«Νίκο, σήκω!», κι εκείνος απαντά: «Πάμε για καθαρό αέρα ε»;…

«Νίκο, σήκω!», κι εκείνος απαντά: «Πάμε για καθαρό αέρα ε»;…

Ήταν 30 Μάρτη 1952. Ήταν Κυριακή.

Κυριακή! Μέρα που κατά της διάρκεια της Κατοχής ακόμα και αυτοί οι Γερμανοί ναζί δεν έκαναν εκτελέσεις…

Πριν ακόμα χαράξει, μέσα στο σκοτάδι, στις 4.12’ τα χαράματα, σαν κοινός δολοφόνος, το κράτος των γερμανοτσολιάδων, αυτών που πλέον είχαν ντυθεί αμερικανοτσολιάδες, το κράτος των μαυραγοριτών, αυτών που έχτιζαν «Νέους Παρθενώνες» στη Μακρόνησο, προχωρούσε στο στυγερό έγκλημα.

Όταν οι φύλακες άνοιξαν το κελί του, οι σύντροφοί του δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε, καθώς εκτελέσεις δεν γίνονταν ποτέ τις Κυριακές. Ο Μπελογιάννης όμως, το κατάλαβε και ρώτησε το φύλακα: «Πάμε για καθαρό αέρα ε»; 

 Έτσι αντίκρισε τον θάνατο ο Νίκος Μπελογιάννης. Κατάματα… 

Σε ένα συγκλονιστικό ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή» την επόμενη μέρα της εκτέλεσης του Νίκου Μπελογιάννη και των συντρόφων του (Δημήτρη Μπάτση, Νίκο Καλούμενο και Ηλία Αργυριάδη), ο δημοσιογράφος Γιώργος Κορωναίος, περιγράφει τις τελευταίες στιγμές:

«Ο υπαρχιφύλαξ, διαταχθείς υπό του διευθυντού του, μετέβη αμέσως εις την πτέρυγαν όπου ευρίσκοντο τα κελιά των 8 μελλοθανάτων και εισήλθεν πρώτον εις το υπ’ αριθμ. 2 απομονωτήριον, εις το οποίο εκρατούντο οι Μπελογιάννης, Λαζαρίδης και Μπάτσης. Πλησιάζει τον Μπελογιάννη.

“Νίκο σήκω”

Ατάραχος ο Μπελογιάννης σηκώνεται και λέει:

“Πάμε για καθαρό αέρα;”

“Ναι, του απαντά, σας πάνε για εκτέλεση” (…)»

Την ίδια μέρα που εκτέλεσαν τον Μπελογιάννη, ο Γιάννης Ρίτσος, εξόριστος στον Αϊ – Στράτη, στο ποίημά του «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ», γράφει:

«Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε./ Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία./ Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώσει (…)».
 

Το έγκλημα που έκανε ο Νίκος Μπελογιάννης ήταν ότι υπήρξε κομμουνιστής κι αυτό δεν μπορούσαν να του το συγχωρέσουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διεθνιστή ο ίδιος, ενός πραγματικού πατριώτη που πάλευε και με το όπλο παρά πόδα, αλλά και με την ίδια του την πένα και το κοφτερό του το μυαλό για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες στον τόπο μας.

Έγγραφο της ασφάλειας τον Μάιο του 1950 αναφέρει πως ο Μπελογιάννης είναι άνθρωπος «ευρείας μαρξιστικής και εγκυκλοπαιδικής μορφώσεως ως και δεινός χειριστής του λόγου και της γραφίδος».

Δίδαξε θάρρος, ειλικρίνεια, τιμιότητα, λεβεντιά και αυτοθυσία, με τον τρόπο που ξέρουν να διδάσκουν μόνο εκείνοι που έχουν ταχθεί με όλη τους την καρδιά στην υπεράσπιση των συνανθρώπων τους, που αντιπαλεύουν την κοινωνική αδικία και μπαίνουν μπροστάρηδες για τη δημιουργία ενός κόσμου χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Μετά τη δολοφονία του, ο σπουδαίος γάλλος ποιητής, Πωλ Ελυάρ, έγραψε: «Ο Μπελογιάννης είναι νεκρός. Δε θυσίασε τίποτα απ’ την τιμή και την ελπίδα μας για ένα αύριο φωτεινό. Χαμογελούσε…»

Το διάσημο σκίτσο του Πικάσο, που στην άκρη του μένει ανοιχτό, έκανε τον γύρο του κόσμου και μνημονεύεται μέχρι και σήμερα. Όταν τον είχαν ρωτήσει γιατί δεν το έκλεισε, είχε πει: «Έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο δεν μπορείς να τον κλείσεις σε ένα πορτρέτο»…

«Νομίζω ότι ο πατριωτισμός ενός κόμματος ή και ατόμων ακόμα κρίνεται όταν κινδυνεύουν η ανεξαρτησία, η ελευθερία και ακεραιότητα της πατρίδας μας. Εκεί βρίσκεται η λυδία λίθος, αυτό είναι το κριτήριο για τον πατριωτισμό ενός κόμματος. Και αν θελήσει κανείς με τέτοια κριτήρια να κρίνει το ΚΚΕ, θα δει ότι δεν είναι κόμμα προδοτικό αλλά αντίθετα είναι καθαρά ελληνικό και πατριωτικό. […] Ένα δεύτερο κριτήριο για το εάν είμαστε προδότες είναι αυτό: αν ήμασταν προδότες στο τέλος δεν θα είχαμε καμιά επιρροή στον λαό και θα παύαμε να υπάρχουμε σαν κόμμα και σαν οργάνωση ενώ το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. […] Αγαπάμε την Ελλάδα και το λαό της περισσότερο από τους κατηγόρους μας. Το δείξαμε όταν εκινδύνευε η ελευθερία, η ανεξαρτησία και η ακεραιότητά της και ακριβώς αγωνιζόμαστε για να ξημερώσουν στη χώρα μας καλύτερες μέρες χωρίς πείνα και πόλεμο. Για τον σκοπό αυτό αγωνιζόμαστε και όταν χρειαστεί θυσιάζουμε και τη ζωή μας», είπε, μεταξύ άλλων, στην «απολογία» του ο Νίκος Μπελογιάννης, στη δεύτερη δίκη του, το Φεβρουάριο του 1952, στο Α΄ Διαρκές Στρατοδικείο Αθηνών.

Google+ Linkedin