Oι νικητές του 75ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας
Χρυσό Λιοντάρι στο «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν, δύο μεγάλα βραβεία για το «The Favourite» του Γιώργου Λάνθιμου!
Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο απέδειξε ότι εκτός από υπέροχος σκηνοθέτης, είναι και άξιος Πρόεδρος Κριτικής Επιτροπής, επιβραβεύοντας, μαζί με τα μέλη της επιτροπής του, τις αληθινά σπουδαιότερες και σημαντικότερες ταινίες του φετινού Διαγωνιστικού Προγράμματος.
Ετσι, ο Αλφόνσο Κουαρόν και το προσωπικό «Roma» του σήκωσαν τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας, το «The Favourite» του Γιώργου Λάνθιμου έσκισε, με τον Αργυρό Λέοντα (Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής) και το βραβείο ερμηνείας για την Ολίβια Κόλμαν (πρόσω ολοταχώς για τα Οσκαρ) κι ο Ζακ Οντιάρ ξεχώρισε για την ώριμη, τόσο γοητευτική ταινία του, «The Sisters Brothers», που κέρδισε το Βραβείο Σκηνοθεσίας.
Ταυτόχρονα, η Επιτροπή τίμησε τρανταχτά το «The Nightingale» της Τζένιφερ Κεντ, με δύο βραβεία, Νέου Ηθοποιού και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής, φέρνοντας στο επίκεντρο το φιλμ που μίλησε για ισότητα, γυναικεία δύναμη, ρατσισμό, με ιδιαίτερη και καθηλωτική κινηματογραφική φωνή. Παράλληλα, οι αδελφοί Κοέν αναγνωρίστηκαν για μια από τις ωραιότερες ταινίες τους των τελευταίων χρόνων, το «The Ballad of Buster Scruggs», ενώ ο Γουίλεμ Νταφό κέρδισε, επιτέλους, το πρώτο μεγάλο βραβείο της καριέρας του, για το ρόλο του Βίνσεντ βαν Γκογκ στο «At Eternity’s Gate» του Τζούλιαν Σνάμπελ.
Τα βραβεία του Επίσημου Διαγωνιστικού επέλεξε η Κριτική Επιτροπή με Πρόεδρο τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο και μέλη τους Σίλβια Τσανγκ, Τρίνε Ντίρχολμ, Νικόλ Γκαρσιά, Πάολο Τζενοβέζε, Μαλγκορζάτα Ζουμόφσκα, Τάικα Γουαϊτίτι, Κριστόφ Βαλτς και Ναόμι Γουοτς.
Βενετία 2018: «Roma», ανοχύρωτες αναμνήσεις, ή η ταινία ζωής του Αλφόνσο Κουαρόν
Το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν είναι μια ταινία ασπρόμαυρη κι αυτό το κείμενο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Οι αναμνήσεις του σκηνοθέτη από το Μέξικο Σίτι του ’71, αποτυπώνονται ως ανάμνηση, μ’ ένα απόλυτα εστέτ ύφος, σε μια νέα ερμηνεία του νεορεαλισμού. Ενα καινούριο σινεμασκόπ (65mm), ψηφιακό και μοντέρνο. Χωρίς εντάσεις, χωρίς έντονα κοντράστ, με απαλό φως που όμως διαπερνά πρόσωπα και πράγματα. Είναι οι αναμνήσεις του κι οι γυναίκες που τις διαμόρφωσαν.
Σ’ ένα μεσοαστικό σπίτι τη νέα δεκαετία του ’70, η ζωή κυλά με τη φούρια της καθημερινότητας. Ο γιατρός μπαμπάς και η (με σπουδές βιοχημείας) οικοκυρά μαμά βιώνουν το χωρισμό τους, αλλά συγκαλυμμένα, μυστικά. Τα τέσσερα παιδιά και η γιαγιά αναπληρώνουν το θόρυβο, τις ταραχές και τα παιχνίδια. Ολα περνούν από τα χέρια κι από τα μάτια της Κλέο, της μιας από τις δυο υπηρέτριες του σπιτιού. Πιτσιρίκα κι η ίδια, στα πρόθυρα ενός αρραβώνα ίσως, φροντίζει για όλα και για όλους, παρηγορεί, αγκαλιάζει, φέρνει φαγητά, μαζεύει το τραπέζι και τα ρούχα, καθαρίζει, παρατηρεί. Κανείς δεν παρατηρεί την ίδια την Κλέο, παρά μόνο η κάμερα κι εμείς.
Για ώρα ο Κουαρόν ξεδιπλώνει την ταινία του υπερβολικά ήσυχα. Επίπεδα, ασήμαντα καθημερινά πράγματα σκεπάζουν μια ένταση που σιγά-σιγά, αδιόρατα αλλά καθηλωτικά, αυξάνεται με οικείες αφορμές. Η ετοιμόρροπη αυτοσυγκράτηση της Σοφία, της κυρίας του σπιτιού. Τα πείσματα των μικρών. Η αυλή που γεμίζει με τα κακά του σκύλου που δεν βγαίνει βόλτα: ποιος και πότε θα τα πατήσει; Κι ο φίλος της Κλέο, θα της δώσει ποτέ τη σημασία που αξίζει;
Για να συνδεθεί αυτή, η αδιόρατη, υπόγεια ένταση, σ’ ένα συναισθηματικό ποτάμι που θα οδηγήσει στο δεύτερο μέρος και στο φινάλε της ταινίας. Χωρίς υπερβολές, μόνο με αλήθεια. Για την αγαπημένη μεσοαστική τάξη που ποτέ δεν κοίταξε, πραγματικά, όσα συνέβαιναν γύρω της, πασχίζοντας να συντηρήσει τον τρόπο ζωής της χωρίς ανατροπές. Σαν το μεγάλο οικογενειακό αυτοκίνητο που, ξεκάθαρα, δεν χωρά να περάσει από την πόρτα του γκαράζ του σπιτιού και τραυματίζεται κάθε φορά, σε μια πεισματική προσπάθεια. Σαν τα αεροπλάνα που ταξιδεύουν στον ουρανό και κανείς, ποτέ, δεν αναρωτιέται πού πηγαίνουν. Σαν τις αφίσες στους δρόμους που φωνάζουν εναντίον του Ετσεβερία, που κανείς δεν τις προσέχει, λίγες μέρες πριν τη σφαγή του Κόρπους Κρίστι που η οικογένεια θα δει, φυσικά, από το παράθυρο.
Αυτό το σχεδόν σιωπηλό (και γι’ αυτό εκκωφαντικό) πολιτικό σχόλιο, ο Κουαρόν το στολίζει απολαυστικά, με μια εκπληκτική αναπαράσταση εποχής, όχι νοσταλγική, αλλά γεμάτη ζωντάνια. Χωρίς κατηγορώ, μόνο με μια παραδοχή της ταξικής αδικίας και μεγάλα αποθέματα αγάπης. Με ποπ αναφορές, από το soundtrack του «Jesus Christ, Super Star» που ακούει η οικογένεια στη γιορτή των Χριστουγέννων, μέχρι την «Ασύλληπτη Απόδραση» του Λουί ντε Φινές που παίζει το σινεμά, μέχρι τη χαριτωμένη, αυτοαναφορική σκηνή που τόσο θυμίζει τον… Τζορτζ Κλούνεϊ και το «Gravity».
Ταυτόχρονα, αυτή είναι μια ταινία – ωδή στη γυναικεία φύση, τη δύναμή της, την αντοχή και την προσαρμοστικότητά της. «Ό,τι και να σου πουν, εμείς οι γυναίκες είμαστε πάντα μόνες,» θα βάλει ο Κουαρόν τη μία ηρωίδα του να λέει στην άλλη. Και γι’ αυτό, για να τιμήσει την καθοριστική μοναξιά τους, τους χτίζει ένα περήφανο μνημείο μ’ αυτή την ταινία.
Οπως όλοι οι σπουδαίοι σκηνοθέτες, έτσι κι ο Κουαρόν κάνει πάντα την ίδια ταινία, ασχολείται με διαφορετικές περιβολές των ίδιων σκέψεων, για τη μοναξιά του ανθρώπου μέσα στο σύνολο, για τα προσωπικά όρια και πώς μπορεί κανείς να τα υπερβεί. Το ίδιο κάνει και στο «Roma», αλλά, αυτή τη φορά, με μεγάλη αυτογνωσία, ειλικρίνεια και ηρεμία. Και μια συγκινητική υπενθύμιση, ότι δεν χρειάζεται να κοιτάς τα αεροπλάνα στην αντανάκλασή τους στο δάπεδο, μπορείς απλώς να κοιτάξεις ψηλά, στον ουρανό.