Σαν σήμερα ο Χαρίλαος Τρικούπης είπε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν»

Πριν 127 χρόνια σαν σήμερα – στις 10 Δεκέμβρη 1893 – ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Χαρίλαος Τρικούπης αναγκάστηκε να πει στη Βουλή των Ελλήνων τη γνωστή ρήση “κύριοι, δυστυχώς επτωχεύσαμεν”.Ακολούθησε στη συνέχεια η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ) στην Ελλάδα από τους “ομολογιούχους”. Δηλαδή, τους δανειστές της χώρας, που κρατούσαν τα ομόλογα που είχε εκδώσει και πουλήσει το ελληνικό δημόσιο για να καλύψει τις ανάγκες του.
Το ιστορικό του “δυστυχώς, επτωχεύσαμεν”
Την περίοδο διακυβέρνησης της χώρας από τον Χαρ. Τρικούπη έγιναν οι πρώτες προσπάθειες “δημοσιονομικής εξυγίανσης”. Όρος που περιλάμβανε μεταξύ άλλων και την “αναμόρφωση του δημοσιονομικού και διοικητικού οργανισμού της χώρας, την εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας”. Μια αναμόρφωση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των ξένων, ώστε να λυμαίνονται την ελληνική οικονομία και τον ορυκτό της πλούτο.
Μετά το θάνατο του Χ. Τρικούπη ακολούθησε ο καταστροφικός ελληνο-τουρκικός πόλεμος του 1897. Η κατάληξη αυτού του πολέμου ήταν η επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ), από τους ξένους και ντόπιους πιστωτές της Ελλάδας, τους λεγόμενους “ομολογιούχους”.
Το ιστορικό μέχρι το “δυστυχώς επτωχεύσαμεν” και την επιβολή του ΔΟΕ – όπως έχει καταχωρηθεί στην ιστορία – έχει ως εξής:
Το 1885 ,ο Δεληγιάννης διαδέχτηκε στην πρωθυπουργία τον Χαρ. Τρικούπη, που είχε κυβερνήσει τη χώρα από το 1882 μέχρι το 1885. Ο Δεληγιάννης, όμως, δεν κατάφερε ν’ ανταποκριθεί στους όρους των δανείων που είχε συνάψει για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου ο Χαρ. Τρικούπης.
Ο Χαρ. Τρικούπης, που νίκησε στις εκλογές του Μάη του 1892, δεν κατάφερε κι αυτός να συνάψει νέο εξωτερικό δάνειο και παραιτήθηκε.Δημιουργήθηκε νέο κυβερνητικό σχήμα, με τους Ράλλη και Σωτηρόπουλο,οι οποίοι όμως σύντομα παραχώρησαν και πάλι τη θέση τους στον Χ. Τρικούπη.
Το 1893 ο Χαρ. Τρικούπης, εξαιτίας της άσχημης οικονομικής κατάστασης, αναγκάστηκε να πει στη Βουλή σαν πρωθυπουργός τη φράση “κύριοι, δυστυχώς, επτωχεύσαμεν”,που έμεινε ιστορική.
Η πτώχευση της Ελλάδας σήμανε κλονισμό της δραχμής και ολοκληρωτικό μαρασμό της ελληνικής οικονομίας.
Η κήρυξη της Ελλάδας σε πτώχευση έγινε με αφορμή τη βίαιη ανθελληνική εκστρατεία στο εξωτερικό, αλλά και για την επιβολή δυσβάσταχτων βαρών στις λαϊκές μάζες.(σ. σ Μήπως αυτά θυμίζουν κάτι; Μήπως παρόμοιες δηλώσεις για επίθεση από το Διευθυντήριο των Βρυξελλών, τους υπερατλαντικούς μας συμμάχους και άλλους κύκλους στο εξωτερικό δε γίνονται και σήμερα;).
Η ιστορία λέει επίσης ότι ο Χαρ. Τρικούπης έσπευσε στην Ευρώπη και ζήτησε δάνεια για την οικονομική στήριξη της υπερχρεωμένης ελληνικής οικονομίας. Οι κυβερνήτες και οι τραπεζίτες της Ευρώπης, παίζοντας καλά το παιχνίδι στη σκακιέρα του εμπορικού και πολιτικού μοιράσματος του κόσμου, αρνήθηκαν τη χορήγηση νέου δανείου – και φυσικά τη στήριξη που αναζήτησε σ’ αυτούς ο Τρικούπης. Ετσι, ο τελευταίος έχασε στις εκλογές του Απρίλη του 1895 , αποσύρθηκε από την πολιτική και πέθανε ένα χρόνο αργότερα (το 1896) στη Ριβιέρα της Γαλλίας.
Στις εκλογές του 1895, τη μάχη κέρδισε ξανά ο Δεληγιάννης, ο οποίος – με τη βοήθεια των ξένων “συμμάχων μας” – σύρθηκε σε πόλεμο με τους Τούρκους τον Απρίλη του 1897, που κατέληξε σε πανωλεθρία για τους Έλληνες.
Πριν τα τέλη Απρίλη του 1897, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ράλλης, τον οποίο διαδέχτηκε στη συνέχεια ο Ζαϊμης. Η κατάσταση για την Ελλάδα γινόταν όλο και πιο συγκεχυμένη, εξαιτίας των αντικρουόμενων συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων και των πιέσεων που ασκούσαν οι “ομολογιούχοι”.Τελικά, η Ελλάδα βγήκε από τον τυχοδιωκτικό αυτό πόλεμο νικημένη και ταπεινωμένη, καθώς της επιβλήθηκε πολεμική αποζημίωση και Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος.
Συνέπειες της κήρυξης της Ελλάδας σε πτώχευση
Συνέπεια της κήρυξης της Ελλάδας σε πτώχευση ήταν η ένταση της εξάρτησης της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας από το χρηματιστικό κεφάλαιο. Αδιάψευστος μάρτυρας, το γεγονός ότι 4 χρόνια μετά την πτώχευση του 1893 και υπό την πίεση της στρατιωτικής ήττας του 1897, επιβλήθηκε στην Ελλάδα ο Διεθνής Οικονομικός Ελεγχος (ΔΟΕ) με το νόμο ΒΦΙΘ/23 – 2 – 1898,με τη μορφή …”οικονομικής βοήθειας”.
Η οικονομική “βοήθεια”, που πρόσφεραν με το δάνειό τους οι ξένοι τραπεζίτες στην Ελλάδα, συνοδεύτηκε με σκληρούς πολιτικούς όρους και φυσικά την παραχώρηση του δικαιώματος στους ξένους να κάνουν κουμάντο στην ελληνική οικονομία. Όπως σημειώνουν και οι ιστορικοί, ο έλεγχος που επιβλήθηκε τότε στην Ελλάδα ήταν βαρύτερος σε σχέση με τους ελέγχους που επιβλήθηκαν σε άλλες υπανάπτυκτες χώρες, όπως η Τυνησία, το Μαρόκο, η Αίγυπτος, η Τουρκία.
Ο έλεγχος των δημόσιων προσόδων και η “εξυγίανση” των δημόσιων οικονομικών – έτσι είχαν βαφτίσει και τότε τη ληστεία που γινόταν από το χρηματιστικό κεφάλαιο σε βάρος της ελληνικής οικονομίας και του λαού της – εξασφάλιζαν για τους ξένους ομολογιούχους την τακτική είσπραξη των τοκοχρεολυσίων (των δανείων), ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τον κίνδυνο μη καταβολής τους.Η “εξυγίανση” των δημόσιων οικονομικών, στην κατεύθυνση της φτηνής διαχείρισης, επέβαλε τη σταδιακή μείωση του χαρτονομίσματος που κυκλοφορούσε για λογαριασμό του ελληνικού κράτους (παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 30 του νόμου ΒΦΙΘ).
Την όλη επιχείρηση διάσωσης των συμφερόντων των πιστωτών στήριξε το εγγυημένο δάνειο των 151,3 εκατ. φράγκων. Με το δάνειο αυτό καλύπτονταν:
1) Οι αποζημιώσεις,που υποχρεώθηκε να καταβάλει η Ελλάδα στην Τουρκία συνολικού ύψους 93,9 εκατ. φράγκων.
2) Το κυμαινόμενο κρατικό χρέος ύψους 31,4 εκατ. φράγκων.
3) Το έλλειμμα του ελληνικού δημοσίου για το έτος 1897 ύψους 22,5 εκατ. φράγκων και
4) Οι δαπάνες έκδοσης του δανείου (προμήθειες, μεσιτικά κλπ.) ύψους 3,5 εκατ. φράγκων.
Η συνταγή ήταν απλή και σίγουρη. Το κράτος λειτουργεί και με μεγάλες δαπάνες για την εξυπηρέτηση των ξένων ομολογιούχων και υπηρετεί με συνέπεια (αφού αφαιρεθούν οι κυριότεροι πρόσοδοι για εξυπηρέτηση των εξωτερικών δανείων) το φιλελεύθερο ιδεώδες της χρηστής χρηματοδότησης.
Η οικονομικοκοινωνική εξέλιξη της χώρας ανάγεται σε υπόθεση της ιδιωτικής οικονομίας και στην περίπτωσή μας στο αναιμικό ντόπιο κεφάλαιο, στα εμβάσματα των Ελλήνων του εξωτερικού και στο αναμενόμενο ενδιαφέρον του ξένου κεφαλαίου, για το οποίο οι νέες συνθήκες κρίνονται ελκυστικές.