ΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ – ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ
Του Σωτήρη ΣΑΛΗ
Ένα από τα παράδοξα της Ελληνικής κοινωνίας είναι και το ενδιαφέρον από την τοπική αυτοδιοίκηση για τη χρήση του νερού καθώς και το δικαίωμα διαχείρισης και αξιοποίησης ολόκληρου του υδάτινου δυναμικού όπως αυτό προκύπτει μέσα από τις συνεχείς δηλώσεις των παραγωγών αλλά και των συνεταιριστικών ή δημόσιων φορέων όπου πλέον φανερώνονται τα διαθέσιμα αποθέματα .
Και αυτό αφορά όχι μόνο την ύδρευση αλλά και την άρδευση.
Μια νοοτροπία η οποία αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες στις ανεπτυγμένες χώρες είναι και η αρμοδιότητα ευθύνης της λειτουργίας των επιχειρήσεων που έχουν σχέση με την άμεση ωφέλεια ή εξυπηρέτηση των πολιτών.
Επιχειρήσεις δηλ. ή εταιρείες που έχουν απ ευθείας κοινωνική σχέση με τους πολίτες ή αλλιώς έχουν κοινωφελή χαρακτήρα. Τέτοιες επιχειρήσεις είναι και οι επιχειρήσεις διαχείρισης του νερού της ύδρευσης και της άρδευσης αλλά και της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών κλπ.
Τα χρόνια που πέρασαν και ενώ υπήρχε ένα σαφές νομικό πλαίσιο, για τη λειτουργία τέτοιου είδους και όχι μόνο επιχειρήσεων, η οργανωμένη διοίκηση σε πολλές περιπτώσεις απέτυχε να διαχειριστεί επιτυχώς και προς όφελος των πολιτών τις συγκεκριμένες και οργανωτικά θεσμοθετημένες κοινωφελείς επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα σε πολλές περιπτώσεις να οδηγηθούν σε χρεοκοπία και το βάρος να επωμίζεται στους φορολογούμενους πολίτες. Θεωρήθηκε έτσι σαν λύση στο πρόβλημα αυτό η προσπάθεια για μεταφορά της ευθύνης λειτουργίας από την αρμοδιότητα της αυτοδιοίκησης σε ιδιώτες με ειδικές συμβάσεις , γνωστές και σαν ΣΔΙΤ. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια σαφή αποδοχή και επιβράβευση της ανικανότητας των εκλεγμένων ή διορισμένων λειτουργών που οδήγησαν τα πράγματα σε τέτοιο σημείο αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Έτσι η είσοδος των ιδιωτών – επενδυτών στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας θεωρείται ακόμα και σήμερα η μοναδική λύση.
Είναι άξιο απορίας όμως πως θα επανέλθουν αυτές οι εταιρείες και οι οργανισμοί σε φυσιολογική λειτουργία τη στιγμή που έχουν πλήρως καταρρεύσει αξιοποιώντας πολλές φορές τα ίδια προηγούμενα στελέχη. Και πώς μπορεί μια τέτοια επιχείρηση να ξαναγίνει κερδοφόρα και να ανταποδίδει τις κοινωνικές ευθύνες που έτσι κι αλλιώς ήσαν θεσμοθετημένες. Η απάντηση είναι ότι αυτό μπορεί να γίνει τηρώντας στην ουσία το καταστατικό λειτουργίας για το οποίο ιδρύθηκε η κάθε εταιρεία. Και εφ όσον η συντεταγμένη πολιτεία διαπιστώνει που ήταν τα λάθη της, ομολογεί ταυτόχρονα ότι οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις είναι ή μπορεί να είναι κερδοφόρες αλλά κυρίως ανταποδοτικές. Τη στιγμή όμως που αποτινάσσει από πάνω της τις ευθύνες λειτουργίας και διαχείρισης εγγυάται κυρίως στον ιδιώτη – επενδυτή την κερδοφορία, γιατί διαφορετικά δεν υπάρχει επενδυτής και όχι την ανταποδοτικότητα.
Αυτό που θεωρείται βέβαια σαν σοφή λύση από την πλευρά της συντεταγμένης πολιτείας δεν είναι κάτι καινούριο. Στο παρελθόν σε αρκετές περιπτώσεις επιχειρήσεις άλλαξαν μορφή διοίκησης από δημόσιες σε ιδιωτικές και ξανά πίσω με συνεχή εναλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος σε διάφορα ποσοστά συμμετοχής και στο τέλος το αποτέλεσμα δεν ήταν, όπως είπαμε και πριν , προς όφελος των πολιτών ή καταναλωτών, αφού οι ζημίες μεταφέρονταν κάθε φορά στις πλάτες τους.
Η οργανωμένη και ώριμη κοινωνία, στην οποία θέλουμε να πιστεύουμε ότι συμμετέχουμε, θα πρέπει να έχει σοφία και σύνεση στις δράσεις της και στις επιλογές της με κριτήριο το συμφέρον των πολιτών. Εδώ μπαίνει και η σκληρή πραγματικότητα η οποία επαληθεύει όσα και προηγουμένως αναφέραμε. Χώρες που δεν ελέγχουν απόλυτα τις υποδομές τους και τον πλούτο τους οδηγούνται σε παράδοξους συμβιβασμούς αφού τους έχει αφαιρεθεί η ουσία της διαπραγμάτευσης.
Αυτό όμως σημαίνει ότι ακόμα και σε αυτές τις χώρες που οικονομικά έχουν καταρρεύσει υπάρχει σαφής τρόπος επανόδου στην κανονικότητα. Και αυτό σημαίνει ενεργοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων.
Φτάνοντας τέλος στη χρήση του νερού και στη περίπτωση της ύδρευσης. Ο τρόπος διαχείρισης του νερού από την πλευρά του κράτους επέφερε ανεξόφλητα χρέη και υπέρογκες δαπάνες συντήρησης των υποδομών έως και κατάρρευση των ίδιων των επιχειρήσεων, σε αρκετές περιπτώσεις. Έτσι το κράτος εκχωρώντας την διαχειριστική ευθύνη στον ιδιωτικό τομέα , ακόμα και αφού ήξερε ότι στο τέλος η ευθύνη βαραίνει το δημόσιο καθώς αυτό είναι υπεύθυνο να ελέγχει και να διορθώνει τυχόν παρεκκλίσεις από τα αρχικά σχέδια ή συμβόλαια. Έτσι με την απουσία των βασικών εγγυητών των ιδιωτικών εταιρειών η ιδιωτικοποίηση δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ειδικά την εκπλήρωση των κοινωνικών στόχων ή της κοινωνικής πρόνοιας. Και από την άλλη η λάθος προσέγγιση συνεργασίας από την πλευρά του δημοσίου με την κατάρτιση συμβολαίου το οποίο δεν καθορίζει και δεν ελέγχει κατάλληλα τις νομικές δεσμεύσεις του ιδιωτικού φορέα επιτρέπει και την υπερτιμολόγηση η οποία παρατηρείται σε όλες τις περιπτώσεις.
Η ιδιωτικοποίηση του νερού που προορίζεται για ύδρευση έχει εφαρμοστεί σε αρκετές περιπτώσεις σε δήμους του εξωτερικού, όπως στο Βερολίνο, σε δήμο της Λισαβόνας, στο Μπορντό, στη Βρέστη, στο Παρίσι και συνολικά σε 40 Γαλλικούς δήμους και αλλού. Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξε τελικά επαναδημοτικοποίηση των υπηρεσιών ύδρευσης. Αυτό λοιπόν που τώρα επιχειρείται και αναφέρεται σαν το //σχέδιο του αιώνα// και αφορά την ιδιωτικοποίηση του νερού ύδρευσης σε όλη την Ευρώπη θα έπρεπε να εξεταστεί προσεχτικά, ειδικά από τους δήμους, αφού δεν είναι υποχρεωτικό να οδηγηθεί συνολικά η διαχείριση του νερού σε άλλα μη δημοτικά ή κρατικά χέρια και από την αρχή να μην εξασφαλίζεται θετική εξέλιξη για το κοινωνικό σύνολο.
Στη δεύτερη περίπτωση με το νερό που προορίζεται για άρδευση συμβαίνει το αντίθετο. Οι δήμοι επιχειρούν να βάλουν όρους και κανόνες στο νερό της άρδευσης εμφανίζοντας νέους τεχνικούς κανονισμούς οι οποίοι καθιστούν τις δημοτικές υπηρεσίες υπεύθυνες για τη διαχείριση του αρδευτικού νερού. Η επιχείρηση είσπραξης τελών προηγουμένων ετών λειτουργεί σαν σκεπτικό ομαλής και δίκαιης κατανομής χρήσης του αρδευτικού νερού τη στιγμή που η πραγματικότητα της εφαρμογής της άρδευσης έχει τεράστιες ιδιαιτερότητες.
Η ύπαιθρος και γενικότερα η παραγωγική γη έχει σε μεγάλο βαθμό εγκαταλειφθεί με αποτέλεσμα μεγάλες εκτάσεις στις περιοχές ευθύνης της κάθε αρδευτικής ομάδας να παραμένουν επί πολλά χρόνια ακαλλιέργητες. Και στην πραγματικότητα ελάχιστες εκτάσεις αρδεύονται, με βάση το καταστατικό της κάθε ομάδας, καθιστώντας το κόστος λειτουργίας τους υπερβολικό και δυσβάσταχτο για τους παραγωγούς. Και έτσι εδώ προστίθεται η βιωσιμότητα των παραγωγών και η στρεμματική απόδοση των καλλιεργειών σε συνδυασμό με την επαγγελματική αβεβαιότητα και την διάρκεια παρουσίας στην αγορά.
Μοιραία λοιπόν παίρνει πρωτεύοντα ρόλο η στήριξη και το ενδιαφέρον της κεντρικής εξουσίας για τον πρωτογενή τομέα όπου εκτός των άλλων μεγάλης σημασίας υπόθεση είναι όχι μόνο το διαθέσιμο νερό αλλά και το κόστος του. Γιατί όταν διπλασιάζεται η τιμή του αγροτικού ρεύματος και το κόστος νερού αυξάνει τόσο λιγότερο ανταγωνιστικό είναι το τελικό προιόν.
Έτσι στην περίπτωση της ύδρευσης εμφανίζεται προσπάθεια απαλλαγής των ευθυνών διαχείρισης από τους δήμους ενώ στη δεύτερη περίπτωση προσπαθούν να ενσωματώσουν το νερό της άρδευσης στις διαχειριστικές τους δυνατότητες. Πώς αυτό εξηγείται είναι άξιο αναζήτησης ή λογικής.
Σε αυτούς που διαχειρίζονται τα κοινά μένει η γνώση η υπευθυνότητα και η όρεξη για προσφορά στους συμπολίτες . Άλλωστε για αυτό εκλέχτηκαν.