Κλιματική αλλαγή και ελαιοκαλλιέργεια

Κλιματική αλλαγή και ελαιοκαλλιέργεια

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ  ΑΛΛΑΓΗ  ΚΑΙ  ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ

                    ( Α΄  ΜΕΡΟΣ )

Η ελιά είναι ένα από τα πιο αρχαία φυτικά είδη του πλανήτη και καλλιεργείται κυρίως στην περιοχή της Μεσογείου, στην οποία παράγεται περίπου το 90% των προϊόντων ελιάς τα οποία καταναλώνονται παγκοσμίως και κατέχει σχεδόν το 80% των εξαγωγών της αγοράς για αυτά τα προϊόντα. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ελαιώνων παγκοσμίως καλλιεργείται στην λεκάνη της Μεσογείου κυρίως λόγω των άριστων εδαφοκλιματικών συνθηκών που επικρατούν στην περιοχή οι οποίες και ευνοούν την ανάπτυξη του υποτροπικού είδους της ελιάς. Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το 2017 η περιοχή που καταλαμβάνει η καλλιέργεια της ελιάς εντός του χώρου της Ευρωζώνης ήταν 4,6 εκατομμύρια εκτάρια. Από αυτά το 55% καταλαμβάνει η Ισπανία, το 23% η Ιταλία, το 15% η Ελλάδα, το 7% η Πορτογαλία και οι Γαλλία, Κροατία, Κύπρος και Σλοβενία μοιράζονται 1%. 

Η Ελλάδα, προς το παρόν, κατέχει μία από τις πρώτες θέσεις τόσο στην παραγωγή όσο και στην κατανάλωση ελαιόλαδου και βρώσιμων ελιών, καθώς είναι η τρίτη παραγωγός χώρα μετά την Ισπανία και την Ιταλία, όσον αφορά το ελαιόλαδο και δεύτερη παραγωγός χώρα όσον αφορά τις επιτραπέζιες ελιές. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο Ελαιόλαδου, την περίοδο 2017/2018 η παραγωγή ελαιόλαδου ήταν 2.949.000 τόνοι, με τους 2.219.000 τόνους να παράγονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντίστοιχα, η παραγωγή βρώσιμης ελιάς παγκοσμίως ήταν 2.616.000 τόνοι, με 865.000 τόνους να παράγονται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξαγωγές ελαιόλαδου, την ίδια περίοδο έφτασαν τους 796.000 τόνους παγκοσμίως, με 573.000 τόνους να προέρχονται από την Ε.Ε. Οι εξαγωγές βρώσιμης ελιάς έφτασαν τους 605.000 τόνους, με την Ε.Ε. να εξάγει 292.000 από αυτούς.  Η Ελλάδα την περίοδο 2017/2018 παρήγαγε 346.000 τόνους ελαιόλαδου και 261.000 τόνους βρώσιμης ελιάς. Από τους παραπάνω τόνους, 18.600 τόνοι ελαιόλαδου χρησιμοποιήθηκαν για εξαγωγή, ενώ για βρώσιμη ελιά 77.000 τόνοι.  Στην χώρα μας η καλλιέργεια της ελιάς καλύπτει ένα σημαντικό ποσοστό των δενδρωδών καλλιεργειών, γεγονός το οποίο την κάνει ιδιαίτερα σημαντική, αφού συμμετέχει σημαντικά στο Α.Ε.Π. της χώρας και προσφέρει ικανοποιητικό εισόδημα σχεδόν στο 1/3 του αγροτικού πληθυσμού της χώρας.

Η κλιματική αλλαγή είναι αναμφισβήτητα το πιο μεγάλο περιβαλλοντικό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα ο κόσμος , η οποία θα επηρεάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την παραγωγή τροφίμων και αγροτικών προϊόντων παγκοσμίως. Η αύξηση της θερμοκρασίας του κλίματος θα έχει ορισμένες σημαντικές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα , στην άγρια πανίδα , στις αλυσίδες τροφίμων και κατά συνέπεια στην ανθρώπινη ζωή. H αλλαγή του κλίματος μεταβάλλει τόσο τις μέσες όσο και τις ακραίες θερμοκρασίες καθώς και τη βροχόπτωση που με τη σειρά τους θα επηρεάσουν τις αποδόσεις των καλλιεργειών, τις ποικιλίες των ζιζανίων, τα είδη των εχθρών, την εισαγωγή και τη διάρκεια της παραγωγικής περιόδου. 

Σημαντικά θα επηρεαστούν και θα μεταβληθούν οι παραδοσιακές περιοχές παραγωγής ελαιόλαδου, συγκεκριμένα η λεκάνη της μεσογείου. Υπάρχουν αναφορές, όπου βασικές περιοχές παραγωγής ελαιόλαδου της Ισπανίας (Καταλονία) μπορούν να καταστούν μη βιώσιμες μέσα σε 20 χρόνια λόγω των αυξανόμενων θερμοκρασιών και της έλλειψης νερού. Oι ακραίες θερμοκρασίες ενέχουν κινδύνους για την παραγωγή των ελαιόδεντρων. Η ζώνη της Μεσογείου , όπου παράγεται σχεδόν το 90% του παγκόσμιου ελαιόλαδου , αναμένεται να εκτίθεται σε μεγαλύτερες θερμοκρασίες στο μέλλον λόγω των παγκόσμιων αλλαγών του κλίματος, οι οποίες θα προκαλέσουν δυσμενείς συνθήκες ανάπτυξης και θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην παραγωγή και την ποιότητα του ελαιόλαδου. Σύμφωνα με αποτελέσματα διαφόρων μελετών η κλιματική αλλαγή έχει ήδη προκαλέσει επιπτώσεις στην ελαιοκαλλιέργεια και στην ποιότητα της επιτραπέζιας ελιάς και του ελαιόλαδου.  Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η περίοδος άνθησης των ελαιόδεντρων εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ετήσιες θερμοκρασίες της Άνοιξης , οι οποίες αυξάνονται σταθερά με την πάροδο του χρόνου. Μία από τις αναμενόμενες συνέπειες του κλίματος θα είναι η αύξηση των ελάχιστων θερμοκρασιών , ιδιαίτερα το χειμώνα και τις αρχές της άνοιξης. Η μεταβλητότητα στις ώρες ψύξης είναι πολύ σημαντικές για τη συνολική ζωηρότητα των ελαιόδεντρων καθώς και για τη διαφοροποίηση των οφθαλμών πρέπει να επιδράσουν συγκεκριμένες ώρες ψύχους. Η απόκτηση υψηλής ποιότητας προϊόντων απαιτεί πολλούς διαφορετικούς παράγοντες οι οποίοι λειτουργούν συνδυαστικά, όπως η ποικιλία, το κατάλληλο μικροκλίμα, οι κατάλληλες καλλιεργητικές τεχνικές κ.α.  Επίσης η μορφολογία του εδάφους και τα επίπεδα υγρασίας της περιοχής παίζουν σημαντικό ρόλο.

Άμεσο ζήτημα είναι και οι βροχοπτώσεις που επηρεάζονται από την κλιματική αλλαγή.  Λιγότερες βροχοπτώσεις σημαίνει χαμηλότερη παραγωγή ελαιόλαδου αφήνοντας λίγες επιλογές στους παραγωγούς εάν και οι τιμές του νερού παραμένουν υψηλές. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο έργο, καθώς η αύξηση της άρδευσης μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην παροχή νερού στην περιοχή, οδηγώντας σε κινδύνους ερημοποίησης και έλλειψης νερού για άλλους σκοπούς. Η άρδευση ελιών με αλατούχο νερό αναπόφευκτα θα αυξηθεί στο μέλλον στη Μεσόγειο εξαιτίας των αρνητικών επιπτώσεων και της πληθυσμιακής ανάπτυξης και της κλιματικής αλλαγής στη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των υφιστάμενων παροχών γλυκού ή αρδευτικού νερού. Σύμφωνα με τον Δρ. Χαρτζουλάκη, ο κίνδυνος της αλάτωσης του εδάφους θα επιδεινώσει την αποτελεσματικότητα της γεωργικής παραγωγής , ιδίως σε χώρες με ημι-άνυδρο ή άνυδρο κλίμα. 

Επίσης, η έλλειψη νερού πλέον είναι πραγματικότητα και το όριο των διαθέσιμων αποθεμάτων θα δημιουργήσει έντονο ανταγωνισμό και υψηλότερο κόστος άρδευσης. Η ξηρασία και το στρες από την έλλειψη νερού θα επηρεάσουν την καλλιέργεια και την παραγωγικότητα. Ακόμη τα ευρωπαϊκά ελαιόλαδα σε πενήντα χρόνια από τώρα θα μπορούσαν να είναι πολύ διαφορετικά όσον αφορά τις ιδιότητές τους και τα οργανοληπτικά τους χαρακτηριστικά. 

Εκτός από τις άμεσες επιπτώσεις ενός μεταβαλλόμενου κλίματος στον πληθυσμό των ελιών , οι διακυμάνσεις των καιρικών συνθηκών μπορεί επίσης να προκαλέσουν αλλαγές σε άλλους περιβαλλοντικούς παράγοντες όπως τα έντομα και οι ασθένειες, τα οποία προσβάλλουν τα ελαιόδεντρα. Αυτά μπορεί στη συνέχεια να επηρεάσουν τον πληθυσμό της ελιάς , ως έμμεση επίδραση των κλιματικών αλλαγών. Έτσι η άρδευση αποκτά μεγάλη σημασία, καθώς τα διαθέσιμα αποθέματα νερού σε συνδυασμό με τη αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων δημιουργούν την ανάγκη για σχεδιασμό και παρεμβάσεις ακριβείας χρησιμοποιώντας όλα τα δεδομένα όπως έδαφος, κλίμα, ποιότητα νερού. Ακόμη θα μπορούσε να ληφθεί υπόψιν η βελτίωση εδάφους με σκοπό την συγκράτηση και διατήρηση νερού και θρεπτικών συστατικών, ώστε να μειωθούν οι ανάγκες των αρδεύσεων.  

 Τέλος ίσως πρέπει να εξεταστούν  σοβαρά νέες μελέτες αναπαραγωγής οι οποίες θα πρέπει να επικεντρωθούν στη συμπεριφορά των διαφόρων ποικιλιών/γενοτύπων της ελιάς σε σχέση με την κλιματική αλλαγή. Η αντοχή των ελαιόδεντρων και των παθογόνων της ελιάς ή η ποιότητα του ελαιόλαδου και των επιτραπέζιων ελιών σε αυξημένες θερμοκρασίες και υδάτινες διαταραχές πρέπει να χρησιμοποιούνται ως κυρίαρχα κριτήρια επιλογής για την εγκατάσταση νέων ελαιώνων. Η ανακάλυψη νεών γενετικών παραλλαγών που σχετίζονται με την προσαρμογή του κλίματος που εντοπίζονται σε άγρια είδη ελιάς είτε σε καλλιεργούμενες ποικιλίες μπορεί να είναι πρωταρχικής σημασίας για την εφαρμογή προσεγγίσεων αναπαραγωγής για την ανάπτυξη καλλιεργειών προσαρμοσμένων στο περιβάλλον.

Google+ Linkedin