Σαν σήμερα 21 Οκτώβρη το 1918 το πρώτο εργατικό συνέδριο στην Ελλάδα
Σαν σήμερα 21 Οκτώβρη το 1918 έγινε το πρώτο εργατικό συνέδριο στην Ελλάδα. Σκοπός του Συνεδρίου, που κράτησε οκτώ ημέρες, ήταν κυρίως η ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας.
Οι δύσκολες και εξοντωτικές συνθήκες εργασίας στα τέλη του 19ου αιώνα σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες ώθησαν τους εργαζόμενους στη δημιουργία των πρώτων σωματείων. Ιστορικά το πρώτο σωματείο ιδρύθηκε το 1879 στην Σύρο με την ονομασία Αδελφικός σύνδεσμος ξυλουργών. Αξίζει εδώ να πούμε ότι και η πρώτη σημαντική κινητοποίηση εργατών έλαβε χώρα στην Σύρο στις 17 Δεκεμβρίου του 1878 και αφορούσε στους εργάτες στα ναυπηγεία Σύρου.
Στις αρχές του νέου αιώνα σημαντικές κινητοποιήσεις σε πολλούς κλάδους και πολλές πόλεις πραγματοποιούνται και δημιουργούνται σωματεία και δευτεροβάθμιες οργανώσεις, με κομβικό σημείο το άρθρο 11 του Συντάγματος δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το Νόμο 281/1914 νομοθετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων των συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Η δεκαετία 1908 – 1918 γνώρισε το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα από τη μία άκρη της Ελλάδας μέχρι την άλλη, από την Αθήνα, τον Πειραιά, το Λαύριο μέχρι την Καρδίτσα, τον Βόλο, την Πάτρα, τη Σύρα, την Κέρκυρα. Παρά το χαμηλό επίπεδο συνδικαλιστικής οργάνωσης, η εργατική τάξη έδινε αποφασιστικές μάχες για την βελτίωση του άθλιου βιοτικού της επίπεδου και των όρων δουλειάς της. Αλλά και τα προηγούμενα χρόνια γνώρισαν σημαντικές κινητοποιήσεις, ιδιαίτερα του αγροτικού πληθυσμού. Το 1900 έγινε τοπική εξέγερση στην Σπάρτη για «ένα δικαιότερο φορολογικό σύστημα». Η πείνα, η φυματίωση, οι φόροι, οι μεταναστεύσεις εξαγρίωναν τους αγρότες, τους εργάτες, τους φτωχούς μικροαστούς στις πόλεις και τα χωριά. Από το 1900 ήδη οι σταφιδοπαραγωγοί οργάνωναν σε όλη τη χώρα ένοπλες διαδηλώσεις, που διαλύονταν από την αστυνομία και το στρατό, θρηνώντας συχνά αρκετά θύματα της κρατικής βίας. «Υφίσταται μια ισχυρά και επικίνδυνος δυσαρέσκεια μεταξύ των κατωτέρων τάξεων, και αι ανώτεραι τάξεις όντως κατέχονται από μίαν έντονον αίσθησην κινδύνου», έλεγε η αναφορά του άγγλου πρεσβευτή ένα μήνα πριν το κίνημα του Γουδιού, το 1909, (βλ. Γ. Δερτιλής: «Κοινωνικός Μετασχηματισμός και Στρατιωτική Επέμβαση 1880 – 1909»). Άλλωστε η απαίτηση των μαζών να δοθούν ριζοσπαστικές λύσεις στα τεράστια οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας εκείνης της εποχής ήταν αυτή που έδωσε την μεγάλη λαϊκή υποστήριξη στο κίνημα του Γουδιού.
Η οικονομική κρίση της Ελλάδας μεγάλωνε διαρκώς. Επιδεινώθηκε στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και, βέβαια, ακόμα περισσότερο μετά την κήρυξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πόλεμου, σαν αποτέλεσμα της στάσης της Ελλάδας απέναντι σ΄ αυτόν. Τόσο στη διάρκεια του αποκλεισμού που είχαν επιβάλει οι Σύμμαχοι, στα τέλη του 1916, σαν μέσο πίεσης πάνω στο βασιλιά Κωνσταντίνο, όσο και μετά, η πείνα και η ανεργία είχαν γίνει πραγματικές κοινωνικές μάστιγες. Στα τέλη του 1917, η έλλειψη τροφίμων, έφερε πολλές περιοχές στα πρόθυρα λιμού. Η κατάσταση είχε γίνει τόσο τραγική που οι Σύμμαχοι ομολογούσαν ότι «η ελληνική κυβέρνηση έχει ανάγκη από χρήματα και ο λαός έχει ανάγκη από ψωμί» Cab. 24/GT 2615 «Weekly Report on Greece, XI», 12 Σεπτέμβρη 1917, στο βιβλίο του Γ. Λεονταρίτη: «Το Ελληνικό Σοσιαλιστικό Κίνημα κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο», σελ. 151).
Η ιδέα μίας κεντρικής συνδικαλιστικής οργάνωσης κερδίζει έδαφος και το 1918 με πρωτοβουλία της Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης και των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά συγκαλείται πανελλαδική συνδιάσκεψη των συνδικαλιστικών οργανώσεων για τη δημιουργία εθνικού κέντρου. Το 1ο Πανελλαδικό Εργατικό Συνέδριο, άρχισε στις 21 Οκτώβρη 1918 στην Αθήνα και τελείωσε στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά.
Συμμετείχαν 44 σωματεία που εκπροσωπούσαν 60.000 οργανωμένους εργάτες. Οι σοσιαλιστές πρότειναν να βασιστεί η ΓΣΕΕ στην αρχή της πάλης των τάξεων ενώ η άλλη πλευρά υποστήριζε ότι ο εργάτης πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για τα στενά επαγγελματικά του συμφέροντα. Τελικά το άρθρο του καταστατικού υπερψηφίστηκε. Το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ αποτελεί σημαντικό σταθμό στην ιστορία του ελληνικού εργατικού κινήματος, γιατί συνένωσε το συνδικαλισμένο προλεταριάτο της χώρας μας κάτω από ένα ανώτατο ηγετικό όργανο.
Στις πρώτες πέντε μέρες, οι συνεδριάσεις του γίνονταν στην Αθήνα, στο Βασιλικά θέατρο, και από την έκτη μέρα στον Πειραιά, στο εκεί Δημοτικό θέατρο. Το συνέδριο αυτό ήταν καθοριστικό, και κατά τη διάρκεια του εκφράσθηκαν οι βασικές ιδεολογικές τάσεις οι αντιθέσεις αλλά και τα προβλήματα, που συνόδευσαν την πορεία της ΓΣΕΕ για δεκαετίες.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Γιάννη Κορδάτο, ο οποίος κάνει λόγο για «πλείστα ασταθή και αδιαμόρφωτα ρεύματα», οι βασικές τάσεις που διαμορφώθηκαν ήταν δυο. Η μία των σοσιαλιστών που υποστήριζαν, ότι η νέα Συνομοσπονδία όφειλε να βασιστεί στην αρχή της «πάλης των τάξεων» και να συνδέσει την διεκδίκηση των εργατικών αιτημάτων, με την προσπάθεια για την κατάληψη της εξουσίας από τους ίδιους τους εργάτες δια μέσου ενός σοσιαλιστικού κόμματος.
Το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο» αποτελούσαν το συμπαγές και οργανωμένο «μπλοκ» των Θεσσαλονικέων, με ηγέτη τον Αβραάμ Μπεναρόγια, οι αντιπρόσωποι της Θεσσαλίας και μεμονωμένοι αντιπρόσωποι από τις άλλες πόλεις. Μαζί τους συμπαρατάχθηκαν το νεοϊδρυμένο, τότε, Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (Κομμουνιστικό) και η σοσιαλδημοκρατική ομάδα του Γιαννιού.
Κατηγορηματικά αντίθετοι ήταν οι Βενιζελικοί αλλά και οι αντιβενιζελικοί αντιπρόσωποι, που εκφράστηκαν από δυο «κόμματα».Το «κόμμα» των Πειραιωτών, με επικεφαλής τον βενιζελικό Εμμ. Μαχαίρα, που περιλάμβανε αντιπροσώπους λιμενεργατών του Πειραιά, των άλλων μεγάλων λιμανιών της χώρας και των νησιών, καθώς και το αριθμητικά μικρότερο «κόμμα» των Αθηναίων, που εξέφραζε τις διοικήσεις των Εργατικών Κέντρων της Αθήνας και της Πελοποννήσου.
Διακριτή ήταν η παρουσία των αναρχοσυνδικαλιστών του Κώστα Σπέρα, που συμφωνούσαν με τους σοσιαλιστές στο θέμα της «πάλης των τάξεων», ήταν όμως αντίθετοι με την ιδέα του «εργατικού κόμματος».Οι σοσιαλιστές κατάφεραν να «περάσουν» την απόφαση για την αποδοχή της αρχής της «πάλης των τάξεων», όμως έχασαν την πλειοψηφία της διοίκησης της οποίας γραμματέας εξελέγη ο Εμμανουήλ Μαχαίρας.
Το Συνέδριο ενέκρινε επίσης ψήφισμα, που στήριζε ανεπιφύλακτα την εξωτερική πολιτική του ελληνικού κράτους. Στις λοιπές αποφάσεις του Συνεδρίου αξίζει να σημειωθεί, η καθιέρωση της ημέρας της 1ης Μάη, ως επίσημη γιορτή της εργατικής τάξης. Λόγω του συνεδρίου επίσης δημιουργήθηκαν και οι πρώτες Πανελλαδικές Επαγγελματικές Ενώσεις, όπως οι Ομοσπονδίες των Βυρσοδεψεργατών, των Υποδηματεργατών, των Μυλεργατών και Μακαρονοποιών, των Αρτεργατών, του Τύπου κ.λ.π.
Αποφασίστηκε αρχικά, η έδρα της Συνομοσπονδίας να είναι στον Πειραιά, όπου έμεινε 20 χρόνια. Το 1930 μεταφέρθηκε στην Αθήνα όταν αγοράστηκε από την εργατική εστία το κτίριο στην οδό Πατησίων 69 όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η πρώτη διάσπαση έγινε την Πρωτομαγιά του 1919, όταν το ΣΕΚΕ ζήτησε κοινή εκδήλωση με τη ΓΣΕΕ και η πλειοψηφία της Διοίκησης διαφώνησε.
Το Ιδρυτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ πέτυχε δύο σημαντικές κατακτήσεις. Πρώτο έβαλε σαν θεμέλιο την αρχή της πάλης των τάξεων και δεύτερο ανάτρεψε τις προσπάθειες της βενιζελικής κυβέρνησης να ελέγξει και να πατρονάρει την ΓΣΕΕ και μέσω αυτής όλο το κίνημα.
Η ανάδυση του ταξικού εργατικού πόλου
Στην πράξη, το 1918 κορυφώνεται μια μακρά διαδικασία διαμόρφωσης της εργατικής τάξης κατά την οποία ο ταξικός εργατικός πόλος αναδύεται ως οργανωμένο πολιτικό υποκείμενο. Οι τεχνίτες εργάτες φέροντας ως συστατικό στοιχείο της κουλτούρας και της ιδεολογίας τους την επαγγελματική αλληλεγγύη, τείνουν όλο και πιο πολύ σε πιο καθολικές ταξικές προσλήψεις της υπερβαίνοντας από τη μία τον σκληρό οριζόντιο επαγγελματικό διαχωρισμό και δημιουργώντας από την άλλη κάθετους ενδοεπαγγελματικούς διαχωρισμούς ανάμεσα σε εργάτες και εργοδότες. Με άλλα λόγια, οι υποδηματεργάτες έτειναν ολοένα και πιο πολύ να αισθάνονται πιο μακριά από τους εργοδότες τους ως κάτι σταθερά διαφορετικό και εχθρικό, ενώ σταδιακά άρχισαν να εντάσσουν τους άλλους εργάτες τους κλάδου, π.χ. αρβυλοεργάτες, κλπ, στο κοινό επαγγελματικό αίσθημα της αλληλεγγύης. Για να φτάσουν τελικά όλοι οι διαφορετικοί επαγγελματικοί εργατικοί κλάδοι να ενταχθούν σε μια κοινή υπερεπαγγελματική σωματειακή δομή αλληλεγγύης μόνο εργατών.
Η τομή αυτή είναι σημαντική καθώς την εποχή εκείνη η έννοια του εργάτη σε αυτά τα επαγγέλματα παρέμενε αντικειμενικά ρευστή. Η δουλειά, π.χ. στους υποδηματεργάτες, μοιραζόταν κατ’ αποκοπήν από τους εμπόρους σε μάστορες υποδηματοποιούς οι οποίοι καλούσαν άλλους υποδηματεργάτες «καλφάδες» να εργαστούν σε αυτούς μαζί με τους μαθητές τους. Ο μάστορας υποδηματοποιός που πήρε τη δουλειά σε μια επόμενη φάση ενδεχομένως να απολέσει αυτή τη δυνατότητα και να εργαστεί κάτω από άλλο εργάτη μάστορα, διαδικασία η οποία ήταν απαξιωτική για το κύρος του. Επίσης, θα μπορούσε να εργαστεί ως ελεύθερος εργάτης, δηλαδή να πάρει την κατ’ αποκοπή εργασία από έναν άλλο μάστορα υποδηματοποιό. Με άλλα λόγια, η διακριτή αντικειμενική διάσπαση σε εργοδότες και εργάτες αποτελούσε ζητούμενο παρά δεδομένο σε μια κοινότητα με κοινό το αίσθημα του υποδηματοποιού και κοινό αντίπαλο τον έμπορο υποδημάτων.
Μια άλλη διάσταση που χαρακτήριζε τα επαγγέλματα αυτά και περιόριζε την αλληλεγγύη στο επαγγελματικό επίπεδο ήταν οι οικογενειακοί και εθνοτοπικοί δεσμοί. Για παράδειγμα, οι αρτοποιοί, σχεδόν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, προέρχονταν από την Ήπειρο. Οικογένειες από τα χωριά της περιφέρειας αυτής έστελναν τα παιδιά τους σε συγγενείς ή συντοπίτες στην Αθήνα, την Θεσσαλονίκη κ.α. Πολλές φορές η αντιπαράθεση για τη διεκδίκηση μιας δουλειάς αποκτούσε μια τέτοια εθνικοτοπική διάσταση, όπως η σύγκρουση στο λιμάνι του Πειραιά ανάμεσα σε κρητικούς και μανιάτες. Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στους οικοδόμους, η εγκατάσταση μιας ομάδας μπουλουκιών με κοινή εθνικοτοπική σχέση σε μια πόλη δεν ήταν αυτονόητη καθώς ακολουθούσαν την δουλειά και επέστρεφαν στις πατρίδες τους με το τέλος της.
Συνεπώς, με την ίδρυση της ΓΣΕΕ επιτυγχάνεται η διεύρυνση του συναισθήματος του συνανήκειν από μια κλειστή ιεραρχημένη επαγγελματική κοινότητα σε μια διευρυμένη φαντασιακή εργατική κοινότητα σε πανεθνικό επίπεδο, όπου ο εργάτης της Κέρκυρας και ο εργάτης της Καβάλας νιώθουν ότι μοιράζονται μια κοινή μοίρα.
Ο επαγγελματικός χαρακτήρας των ιδρυτικών σωματείων της ΓΣΕΕ εξηγεί ως εκ τούτου τον υψηλό βαθμό συσπείρωσής τους. Οι κλάδοι αυτοί ήταν ήδη μαζικά συγκροτημένοι σε διαταξικές επαγγελματικές συσσωματώσεις, τις συντεχνίες, με βασικό αντίπαλο την ελεύθερη αγορά και τους καταστηματάρχες-εμπόρους. Ως εκ τούτου, έφεραν ήδη στην κουλτούρα τους και την συνδικαλιστική εμπειρία, αλλά και έναν λανθάνοντα αντικαπιταλιστικό λόγο.
Όταν λοιπόν η βενιζελική εργατική νομοθεσία του 1914 υποχρέωσε τον διαχωρισμό εργατικών και εργοδοτικών σωματείων, ουσιαστικά επιταχύνθηκε η διαδικασία αυτονόμησης του εργατικού ταξικού πόλου και δημιουργήθηκαν μαζικά εργατικά σωματεία.
Ήδη όμως στο πλαίσιο του βενιζελικού πατερναλιστικού λόγου, οι φιλελεύθεροι κοινωνιστές διανοούμενοι πρωταγωνιστούσαν από το 1910 με την ίδρυση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών, στην συνέχεια με το Εργατικό Κέντρο Βόλου και ύστερα με το Εργατικό Κέντρο Πειραιώς στην καλλιέργεια μιας ταξικής συνείδησης η οποία όμως δεν υπερέβαινε την εθνική ιδεολογία της συνεργασίας των κοινωνικών τάξεων.
Η αμφισβήτηση από τα αριστερά της βενιζελικής πολιτικής ριζοσπαστικοποίησε τον λανθάνοντα αντικαπιταλισμό. Καθοριστικοί παράγοντες στάθηκε η επαφή με την Φεντερασιόν. Επίσης, σε καμία περίπτωση, ιδιαίτερα εν μέσω πολέμου, δεν μπορεί να υποτιμηθεί η επίδραση της Οκτωβριανής επανάστασης στα εργατικά στρώματα ενισχύοντας τις τάσεις για πιο καθολικές προσλήψεις της εργατικής τάξης, αλλά και πιο ριζοσπαστικά περιεχόμενα και μορφές δράσεις και οργάνωσης.