόμενα Συριζαίας βουλευτού πρόκειται για υποστηρικτή της Δεξιάς (Πιθανώς να φαντάζεται η κυρία πως παίζει να είναι και κουμπάρος του Θεοδωρικάκου ή του Μπογδάνου).
Κι εκεί που λες ως παραδοσιακά αριστερός άνθρωπος τι να υποστηρίξεις και τι να αποκηρύξεις κι εκεί που λες ως προοδευτικός, θέλεις να πιστεύεις, άνθρωπος πως αναζητάς την έφοδο προς το μέλλον, ανακαλύπτεις πως η έφοδος στο παρελθόν μπορεί να είναι η σωτηρία της ηρεμίας σου, Παρασκευή μεσημέρι, με όσα απογοητευτικά συμβαίνουν γύρω σου.
Για αυτό ανασύρω και σήμερα από τις καβάντζες ένα κείμενο – ρεπορτάζ του γνωστού συγγραφέα Πολύβιου Δημητρακόπουλου, που ως ανταποκριτής της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ το 1897, επισκέφτηκε το Κιάτο και το Ξυλόκαστρο για να κάνει έρευνα σχετικά με την παρακράτηση της σταφίδας.
Ο νόμος για την παρακράτηση της σταφίδας ψηφίστηκε το 1895, εποχή κρίσης για το προϊόν, (απλήρωτα δάνεια, διακοπή εισαγωγών της Γαλλίας, μονοκαλλιέργεια) που έμεινε γνωστή ως το «σταφιδικόν ζήτημα».
Ο συγκεκριμένος νόμος προέβλεπε: διαλογή της ποιότητας, εξαγωγή μόνο της καλής ποιότητας και παρακράτηση ποσοτήτων ώστε να διατεθούν στην οινοποιία. Όμως οι αποθηκάριοι που είχαν επιφορτιστεί με τη φύλαξη της παρακρατηθείσας ποσότητας πουλούσαν τη σταφίδα αυτή σε υψηλές τιμές, αποκομίζοντας υψηλά κέρδη, υψηλότερα από τα πρόστιμα που του επιβάλλονταν, κατακλέβοντας με αυτόν τον τρόπο τους σταφιδοπαραγωγούς. Το γεγονός αυτό είχε δημιουργήσει συζητήσεις και αντεγκλήσεις που δικαιολογούσαν την απόφαση να αφιερώσει ένα εκτενές ρεπορτάζ το ΕΜΠΡΟΣ  για το θέμα.

Διαβάζουμε κάποια αποσπάσματα:

ΑΠΟ ΤΟ ΚΙΑΤΟΝ
Οι χωρικοί παρακρατητικοί
Τα τρόπαια των αποθηκαρίων

Κωμόπολις με 1500 κατοίκους τους πλείστους σταφιδοκτήμονας.
Οικίαι εσκορπισμέναι μέσω σταφιδαμπέλων, δια των μικρών πρασιών των οποίων διερχόμενος δεν παραλείπω να ρίψω εν βλέμμα φθόνου επί του νωπού καρπού, του ημιπρασίνου και του ημιμαύρου εξ ίσου, δια τον οποίον καταναλίσκεται τόσο χαρτί και τόση μελάνη, γίνονται τόσαι συζητήσεις, ανταλλάσσονται τόσαι σκέψεις, ασχολείται η Αγγλία, η Γαλλία, η Γερμανία, ο οποίος περιοδεύει όλον τον κόσμον, δια τον οποίον περιοδεύω κι εγώ…
Από τον σταθμόν ακόμη του σιδηροδρόμου κάθημαι εις την τράπεζαν δύο χωρικών, εγγύς των οποίων κάθηται μια γυνή υπερπεντηκοντούτις και χονδρή, αυτόχρημα ανδρογυναίκα. Θέλω να μάθω ήδη τι φρονούν κι αυτοί οι μικροκτηματίαι, οι καλλιεργούντες την σταφίδαν δια των ιδίων χειρών των και αισθανόμενοι ούτω κάποιον φίλτρον προς αυτήν.
Και ερωτώ κάποιον:
-Πώς την ευρήκατε την παρακράτησιν την περυσινήν, την θέλετε και φέτος;
Απομόναχη να είναι και να μην την ξαναδούμε, ανακράζουν και οι τρεις εν χορώ
– Ώστε ηρώτησα, νομίζετε ότι είναι καλύτερα να μην ψηφιστεί η παρακράτησις και εφέτος;
– Τι να την κάνομεν; Για να βλέπομε να μας κλέφτουν οι αποθηκάριοι και οι έμποροι; Για να βλέπω το πραγματάκι μου που έχει περάσει από το χέρι μου σπυρί σπυρί να το πουλεί ο αποθηκάριος και να ρίχνει στην αποθήκη φουσκί; Μπα, κάλλιο να λείπει η παρακράτησις και το καλόν της
– Ώστε μόνον για αυτό δεν την θέλετε την παρακράτησιν;
–  Και λίγον το χεις η ευγενεία σου αυτό; Ανέκραξε η γραία  (σ.σ. Εκείνη την εποχή η υπερπεντηκοντούτις εθεωρείτο γριά). Ξέρεις τι τραβούμε ημείς ώστε να το φέρομεν το πράγμα σε θέση να πουληθεί;

Τα παρακρατητικά τρόπαια των αποθηκαρίων δεν τους αφήνουν πλέον τους δυστυχείς χωρικούς να κοιμούνται και προτιμούν χιλιάκις να ζημιώνονται δια της υποτιμήσεων του καρπού, παρά να βλέπουσι το προϊόν των αμπέλων και του κόπου των κλεπτόμενον και πωλούμενον… εις μεγίστας τιμάς

Οδηγούμενος από τον αναλαβόντα ευγενώς να με ξεναγήσει κ.  Χαράλ. Κανελλόπουλο, παραθερίζοντα εν Κιάτω κατέρχομαι εις το χωρίον και διεισδύω εις την αγοράν.
Κάθομαι εις το καφενείον και ακούω. Αι συζητήσεις δίνουν και παίρνουν.

Εάν η σταφίδα δεν υπερβεί τα 300 εκατομμύρια, μου λέγει ο κύριος Κανελλόπουλος, φρονώ ότι η παρακράτησις δύναται να βλάψει μάλλον παρά να ωφελήσει. Διότι θα υπερτιμηθεί πολύ ο καρπός, η δε Γερμανία η οποία τον μεταχειρίζεται δια σταφιδίτην οίνον, μη δυναμένη να υπερτιμήσει τον οίνον, θα ελαττώσει την εισαγωγήν του καρπού και βαθμηδόν θα την καταργ΄λησεις εντελώς

…….

Κατά τα λοιπά η κωμόπολις είναι πάντοτε κέντρον εμπορίου, διάγει ησύχως και εν σχετική ευτυχία. Ανεκτικοί και υπομονετικοί άνθρωποι αναμένουσιν μετά καρτερίας την ώραν καθ ην θα δυνηθούν να έρθουν εις συνάφειαν και δοσοληψίας, έστω και με τους απαισίους αποθηκαρίους.
Τουλάχιστον κάτι θα μείνει.

ΑΠΟ ΤΟ ΞΥΛΟΚΑΣΤΡΟΝ

Αποχαιρετώ τον καλόν μου ξεναγόν κ. Κανελλόπουλον εισέρχομαι εις τοπικήν αμαξοστοιχίαν και φτάνω κατόπιν προσεγγίσεως εις τρεις και τέσσαρας σταθμούς εις το Ξυλόκαστρον
Η τοπική αύτη αμαξοστοιχία είναι ευεργετικοτάτη, προσφέρει δε η Εταιρία του Σιδηροδρόμου ανυπολόγιστον ωφέλειαν εις την επαρχίαν της Κορινθίας, διότι δια της προσεγγίσεώς της εις όλους τους μικρούς σταθμούς, διευκολύνει την μεταξύ των χωρίων συγκοινωνίας με τιμάς εισιτηρίων ευτελεστάτας.
Κατέρχομαι από τον σταθμόν του Σιδηροδρόμου μόνος και βαδίζω προς την κώμην 5 λεπτά απέχουσα της οποίας αι μικραί, αλλά καθαρωτάτου εξωτερικού οικίαι συνδέονται μεταξύ των δια κήπων γεμάτων με δένδρα υψηλά και καταπράσινα, τέρποντα και καθηδύνοντα την όρασιν.
Εάν η κωμόπολις αύτη είχε και οδούς καθαράς και ομαλάς και αν εφωτίζοντο προ πάντων αι οδοί αύται κατά την νύχτα δι’ ολίγων φανών, δεν επεκράτει δε έρεβος επ’ αυτών, θα μπορούσε τις να είπει ότι εισέρχεται εις μίαν αυτόχρημα εδέμ.
Αλλά δυστυχώς τίποτα δεν είναι τέλειον εις αυτόν τον κόσμον και προπάντων οι Δήμαρχοι.
Ακολουθώ εξ ενστίκτου και άνευ οδηγού την προς την αγοράν άγουσαν, στρέφω δεξιά, επαναστρέφω αριστερά, προχωρώ, διέρχομαι λαβύρινθον παρόδων και καταλήγω εις μικράν πλατείαν, οριζομένην προς δυσμάς υπό καφενείου, ούτινος τα καθίσματα έχουσι κατακτήσει ευάριθμοι κύριοι, καθόλας δε τας λοιπάς διευθύνσεις οριζομένην υπό οικιών κατά το μάλλον και το ήττον πεπαλαιωμένων, μεταξύ μιας των οποίων και ενός χαλάσματος, διαφαίνεται προς βορράν κυανή λωρίς γαληνιαίας θαλάσσης λειχούσης ελαφρώς την εικοσάδα μόλις βημάτων απέχουσαν παραλίαν

Ανμιγνύομαι μετά των εντοπίων και γνωρίζομαι πρώτον με τον κ. Σπύρ. Κάσσιον, όστις αναλαμβάνει ευγενώς την δαψιλή τροφοδοσίαν και φιλοξενίαν μου παρά τη αξιοτίμω οικογένειά του – σώζων με από άφευκτον πείναν και διανυκτέρευσιν εις το ύπαιθρον, λόγω παντελούς ελλείψεως εστιατορίου και ξενοδοχείου

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο το άρθρο στον σύνδεσμο: ΕΔΩ

Google+ Linkedin