Ο Θεός πουλιέται πακετάκι με χατζάρες και φωτιές. Ο Τραμπ στην Αμερική τάζει μπόλικο θεό και πετρέλαιο για να επανεκλεγεί αρχηγός του λεφτότσιρκου. Στο Πακιστάν, των φθηνών εργατικών χεριών, καταμεσής του δρόμου λιντσάρεται κάποιος που δήθεν πρόσβαλε το λαό. Στη Λυών μετά την απαγόρευση της κυκλοφορίας εκατόν πενήντα Αζερότουρκοι, όπως και λίγο παρακάτω στην Ισπανία, με συνθήματα υπέρ του θεού, βγαίνουν και ψάχνουν Αρμένιους να σφάξουν. Εδώ, εποχή κορονοϊού, είναι μέρες που δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τις εκκλησίες από τα λαδάδικα, στην πολυκοσμία. Θρηνούν πολλοί για τις ματσέτες και τις χατζάρες που παίρνουν κεφάλια, αλλά σιωπή και χαμηλή ανατριχίλα για δυο μητροκτονίες, με υποκείμενο νόσημα την ψυχική επιβάρυνση παιδιών στα πενήντα, που κουράστηκαν να φροντίζουν γριές στα ογδόντα.
Κερδοσκόποι και δημοσκόποι ακάθεκτοι. Το όλοι μαζί τα φάγαμε έγινε όλοι μαζί τους φάγαμε. Τους εργαζόμενους. Με αφορμή και άλλοθι την πανδημία. Το κεφάλαιο τρίβει τα χέρια του, καθώς εξασφάλισε ανανέωση της στρατιάς δούλων εργαζομένων ανά εξάμηνο. Αλλά και την ποινική δίωξη των συνδικαλιστών. Δεν ξέρω για τη Δημοκρατία, αλλά η Εργασία δεν είναι απλώς στα πατώματα. Σφαγιάστηκε. Αποκεφαλίστηκε. Με «νόμιμο» μαχαίρι. Η μόνη «ιδιοκτησία», που κατέκτησε με το αίμα του ο εργαζόμενος άνθρωπος, ο χρόνος, το λάδι στο καντήλι του που λένε και οι θεοσεβούμενοι, κατασχέθηκε από τους εκμεταλλευτές. Στα καθ’ ημάς, μόλις προχτές στη Βουλή. Μαζί με τη μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι. Ο νόμος της κάθε τεχνητής πλειοψηφίας στην κάθε αυτοπροσδιοριζόμενη τρομοκρατική δημοκρατία έγινε λαιμητόμος. Κι η πανδημία, με παντιέρα τη μασκοφορία, φτιάχνει ουρές από εκούσια κι ακούσια θύματα.
Κάθε μέρα συναντώ ολοένα και περισσότερους αυτόχειρες διλημματίες, που πρέπει να διαλέξουν ή το φόβο της αρρώστιας ή το φόβο της ανεργίας. Ανθρωποι που δεν τους το’ χα, κι όμως εξακολουθώ να τους σέβομαι, γιατί προσπαθούν να πάνε στο απόσπασμα της φρικώδους συγκυρίας σιωπηλοί και χωρίς ψυχοφάρμακα. Είναι κι άλλοι, που πάλι δεν τους το ‘χα, που αυτοχαρακτηρίζονται Ζορμπάδες επί ματαίω, που πίνουν, γλεντάνε με ό,τι βρουν, όπου τους κάτσει, κραυγάζοντας δίκην Αλαχουάκμπαρ, αποθανέτω η ψυχή μου μετά των αλλοφύλων, εννοώντας τους κουρασμένους κι απελπισμένους της διπλανής πόρτας.
Στα αμάσητα κι ακατάπιωτα non paper της τωρινής κυβέρνησης, ο δοσιλογικός δείκτης της πανδημικής καπιταλιστικής κατοχής στιγματίζει πότε τις ορμόνες των εφήβων και πότε τη ρασολατρία των γερόντων. Η ειδησεογραφία και οι χειριστές της μοιάζουν με παζάρι αργυραμοιβών, σ’ έναν εξωτικό σύγχρονο μεσαίωνα. Κι έτσι στα ψιλά διαβάζω πόσο πολλαπλασιάστηκαν οι νεαροί δισεκατομμυριούχοι στην Κίνα. Ο συντάκτης εκπλήσσεται που είναι όλοι τους κάτω των σαράντα. Επίσης στα ψιλά διαβάζω ότι την Τρίτη στις εκλογές στις ΗΠΑ κρίνονται, εκτός των άλλων, και εκατόν εικοσιτέσσερα τοπικά δημοψηφίσματα απ’ την απαγόρευση των εκτρώσεων έως την απαγόρευση των αποζημιώσεων σε απόλυση. Στα διαδικτυακά ψιλά, βλέπω φωτογραφίες από στεφάνια σε διάφορα μνημεία του πολέμου του ’40, με φαρδύ πλατύ το όνομα του καταδικασμένου ναζιστή, που έκανε τις κασιδιαριές του, κι απ’ το κελί ταυτίζεται ως ήρωας – δοσίλογος του …Τσολάκογλου.
Λοκντάουν, ξε-λοκντάουν, στην Αλεξανδρούπολη ετοιμάζεται γιγάντια ΝΑΤΟική άσκηση που θα ωχριά ο …συνωστισμός της Σμύρνης. Το κομπιουτεράκι μου πήρε φωτιά. Υπολογίζω τα ρεπό φίλων και γνωστών, ώρα την ώρα. Εστιάζω εκτός εστίασης. Το αφεντικό σε βάζει να δουλεύεις δέκα ώρες τη μέρα, πέντε μέρες τη βδομάδα, ήτοι εικοσιτέσσερις βδομάδες χωρίς σταματημό. Χωρίς πληρωμένες υπερωρίες. Κι ύστερα του περισσεύουν διακόσιες σαράντα στο εξάμηνο ώρες, που μπορεί να στις δώσει όπως θέλει, όποτε θέλει, συνυπολογίζοντας σ’ αυτές και τον ύπνο και το φαΐ σου. Δεν μου βγαίνει ο λογαριασμός σε επίπεδο ανθρώπου. Το ομολογώ. Η τεχνητή νοημοσύνη του πανδημικού καπιταλισμού δεν έχει το Θεό της.
*Αναδημοσίευση από τον «Ριζοσπάστη» του Σαββατοκύριακου, Σάββατο 31 Οχτώβρη 2020 – Κυριακή 1 Νοέμβρη 2020