Στις 11 Ιουλίου του 1954 εγκαινιάζονται τα «Επιδαύρια»
Ο θεσμός των «Επιδαυρίων» ή του Φεστιβάλ Επιδαύρου, εγκαινιάστηκε 66 χρόνια πριν,στις 11 Ιουλίου του 1954, με τον «Ιππόλυτο» του Ευρυπίδη και τον -τότε- ζεν πρεμιέ Αλέκο Αλεξανδράκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακολουθούν άγνωστες ιστορίες από την νύχτα -ή μάλλον την μέρα- που ακούστηκε ξανά ο λόγος του αρχαίου τραγικού ποιητή, στο «ωραιότερο θέατρο του κόσμου»…
Καλοκαίρι του 1954. Ο διευθυντής του Εθνικού, σκηνοθέτης και σημαντικός θεατράνθρωπος Δημήτρης Ροντήρης, επιχειρεί για δεύτερη φορά να «ζωντανέψει» το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου -είχε προηγηθεί, προπολεμικά, το 1938, η σχεδόν πρωτόγονη παράσταση της «Ηλέκτρας», με τις Κατίνα Παξινού και Ελένη Παπαδάκη. Δυστυχώς, χωρίς συνέχεια. Τώρα, για το σκοπό αυτό, ο Οργανισμός Εθνικού Θεάτρου συνεργάζεται με την Ελληνική Περιηγητική Λέσχη και τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, που, φυσικά, καλοβλέπει την ενίσχυση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος με την προσέλκυση ξένων επισκεπτών, οι οποίοι θα ήθελαν -και θα πλήρωναν- να συνδυάσουν τις διακοπές τους με μια «βιωματική εμπειρία», όπως η παρακολούθηση μιας αρχαίας τραγωδίας…
Κι έτσι στις 11 Ιουλίου του 1954, ακριβώς 66 χρόνια πριν, εγκαινιάζεται μια θεατρική «γιορτή» που έμελλε να γίνει θεσμός: τα «Επιδαύρια» όπως τα βάφτισε -λένε- ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, «δια να λείψη το ξενόγλωσσον “Φεστιβάλ”». Πρώτη παράσταση των Επιδαυρίων, ο «Ιππόλυτος» του Ευρυπίδη.
Ο …ΑΠΡΟΘΥΜΟΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ «10.000 ΟΝΟΙ»
To καλοκαίρι του 1954, μετά από έναν ακόμα επιτυχημένο χειμώνα στο πλευρό της κ.Κατερίνας, στο θέατρο Κυβέλης, ο Αλέκος Αλεξανδράκης αποφασίζει να επιστρέψει στο Εθνικό. Η επιστροφή του συμπίπτει με τα εγκαίνια των Επιδαυρίων. Του προτείνουν ένα ρόλο-όνειρο για όλους τους νεαρούς πρωταγωνιστές: τον Ιππόλυτο. Αλλά ο ηθοποιός είναι απρόθυμος, νιώθει ανέτοιμος, απαίδευτος. Τρέμει την αποτυχία. Σκέφτεται προς στιγμήν να παραιτηθεί και να ακυρώσει το συμβόλαιό του, αλλά ο Ροντήρης -που, φυσικά, έχει αναλάβει τη σκηνοθεσία του έργου- επιμένει. Και τον πείθει να μείνει.
Ξεκινούν οι πρόβες. Ολοήμερες. Εξαντλητικές. Ο θίασος μετακινείται στην Επίδαυρο. Όταν δεν κάνουν πρόβες, καθαρίζουν το κοίλο, ξεχορταριάζουν τις κερκίδες, φυτεύουν λουλούδια. Ο Αλεξανδράκης θα θυμόταν αργότερα:«Ήταν τεράστια η ευθύνη που είχα να ξέρω ότι ξεκινούσαν τα Επιδαύρια, ύστερα από πολλά χρόνια εγκατάλειψης και σιωπής του ιερού αυτού χώρου, με ένα έργο αρχαίας τραγωδίας όπου πρωταγωνιστής θα ήμουν εγώ. Ένας νέος ηθοποιός που δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με αυτό το είδος, αφού ούτε στη σχολή κανείς καθηγητής δεν μου είχε δώσει ένα κομμάτι για να μελετήσω. Εγώ ήμουν ηθοποιός της πρόζας. Η τραγωδία ήθελε ειδική σπουδή. Σεβόμουν τους μεγάλους ρόλους. Δεν τους αντιμετώπιζα όπως πολλοί νέοι ηθοποιοί. Ο Ροντήρης, όμως, επέμεινε και πραγματικά με «χτύπησε» κάτω. Με δούλεψε τόσο έντονα και μου έμαθε τις τεχνικές, τους τρόπους έκφρασης για ένα τόσο μεγάλο θέατρο και τα μυστικά του. Είχα εξοικειωθεί σιγά σιγά και από την επαφή μου μ’αυτόν τον ιερό χώρο. Ζήσαμε εκεί για έναν μήνα περίπου, ίσως και παραπάνω. Αγαπήσαμε το θέατρο. Φυτεύαμε, ποτίζαμε, βγάζαμε τα αγριόχορτα που είχαν φυτρώσεις στις κερκίδες… Και μετά πρόβες! Πολλές πρόβες. Ατελείωτες ώρες…».
Το τρακ των ηθοποιών δεν είναι, φυσικά, το μόνο πρόβλημα. Υπάρχουν κι άλλες δυσκολίες, τεχνικές κυρίως: η πρόσβαση στο θέατρο είναι δύσκολη, μέσα από κακοτράχαλους δρόμους. Στην περιοχή δεν υπάρχει ούτε ηλεκτρικό ούτε δίκτυο ύδρευσης. Ενίοτε προκύπτουν και προβλήματα, κάπως …ιδιάζοντος τοπικού χαρακτήρα. Ο εκλιπών, πρώην πρωθυπουργός Γεώργιος Ράλλης, που είχε πρωτοστατήσει στη δημιουργία του Φεστιβάλ Επιδαύρου θυμόταν σε παλιά του συνέντευξη ότι παραμονές της πρεμιέρας του «Ιππόλυτου» “μου είχε τηλεφωνήσει ο νομάρχης για να μοιραστεί μαζί μου ένα πρόβλημά του: τους 10.000 γαϊδάρους που υπήρχαν στην περιοχή και την αγωνία του μήπως αρχίσουν να… γκαρίζουν την ώρα της παράστασης. Μου ζήτησε να του βρω λύση. Ήταν δυνατόν να κλείσουμε τα στόματα 10.000 όνων; Οπότε, του είπα να παρακαλάει να μη συμβεί αυτό».
«ΘΕΕ ΜΟΥ ΚΑΝΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΟΛΕΜΟΣ…»
Ο «Ιππόλυτος», του Ευριπίδη ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο, στην Επίδαυρο, στις 11 Ιουλίου 1954 -η παράσταση δόθηκε μέρα, με φυσικό φως. Η σκηνοθεσία ήταν του Δημήτρη Ροντήρη, τα σκηνικά του Κλεόβουλου Κλώνη, τα κοστούμια του Αντώνη Φωκά, η μουσική του Δημήτρη Μητρόπουλου και η χορογραφία της Λουκίας Σακελλαρίου. Ο πρωταγωνιστής, Αλέκος Αλεξανδράκης ήταν μόλις 26 χρονών…
«Η μέρα της πολυπόθητης πρεμιέρας είχε φτάσει. Κι εγώ έτρεμα. Πρώτη φορά στη ζωή μου έβλεπα τόσο κόσμο. Είκοσι χιλιάδες άτομα, ένα θέατρο ασφυκτικά γεμάτο. Απ’όλα τα μέρη της Ελλάδας είχαν έρθει. Ήταν το γεγονός του καλοκαιριού: ξανάνοιγε η Επίδαυρος! Η αγωνία των ηθοποιών ήταν απερίγραπτη. Κι ο Ροντήρης, που σκηνοθετούσε είχε μεγάλη αγωνία, αλλά δεν το ‘δειχνε. Ο πιο ψύχραιμος απ’όλους ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος ανήκε στην ορχήστρα, ως μουσικός. Ήταν άγνωστος ακόμα. Η μουσική ήταν του Δημήτρη Μητρόπουλου. «Μη στενοχωριέστε παιδιά», μας έλεγε ο Μίκης. «Όλα θα πάνε καλά!». Έτσι μου έδινε και μένα κουράγιο που έτρεμα ολόκληρος. Είχα ανέβει σε έναν λόφο και έπρεπε, ξεκινώντας, να τρέξω και να φτάσω στο κέντρο της σκηνής. Όταν ανέβηκα εκεί πάνω και είδα τον κόσμο είπα από μέσα μου: «Θεέ μου, ας γίνει ένας πόλεμος αυτή τη στιγμή, για να αναβληθεί η πρεμιέρα…». Αλλά πόλεμος, ευτυχώς, δεν έγινε..
Στον «Ιππόλυτο» εκτός από τον Αλεξανδράκη (και τον άσημο ακόμα Θεοδωράκη), πήρε μέρος ένας εκλεκτός θίασος: ο Θάνος Κωτσόπουλος (Θησέας), η Αλέκα Κατσέλη (Άρτεμις), η Κάκια Παναγιώτου (Αφροδίτη), η Έλσα Βεργή (Φαίδρα), ο Στέλιος Βόκοβιτς (αγγελιοφόρος), η Αθανασία Μουστάκα (παραμάνα). Στο Χορό, συμμετείχαν -μεταξύ άλλων- και τρείς ταλαντούχοι νέοι ηθοποιοί, με τους οποίους ο δρόμος του Αλεξανδράκη έμελλε να διασταυρωθεί πολλές φορές τα επόμενα χρόνια: ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ (φοιτητής, ακόμα, του Εθνικού), και δυό χορευτριούλες: η Μάρω Κοντού και η Μαίρη Χρονοπούλου (!). Τις είχε επιστρατεύσει ο Ροντήρης, που έψαχνε μανιωδώς τις σχολές χορού προκειμένου να βρει όμορφες, ψηλές κοπέλες για τον Χορό του αρχαίου δράματος….
Η παράσταση ήταν ένας θρίαμβος, ο δε Αλεξανδράκης αποθεώθηκε, κερδίζοντας το βροντερό χειροκρότημα του κοινού. Ανάμεσά στους επίσημους, υπουργούς, τοπικούς παράγοντες, μέλη του Διπλωματικού Σώματος κ.λπ που παρακολούθησαν τον «Ιππόλυτο» από την πρώτη σειρά ήταν και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (τότε υπουργός Δημοσίων Έργων) ο οποίος προέβλεψε στην Μελίνα Μερκούρη πως ο νέος πρωταγωνιστής θα είχε «λαμπρό μέλλον». Πράγμα για το οποίο, μάλλον δεν νοιάζονταν ιδιαίτερα οι χιλιάδες, ενθουσιώδεις groupies, του Αλεξανδράκη οι οποίες πετούσαν μες στην «ιερή» ορχήστρα της Επιδαύρου χαρτάκια με το τηλέφωνο και το όνομά τους, έκαναν ουρές στα παρασκήνια για ένα αυτόγραφό του ή μάζευαν τις γόπες του από το χώμα για να τις κρατήσουν για ενθύμιο. Εκδηλώσεις υστερίας, πρωτοφανούς λατρείας, που, ως τότε δεν είχε γνωρίσει άλλος Έλληνας ηθοποιός…
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος (μαθητής τότε ακόμα, τελειόφοιτος του Γυμνασίου, που είχε φτάσει στην Επίδαυρο με εκδρομή της Περιηγητικής Λέσχης), θα έγραφε, στα «ΝΕΑ», το 2005, για εκείνη την μέρα:
«Η είσοδος του ταμένου στην Αρτέμιδα, παρθένου, αγνού, απειρόγαμου έφηβου στη σκηνή, κατά το κείμενο γίνεται με τη συνοδεία των συγκυνηγών του και των λαγωνικών. Ο Ροντήρης προεξέτεινε τον σκηνικό χώρο πίσω από τη δεξιά -όπως κοιτάμε τη σκηνή- πάροδο, πάνω στα πρανή του λόφου, μέσα στα πεύκα. Από εκεί ξεκίνησε ο Αλεξανδράκης με τους γυμνασμένους ηθοποιούς συντρόφους του στα κυνήγια και στην κατά φύση ζωή. Κατηφόρισε από το λόφο και μπήκε στην ορχήστρα: το απόλυτο Κάλλος και η επηρμένη, αλαζονική αγνότητα. Η διπλή Ύβρις. Αυτό που έγινε εκείνη την νύχτα, δεν έχει προηγούμενο και επόμενο. Δεκαπέντε χιλιάδες θεατές έβγαλαν ένα θαυμαστικό, αυθόρμητο «ω, ω» και σηκώθηκαν σαν αυτόματα όρθιοι, χωρίς να χειροκροτήσουν, χωρίς άλλη αντίδραση. Άναυδοι, έκπληκτοι, αμήχανοι, μ’εκείνη την αμηχανία που αισθάνεται κανείς μπροστά στο όσιο, αλλά και το αμαρτωλό. Υπάρχει μια αμηχανία πάντα, μπροστά στο ακραίο, το εκτός ορίων. (…). Ο Ιππόλυτος του Αλεξανδράκη, από την πρώτη του κιόλας ανατολή στο ορίζοντα του σκηνικού μύθου, κόμιζε ως ηθοποιός και ως πρόσωπο του δράματος κάτι το απρόσιτο, το κινδυνώδες, το απειλητικό. Κάτι σαν ιερή μανία και δεσποτική μάστιγα…»
Οι παραστάσεις του «Ιππόλυτου» ολοκληρώθηκαν με μια έκτακτη περφόρμανς που πραγματοποιήθηκε στις 31 Αυγούστου. Στο κοινό βρίσκονταν και 100, περίπου, μέλη βασιλικών οικογενειών απ’όλη την Ευρώπη, προσκεκλημένα της ελληνικής βασιλικής οικογένειας για μια «βιωματική εμπειρία» στην Επίδαυρο -ανάμεσά τους, φυσικά και ο τότε βασιλιάς των Ελλήνων Παύλος και η βασίλισσα Φρειδερίκη. Δεχόμενος, μετά το τέλος της παράστασης, τα συγχαρητήριά τους, ο Αλεξανδράκης έκανε μια πρωτοφανή «γκάφα»: πιστεύοντας, ότι οι καλοί τρόποι επιβάλλουν να χαιρετάς πρώτα τις κυρίες, παραβίασε το πρωτόκολλο κι έδωσε πρώτα το χέρι του στη Φρειδερίκη, αφήνοντας τον Παύλο με την παλάμη προτεταμένη, σε μια μετέωρη απόπειρα χειραψίας…
«Μα τι έκανες βρε Αλέκο»; τον «μάλωσε» εκ των υστέρων ο Ροντήρης. «Χαιρέτησες πρώτα τη βασίλισσα;» «Ε τι να κάνω κύριε Ροντήρη;» ήταν η απάντησή του ηθοποιού. «Δεν συναναστρέφομαι κάθε μέρα με βασιλιάδες!»
Ο «Ιππόλυτος» πέρασε στην Ιστορία ως η παράσταση που εγκαινίασε τον θεσμό του Φεστιβάλ Επιδαύρου -αλλά ο Αλεξανδράκης, θα τη φυλούσε στη μνήμη του, ως θησαυρό, για έναν ακόμα λόγο. Όταν, χρόνια αργότερα, είχε ρωτηθεί από την εκπομπή «Πρόσωπα Θεάτρου» για το ντεμπούτο του, στο αρχαίο θέατρο, είχε πει: «Φαίνεται ότι τελικά ήμουν τόσο καλός όσο έλεγαν, γιατί έπαιζα για πρώτη φορά τραγωδία και δεν έπαιζα με στόμφο. Ήμουν άπειρος, απαίδευτος και αυτό μου βγήκε σε καλό. Δεν νομίζω ότι στις τραγωδίες που έπαιξα μετά ήμουν τόσο καλός. Δεν ξέρω τι έφταιγε, πάντως δεν ήμουν τόσο καλός όσο στην πρώτη μου. Όλοι μου έλεγαν πόσο καλός ήμουν -αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια…»