Στις 28 Ιουνίου του 1712 γεννήθηκε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο «περίεργος» φιλόσοφος…

Στις 28 Ιουνίου του 1712 γεννήθηκε ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ο «περίεργος» φιλόσοφος…

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ριζοσπάστες αστούς φιλοσόφους του 18ου αιώνα. Με τη σκέψη του έθεσε τις βάσεις για μια ριζοσπαστική ανάγνωση της πολιτικής, μολονότι χρονικά δεν συνέπεσε με καμία από τις μεγάλες επαναστάσεις του 18ου και 19ου αιώνα. Βέβαια για πολλούς συντηρητικούς ιστορικούς και φιλοσόφους ο Ζαν–Ζακ Ρουσό αντιπροσωπεύει μια ενοχλητική φωνή – ένας πρόδρομος του « λαϊκισμού», πηγή έμπνευσης για τους Ιακωβίνους και όλες τις μεταγενέστερες μορφές ολοκληρωτισμού.

Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (Jean Jacques Rousseau) γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου του 1712 στη Γενεύη, ο πατέρας του ήταν ωρολογοποιός, η μητέρα του κόρη ιερέα η οποία πέθανε εννιά μέρες μετά τη γέννηση του. Δεν πήγε ποτέ σχολείο, τον έμαθε ωστόσο να γράφει και να διαβάζει ο πατέρας του, χρησιμοποιώντας διάφορα αισθηματικά μυθιστορήματα της εποχής και τους «Παράλληλους βίους» του Πλούταρχου.

Σε ηλικία 10 ετών ο πατέρας του συγκρούστηκε με μία ισχυρή οικογένεια της πόλης και αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί αφήνοντας τους 2 γιους του στον θείο τους. Ο θείος τοποθέτησε τον Ζαν Ζακ αρχικά ως γραφέα και αργότερα ως μαθητευόμενο χαράκτη. Εκείνος όταν έγινε 16, το 1728, εγκατέλειψε τη Γενεύη και περιπλανήθηκε σε Ελβετία και Γαλλία κερδίζοντας τα προς το ζην κάνοντας ότι δουλειά του τύχαινε. Σχετίστηκε αυτή την περίοδο με την κυρία ντε Βαρένς η οποία επέδρασε στην πνευματική του διαμόρφωση, το 1740 εργάστηκε για ένα διάστημα και ως παιδαγωγός. Το 1741 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι ενώ την διετία 1743-1744 βρέθηκε να είναι γραμματέας του Γάλλου επιτετραμμένου στη Βενετία.

Γύρισε το 1744 στο Παρίσι όπου συνεργάστηκε κατά την συγγραφή της “Εγκυκλοπαίδειας” και για ένα διάστημα συνδέθηκε φιλικά με τον Ντιντερό. Από το 1742 είχε αρχίσει να γράφει δοκίμια περί μουσικής, της οποίας ήταν αυτοδίδακτος. Το 1745 συνδέθηκε με την Τερέζα, μια νεαρή υπηρέτρια πανδοχείου, με την οποία θα συζεί ανά περιόδους και με την οποία θα κάνει 5 παιδιά τα οποία δώσανε σε ιδρύματα για να μεγαλώσουν. Το 1749 έγραψε για την Εγκυκλοπαίδεια όλα τα άρθρα που είχαν να κάνουν με την μουσική ενώ το 1750 κέρδισε το πρώτο βραβείο σε ένα διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν με το έργο του με τίτλο Διατριβή. Σε αυτό υποστήριζε πως η πρόοδος συνεπαγόταν διαφθορά και εκφυλισμό. Προκάλεσε έντονες συζητήσεις για την επαναστατικότητα του ενώ δύο χρόνια μετά έγραψε μια όπερα που γνώρισε αρκετή επιτυχία.

Το 1756 εγκαταστάθηκε στο Ερμιτάζ, στην αγροικία της κυρίας ντ’ Επιναί, με σκοπό να αφιερωθεί στο γράψιμο. Το 1757 ψυχράνθηκε μαζί της και πήγε να μείνει με ένα φίλο κοντά στο Παρίσι. Η επόμενη πενταετία του ήταν η πιο δημιουργική της ζωής του, με αποκορύφωμα τα δύο πιο γνωστά και σημαντικά του έργα που δημοσιεύτηκαν τον ίδιο χρόνο, το 1762. Πρόκειται για το «Αιμίλιος ή περί εκπαιδεύσεως» και το «Περί του κοινωνικού συμβολαίου». Και τα δύο προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις. Το πρώτο αφορίστηκε από τον αρχιεπίσκοπο καθώς διατύπωνε την άποψη πως ο άνθρωπος δεν χρειάζεται διαμεσολαβητές στην σχέση του με το Θείο, το δεύτερο ρίχτηκε στην πυρά καθώς έγραψε για ισότητα και ισονομία, και για τα δυο καταδικάστηκε από δικαστήριο του Παρισιού και αναγκάστηκε να περάσει τα επόμενα χρόνια διωκόμενος και κρυμμένος με ψεύτικα ονόματα σε μικρές επαρχιακές πόλεις και σε εξοχικές κατοικίες.

Το 1765 πήγε στην Αγγλία προσκαλεσμένος του φιλόσοφου Ντέηβιντ Χιουμ αλλά σύντομα ήρθε σε διένεξη μαζί του και επέστρεψε στην Ελβετία, να ζήσει σαν περιπλανώμενος και κατατρεγμένος. Η μόνη που του εξακολουθούσε να του παραστέκεται ήταν η Τερέζα, με την οποία νομιμοποίησε, ύστερα από τόσα χρόνια την σχέση τους. Ανάμεσα στα άλλα γραπτά αυτής της περιόδου, ξεχωρίσει το «Εξομολογήσεις» μια σειρά από διαλόγους με τον εαυτό του.

ΤΟ ΈΡΓΟ ΤΟΥ:

ΜΠΟΡΕΊ Η ΕΚΠΑΊΔΕΥΣΗ ΝΑ ΚΑΘΟΡΊΣΕΙ ΤΗΝ ΦΎΣΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ;

Στο έργο του «Αιμίλιος» , το οποίο αποτελεί την μεγαλύτερη επιστημονική του προσέγγιση αναφέρει: «αν είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος γεννιέται καλός και γίνεται μοχθηρός μόνο μέσα από την κακή επιρροή της κοινωνίας στην οποία ζει, η μεταρρύθμιση της εκπαίδευσης μπορεί να γίνει το κατάλληλο  όργανο για να δημιουργηθεί μια ανθρωπότητα καινούρια και καλλίτερη. Ο δάσκαλος, πράγματι, δεν πρέπει να διδάσκει κανέναν με άμεσο τρόπο αλλά να περιορίζεται, να διευκολύνει την άφθονη αυθόρμητη ανάπτυξη του μαθητή. Όλες οι αντιλήψεις γεννιούνται από τη σχέση με το περιβάλλον. Επομένως η εκπαίδευση είναι εκείνη που διαμορφώνει τα μυαλά. Ο μαθητής, στον οποίο αντιπαραθέτονται τα διαφορετικά μαθήματα τους, δεν είναι σωστά εκπαιδευόμενος και δεν πρόκειται ποτέ να έρθει σε αρμονία με τον εαυτό του: εκείνος, αντίθετα, στον οποίο αυτές οι διδασκαλίες συμπίπτουν και έχουν τους ίδιους σκοπούς, είναι ο μόνος που προχωρά προς τον σκοπό του και ζει λογικά με τον εαυτό του. Μόνον αυτός είναι σωστά εκπαιδευόμενος. Γεννιόμαστε αδύναμοι και έχουμε ανάγκη από δυνάμεις, γεννιόμαστε απροετοίμαστοι για τα πάντα και έχουμε ανάγκη από βοήθεια, γεννιόμαστε ανόητοι και έχουμε ανάγκη από κρίσεις. Όλα αυτά που δεν έχουμε από την γέννηση  και τα οποία έχουμε ανάγκη όταν μεγαλώνουμε, μας τα παρέχει η εκπαίδευση. Αυτήν την εκπαίδευση την παίρνουμε είτε από την φύση, είτε από τους ανθρώπους, είτε από τα πράγματα. Η εσωτερική ανάπτυξη των ιδιοτήτων μας και των οργάνων μας είναι η εκπαίδευση της φύσης, ο τρόπος που διδασκόμαστε να χρησιμοποιούμε αυτήν την εκπαίδευση των ανθρώπων.  Η απόκτηση της εμπειρίας μας στα αντικείμενα που μας συγκινούν είναι η εκπαίδευση των πραγμάτων. Ο καθένας από εμάς, επομένως, είναι εκπαιδευόμενος από τριών ειδών δασκάλους».

Η ΑΝΆΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΎ ΕΊΝΑΙ ΠΡΌΟΔΟΣ Ή ΚΑΤΆΠΤΩΣΗ;

«Καθήκον της φιλοσοφίας είναι να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες που του επιβάλει η κοινωνία, να τον οδηγήσει  στην πρωτόγονη ελευθερία.»

Βασική αρχή του Ζαν Ζακ Ρουσώ αποτελούσε πάντα η ύπαρξη αλλά και η καταπολέμηση της ανισότητας, ανάμεσα στα έργα του αναφέρει: «Ο πολιτισμός και η πρόοδος δεν έχουν κάνει τους ανθρώπους ηθικά καλύτερους ή ευτυχέστερους. Στο τέλος ο πολιτισμός θα καταστρέψει όλα όσα μας κάνουν πραγματικά ανθρώπους». Ο Ρουσώ λέει «ο άνθρωπος δεν τόλμα πια να εμφανιστεί όπως πράγματι είναι». Τα πολιτισμένα άτομα εμφανίζονται ευγενικά και γοητευτικά, αλλά στο βάθος είναι γεμάτα φόβο, καχυποψία, μίσος, προδοσία και κυνισμό. Είναι σαν μαριονέτες που τις κινεί η τάση για συμμόρφωση με τα κοινωνικά ήθη. Η ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι μια εξέλιξη αλλά ένας εκφυλισμός. το συμβόλαιο στο οποίο βασίζεται η κοινωνία πρέπει να διασφαλίζει ταυτοχρόνως την ατομική ελευθερία και το σεβασμό των κοινών κανόνων. Η κοινωνική τάξη είναι ένα ιερό δικαίωμα που λειτουργεί ως βάση για όλα τα άλλα. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα δεν προέρχεται από την φύση αλλά βασίζεται σε συμβάσεις. Πρέπει να ξέρουμε λοιπόν ποιες είναι αυτές οι συμβάσεις του συμβολαίου. Οι κανόνες του συμβολαίου είναι απρόσωποι, υποχρεωτικοί για όλα τα μέλη της κοινωνίας.  Οι κανόνες αυτοί είναι ολοκληρωτικά  καθορισμένοι από τη φύση της πράξης έτσι ώστε μία μετατροπή θα τα έκανε ανώφελα και θα τους στερούσε  την οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα. Αν και δεν έχουν απαγγελθεί ποτέ επισήμως αυτοί είναι παντού οι ίδιοι και αναγνωρισμένοι, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία αν το κοινωνικό συμβόλαιο παραβιαστεί, ο καθένας θα επανέλθει στα αρχικά τους δικαιώματα και θα ξαναβρεί την φυσική του ελευθερία, χάνοντας την συμβατική του ελευθερία, για την απόκτηση της οποίας είχε απαρνηθεί την πρώτη. Τέλος, ο καθένας, καθώς προσφέρει τον εαυτό του σε όλους, δεν τον προσφέρει σε κανέναν και δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανείς συμβαλλόμενος επί του οποίου δεν αποκτά το ίδιο δικαίωμα που παραχωρεί στους άλλους επί του εαυτού του. Κερδίζει το αντίστοιχο όλων αυτών που χάνει και μια μεγάλη δύναμη για να διατηρήσει αυτό που έχει».

Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑ ΕΊΝΑΙ ΚΑΛΎΤΕΡΗ ΑΠ’ ΌΛΕΣ ΤΙΣ ΜΟΡΦΈΣ ΔΙΑΚΥΒΈΡΝΗΣΗΣ;

Ο Ρουσσώ παίρνει με σφοδρό τρόπο θέση ενάντια στις πρακτικές της δημοκρατίας, το κοινό καλό δεν μπορεί να καθοριστεί από το απλό στατιστικό σύνολο των ατομικών απόψεων, για παράδειγμα με την ψήφο. Επειδή η άθροιση τόσο εγωισμών δεν παράγει καθόλου αλτρουισμό ή κοινωνική συνείδηση. Η κοινωνικοί κανόνες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ένα ηθικό χρέος και όχι ως μια υποχρέωση την οποία επιβάλει η συνύπαρξη. Το άτομο πρέπει να κοινωνικοποιηθεί, να εγκαταλείψει τον ατομικισμό για να μετατραπεί σε ένα ον συλλογικό, ικανό να σκέφτεται τους άλλους ως ένα σκοπό. Η κοινωνία πρέπει να κυβερνάται αποκλειστικά στη βάση του κοινωνικού συμφέροντος.

Ο ίδιος υποστηρίζει ότι καθώς η κυριαρχία δεν είναι τίποτα άλλο από την άσκηση της γενικής  βούλησης, αυτή δεν μπορεί ποτέ να αποξενωθεί και ότι ο ηγεμόνας δεν μπορεί να εκπροσωπηθεί από τίποτα άλλο παρά μόνο από τον εαυτό του. Η ισχύς μπορεί να διαβιβαστεί όχι όμως και η βούληση. Αν επομένως ο λαός υπόσχεται απλά να υπακούει, με αυτή την πράξη αυτός διαλύεται, χάνει την ιδιότητα του λαού. Από τη στιγμή που θα υπάρξει αφέντης δεν θα υπάρχει ηγεμόνας, και από εκείνη τη στιγμή το πολιτικό σώμα καταστρέφεται. Συχνά υπάρχει μία μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη βούληση όλων των ατόμων και στη γενική βούληση: η μία στοχεύει μόνο στο κοινό συμφέρον ενώ η άλλη στοχεύει στο ατομικό συμφέρον και δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα σύνολο ατομικών βουλήσεων. Μπορεί ο κάποιος να πει λοιπόν ότι δεν υπάρχουν πια τόσοι ψηφοφόροι όσοι είναι οι άνθρωποι αλλά μόνο όσοι είναι οι συνασπισμοί. Οι διαφορές γίνονται λιγότερες και δίνουν ένα αποτέλεσμα λιγότερο γενικό. τέλος  όταν ένας από αυτούς τους συνασπισμούς είναι τόσο μεγάλος που ξεπερνά όλους τους άλλους δεν έχει πλέον ως αποτέλεσμα ένα σύνολο μικρών διαφορών, αλλά μία και μόνη διαφορά. Δεν υπάρχει πλέον μια γενική βούληση και η άποψη που έχει το πλεονέκτημα δεν είναι παρά μια ατομική άποψη. Τέλος ο ίδιος ισχυρίζεται πως για να έχουμε την αληθινή έκφραση της γενικής βούλησης, δεν πρέπει να υπάρχει στο κράτος κάποια προκατειλημμένη κοινωνία και ο κάθε πολίτης πρέπει να σκέπτεται με το δικό του μυαλό.

ΠΩΣ ΓΕΝΝΉΘΗΚΕ Η ΓΛΏΣΣΑ;

Πολύ βασικός προβληματισμός, στον οποίο ο Ρουσσώ αναφέρθηκε αρκετά, αποτελεί η γένεση και η εξέλιξη της ανθρώπινης γλώσσας επικοινωνίας.

Ο Ρουσσώ πίστευε πως η γλώσσα γεννήθηκε με την παρότρυνση των αισθημάτων, όχι λόγω της κοινωνικής χρησιμότητας όπως είχε υποστηρίξει ο Δημόκριτος. Για να αντιμετωπίσουμε όλα τα πρακτικά προβλήματα της ζωής μας αρκούν οι χειρονομίες και οι ενέργειες, οι λέξεις γίνονται αναπόφευκτες μόνο στις περιπτώσεις που θέλουμε να εκφράσουμε την αγάπη ή το μίσος. Το πρώτο λεξιλόγιο των ανθρώπων ήταν επομένως ποιητικό, εκφραστικό, συνδεδεμένο με τις καταστάσεις της ψυχής. Μετά ήρθαν οι γραμματικές οι οποίες κέρδισαν σε σαφήνεια αλλά έχασαν σε ποιητικότητα. Οι πιο ελκυστικές γλώσσες γεννήθηκαν στο νότο οπού το κλίμα ήταν ήπιο και ήταν πιο μελωδικές στο άκουσμα σε αντίθεση με τον βορρά οπού ήταν σκληρότερες  λόγω των δυσκολιών της επιβίωσης. Η περιπλοκότητα των σύγχρονων γλωσσών δεν είναι ένδειξη προόδου αλλά εκφυλισμού. Η σύγχρονη γλώσσα επινοήθηκε για να ψεύδεται και να εξαπατά. Η εξέλιξη της γλώσσας  μας παραποιεί ότι βιώνουμε.

Ο ίδιος έγραψε «Η Αθήνα  έγινε η εστία της ευγένειας και της καλαισθησίας, η χώρα των ρητόρων και των φιλοσόφων. Η κομψότητα των κτιρίων αντιστοιχούσε στην κομψότητα της γλώσσας . από την Αθήνα αναδύθηκαν όλα εκείνα τα εντυπωσιακά έργα που θα χρησιμεύσουν ως πρότυπα σε όλες τις διεφθαρμένες εποχές. Ο πίνακας της Λακεδαιμονίας είναι λιγότερο   λαμπερός. Εκεί, έλεγαν οι άλλοι λαοί « οι άνθρωποι γεννιούνται ενάρετοι.» από τους κατοίκους της δεν μας απομένει πάρα μόνο η ανάμνηση των ηρωικών τους πράξεων. Άραγε τέτοια μνημεία αξίζουν λιγότερο για εμάς απ’ όσο τα παράξενα μάρμαρα που μας άφησε η Αθήνα.»

Η ΑΝΩΤΕΡΌΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΌΓΟΝΟΥ ΑΝΘΡΏΠΟΥ

Καθώς οι ιδέες και τα συναισθήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, το ανθρώπινο γένος συνεχίζει να εξημερώνεται, οι δεσμοί γίνονται πιο στενοί και διευρύνονται οι σχέσεις των ανθρώπων. Η δημόσια εκτίμηση αρχίζει να αποκτά αξία αφού ο καθένας αρχίζει να κοιτάζει τους άλλους και ταυτόχρονα θέλει να τον κοιτάζουν και αυτόν. Ο πιο όμορφος, ο πιο δυνατός, ο πιο επιδέξιος, αυτός που τραγουδάει, αυτός που χορεύει καλύτερα από όλους γίνεται ο πιο αξιοσέβαστος και αυτό είναι το πρώτο βήμα προς την ανισότητα και ταυτόχρονα προς την διαστροφή. Έτσι γεννιέται αφενός η ματαιοδοξία και η περιφρόνηση αφετέρου η ντροπή και ο φθόνος.  Μόλις οι άνθρωποι αρχίζουν να εκτιμούν ο ένας τον άλλο και γεννιέται η ιδέα του συλλογισμού όλοι αξιώνουν ότι έχουν δικαίωμα σε αυτών και πλέον κανείς δεν μπορεί να ενεργεί χωρίς αυτών ατιμωρητί. Γεννιούνται έτσι οι πρώτοι κανόνες και η αδικία γίνεται παράβαση. Η προστασία του κοινωνικού κύρους λοιπόν, έχει ως αποτέλεσμα την γέννηση της εθιμοτυπίας, των νόμων, της εκδίκησης.  Οι άνθρωποι όταν ασχολούνταν μόνο με έργα που μπορούσαν να κάνουν μόνοι τους και με τέχνες που δεν απαιτούσαν την συνδρομή άλλων χεριών (να ράβουν τα ενδύματα τους, να στολίζονται με φτερά και όστρακα, να ζωγραφίζουν το σώμα τους, να διακοσμούν τα τόξα και τα βέλη τους) αυτοί θεωρούνταν ελεύθεροι, υγιείς, καλοί και ευτυχισμένοι. Αλλά από την στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος είχε ανάγκη από την βοήθεια ενός άλλου, μόλις συνειδητοποίησε ότι μπορούσε να είναι χρήσιμη για έναν μόνο άνθρωπο να έχει προμήθειες που θα έφταναν για δύο, η ισότητα εξαφανίστηκε, γεννήθηκε η περιουσία, η εργασία έγινε απαραίτητη και τα απέραντα δάση μετατράπηκαν σε αγρούς που έπρεπε να πλυθούν από τον ιδρώτα των ανθρώπων και στους οποίους πολύ σύντομα φύτρωσε η σκλαβιά και η δυστυχία. Από την καλλιέργεια της Γής προέρχεται απαραίτητα ο διαμοιρασμός της και από την αναγνώριση της περιουσίας οι πρώτοι κανόνες της δικαιοσύνης. Ο πρώτος άνθρωπος που, έχοντας περιφράξει ένα κομμάτι Γής, είχε την ιδέα να αναφωνήσει «αυτό είναι δικό μου» και βρήκε και άλλους ευφυείς να τον πιστέψουν, εκείνος ήταν ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτισμένης κοινωνίας.

Βάσει αυτού του συλλογισμού, ο Ρουσσώ αναρωτιέται: «Άραγε από πόσους πολέμους, πόσες δυστυχίες, πόσους φόνους, πόσα αδικήματα θα είχε γλυτώσει το ανθρώπινο γένος αν κάποιος είχε φωνάξει στους όμοιους τους «μην ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Αν ξεχάσετε ότι οι καρποί της Γης είναι για όλους και ότι η Γη δεν είναι κανενός, είστε χαμένοι;», είναι αδύνατο να συλλάβουμε την ιδέα μιας περιουσίας που προέρχεται από κάποια άλλη πηγή, η οποία δεν είναι η χειρονακτική εργασία. Πράγματι δεν βλέπουμε τι θα μπορούσε να προσφέρει παραπάνω ο άνθρωπος εκτός  από την δουλεία του για να αποκτήσει πράγματα που δεν έχουνε δημιουργηθεί από αυτόν. Μόνο η δουλεία δίνει στον καλλιεργητή δικαίωμα στο προϊόν της Γής που καλλιεργεί, του παρέχει επίσης δικαίωμα στο κτήμα, δικαίωμα στην συγκομιδή και έτσι κάθε χρόνο η κατοχή γίνεται συνεχής και μετατρέπεται εύκολα σε περιουσία.  Η ιδιωτική περιουσία έχει αναπτύξει τον ατομισμό και την επίδειξη του εαυτού μας. Η ανάγκη για τους άλλους ανέπτυξε την κοινωνική υποκρισία. Ο άνθρωπος από εκεί που ήταν ελεύθερος και ανεξάρτητος τώρα είναι υποταγμένος στο πλήθος των νέων αναγκών. Κατά μία έννοια γίνεται σκλάβος ακόμα και αν είναι αφέντης, η άπληστη φιλοδοξία, η επιθυμία να αυξήσουμε την ιδιωτική μας περιουσία, όχι τόσο από μία πραγματική ανάγκη όσο για να είμαστε σε ανώτερη θέση από τους άλλους, εμπνέει σε όλους τους ανθρώπους μια θλιβερή τάση να βλάπτουν ο ένας τον άλλο, έναν μυστικό φθόνο, για να φτάσει με μεγαλύτερη σιγουριά στον στόχο του. Αφενός μας διακατέχει ένα πνεύμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας και αφετέρου μια σύγκρουση συμφερόντων και πάντα η κρυφή επιθυμία να πραγματοποιήσουμε το δικό μας όφελος εις βάρος άλλων. Η διακυβέρνηση και οι νόμοι φροντίζουν για την ασφάλεια και την ευζωία των ανθρώπων, οι επιστήμονες, τα γράμματα και οι τέχνες, λιγότερο δεσποτικές και ίσως πιο ισχυρές απλώνουν λουλουδένιες γιρλάντες πάνω στις σιδερένιες αλυσίδες που τους βαραίνουν, καταπνίγουν το συναίσθημα της πρωταρχικής ελευθερίας για την οποία φαίνεται ότι είναι γεννημένοι, τους κάνουν ν’ αγαπούν τη σκλαβιά τους και τους μετατρέπουν σε αυτό που αποκαλούμε εξευγενισμένους λαούς. Η ανάγκη ήταν εκείνη που γέννησε τους θρόνους, οι επιστήμες και τέχνες ήταν εκείνες που τους εδραίωσαν.»

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ

Το κοινωνικό συμβόλαιο άρχισε να γράφεται 1743- 1744 το διάστημα που βρίσκονταν στην Βενετία. Την περίοδο αυτή ο Ρουσώ εγκαταλείπει το αρχικό του σχέδιο για την ολοκλήρωση του έργου του πολιτικοί θεσμοί και γράφει το Κοινωνικό συμβόλαιο βασισμένο στις σκέψεις του πάνω στην σχέση ανθρώπου- κράτους.

Το πρώτο ερώτημα  που θέτει  είναι ότι «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος  και  παντού είναι αλυσοδεμένος» με την βεβαίωση αυτή αρχίζει η κοινωνικοπολιτική πραμάτεια του Ρουσώ, που ενέπνευσε τους υπέρμαχους των δημοκρατικών καθεστώτων όλης της Ευρώπης. 

Κατά τον Ρουσώ, ο άνθρωπος γεννιέται « εκ φύσεως καλός» , αλλά ένα κακοδιοικούμενο κράτος τον κάνει «κακό». Η διαπίστωση όμως δεν οδηγεί στην διατύπωση θεωρίας  για επιστροφή στην πρωτόγονη κατάσταση, ούτε στην πρόβλεψη μιας επανάστασης. Από την παραπάνω διαπίστωση προέρχεται μάλλον η έξαρση των «μικρών κρατών» ( το μεγάλωμα ενός κράτους συνεπάγεται αργά ή γρήγορα τον εκφυλισμό) με δημοκρατικό καθεστώς, που έχουν σχηματιστεί με βάση μια ελεύθερη συμφωνία ανάμεσα στα άτομα: κατά τη συμφωνία αυτή η νομοθετική εξουσία ασκείται από τον κυρίαρχο λαό, που συνέρχεται σε συνέλευση. Η εκτελεστική εξουσία από τους αιρετούς και ανακλητούς κυβερνώντες. Ο Ρουσώ τελικά βλέπει στην δημοκρατία της Γενεύης την ενσάρκωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Αυτό όμως είναι ένα Κολοσσιαίο λάθος που θα το αντιληφθεί αργότερα με οδύνη. Το κοινωνικό συμβόλαιο εκδόθηκε το 1762 σε 2.500 αντίτυπα. Αν και ο Ρουσώ φρόντισε να μην αφήσει να διαφανεί καμία συγκεκριμένη πολεμική κατά της πολιτικής πραγματικότητας της εποχής του, οι θεωρίες που εκθέτει  κρίθηκαν ανατρεπτικές και το βιβλίο καταδικάστηκε και κάηκε και στην Γενεύη και στο Παρίσι.

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ο Ρουσώ πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του διωκόμενος και κρυμμένος με ψεύτικα ονόματα σε μικρές επαρχιακές πόλεις και σε εξοχικές κατοικίες στην Γαλλία. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος του Παρισιού με κείμενο που κυκλοφόρησε κατηγορούσε τον Ρουσώ για υποκρισία. Ο Ρουσώ αποποιήθηκε την ιδιότητα του πολίτη της Γενεύης  διαφεύγοντας στο Μοτιέ-Τραβέρ, η οποία παραίτηση του θεωρείται ανοιχτή πρόκληση κατά της ολιγαρχίας που κυβερνά την πόλη. Εκεί έγραψε πολλές οργισμένες επιστολές προς τους προκατειλημμένους κατοίκους της Γενεύης υπερασπιζόμενος τις κεντρικές ιδέες του Αιμίλιου και του κοινωνικού συμβολαίου και κατηγορούσε την εκκλησία της Γενεύης ότι ήταν μη ανεκτική και προκατειλημμένη. Για ένα διάστημα ο Ρουσώ ζούσε και πάλι ειδυλλιακά ασχολούμενος με την βοτανική, καθώς επίσης γράφει και τις «εξομολογήσεις»  του στην οροσειρά  Ιούρα. Η φήμη του έφτασε και σε αυτά τα μέρη όπου  οι ντόπιοι άρχισαν να πετροβολούν το σπίτι του.

Στις 2 Ιουλίου 1778 ο Ρουσώ πεθαίνει πιθανόν από ουραιμία αν και φήμες λένε ότι αυτοκτόνησε.  Πρόκειται για μια αμφισβητούμενη προσωπικότητα με αντιφατικές ίσως απόψεις, που όμως κατατάσσεται στους προοδευτικούς διαφωτιστές αλλά και μεγάλους αμφισβητίες της εποχής, ενώ ταυτόχρονα έχει χαρακτηριστεί από πολλούς  ως πατέρας του ρομαντισμού. Ενώ θεωρείται ακόμη ένας από τους θεωρητικούς πατέρες της Γαλλικής αστικής επανάστασης, Δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα του αναγνωρίστηκαν και ενέπνευσαν την Γαλλική Επανάσταση  του 1789 και εν πολλοίς επηρέασε και άλλαξε τον τρόπο που σκέφτονταν οι άνθρωποι μέχρι τότε.

Google+ Linkedin