Ο νόμος «Περί τεντιμποϊσμού»
Στις 4 Σεπτεμβρίου 1958, τίθεται σε ισχύ στην Ελλάδα, από την κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή ο νόμος 4000/1958 «Περί τεντιμποϊσμού», ο οποίος επιβάλλει το κούρεμα «με την ψιλή» και τη διαπόμπευση των παραβατών, προκαλώντας το κοινό αίσθημα.
Το Νομοθετικό Διάταγμα 4000/1959, γνωστό ευρέως ως Νόμος 4000, θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 και ήταν το διάταγμα που καθόριζε την αντιμετώπιση των νεαρών που ήταν γνωστοί ως τεντιμπόις. Οι «τεντιμπόηδες» θεωρούνταν επικίνδυνοι λόγω της συμπεριφοράς τους, που χαρακτηριζόταν αναιδής και προκλητική από την τότε κυβέρνηση.
Με βάση το νόμο, τιμωρούνταν όσοι προέβαιναν σε πράξεις εξύβρισης. Η αστυνομία συνελάμβανε όσους νεαρούς θεωρούσε ότι διέπρατταν εξύβριση, και τους οδηγούσε στο κρατητήριο, όπου γινόταν σε αυτούς κούρεμα με την ψιλή, τους έσκιζαν τα παντελόνια και εν συνεχεία τους περιέφεραν στο δρόμο εξευτελίζοντάς τους. Ο νόμος δέχτηκε έντονη κριτική γιατί προήγαγε τη διαπόμπευση. Επίσης, όριζε ότι θα ασκούνταν δίωξη και εναντίον των γονέων των ανήλικων ταραξιών. Τα αστυνομικά όργανα είχαν πολύ μεγάλη ευχέρεια να ορίσουν το τι συνιστούσε εξύβριση, και αυτό οδήγησε στην κακοποίηση και διαπόμπευση πολλών νεαρών. Σήμερα, αρκετοί συγκρίνουν τους «αλητομπόηδες» όπως αναφέρονταν στον Τύπο, με τους «αγανακτισμένους».
Ο Νόμος 4000 άρχισε να εφαρμόζεται στις 10 Σεπτεμβρίου του 1958, όταν τέσσερις νεαροί που είχαν κατηγορηθεί για πράξεις εξύβρισης, διαπομπεύτηκαν στους δρόμους της Αθήνας, κουρεμένοι σύρριζα και δεμένοι με χειροπέδες, με έναν από αυτούς να φέρει πινακίδα που έγραφε: «Είμεθα τεντυ-μπόυς και πετάξαμε γιαούρτι κατά γυναικός». Η ομώνυμη ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη παρουσιάζει το νόμο και την εφαρμογή του. Ο Νόμος γνώρισε τις μεγαλύτερες «δόξες» του στην επταετία της Χούντας, όταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς διέταζε συνεχώς την εφαρμογή του σε νεαρούς αντιπάλους της δικτατορίας, καθώς και σε μακρυμάλληδες χίπις. Τελικά καταργήθηκε με προσωπική απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου το 1983, στο πλαίσιο της γενικότερης διάλυσης της αυταρχικής κληρονομιάς της μετεμφυλιακής περιόδου
Το γιαούρτωμα ως αντίδραση
Το φαινόμενο να γιαουρτώνονται άτομα ξεκίνησε από νεαρά άτομα, τα οποία κατάγονταν από πλούσιες οικογένειες. Οι πρώτοι πυρήνες των νέων που γιαούρτωναν εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950 στην Αθήνα, σε περιοχές όπως η Κυψέλη, το Θησείο και το Μεταξουργείο.
Πρώτη εφαρμογή του νόμου (1958)
Εισηγητής του νομοσχεδίου ήταν ο υπουργός Δικαιοσύνης Κωνσταντίνος Καλλίας, ο οποίος είχε αναφέρει στη Βουλή πως το νομοσχέδιο αφορούσε αποκλειστικά τους τεντιμπόηδες. Ανέφερε ακόμη ότι δεν συμπεριέλαβε στο νομοθετικό κείμενο «την κακόηχον αυτήν λέξιν, διότι προσπάθησα να εύρω την διατύπωσιν, η οποία αντιστοιχεί κατά την ελληνικήν γλώσσαν…».
Ο υφυπουργός Εσωτερικών, αρμόδιος για θέματα ασφαλείας Ευάγγελος Καλαντζής ήταν αυτός που εφήρμοσε πρώτος το νόμο, δηλώνοντας ότι οι τεντιμπόηδες θα κουρεύονται για παραδειγματισμό. Κατά συνέπεια, το 1958 έγιναν οι πρώτες συλλήψεις και τιμωρίες αποκαλούμενων «τεντιμπόηδων».
Ο πρώτος Έλληνας που διαπομπεύτηκε με το Νόμο 4000 ήταν ο Αντώνης Μαλανδρής, Στις 31 Αυγούστου 1958, στον κινηματογράφο «Αελλώ» στην Αθήνα, μαζί με έναν ακόμα φίλο του έριξαν γιαούρτι εναντίον μιας γυναίκας όταν εκείνοι παρενόχλησαν την κόρη της, όπως έγραψαν οι εφημερίδες. Ο Τύπος της εποχής χαρακτήρισε τους δύο νεαρούς (15 και 16 ετών) «θρασείς».
Από την πλευρά των τότε νεαρών όμως αναφέρθηκε 55 χρόνια μετά ότι το επεισόδιο έγινε κοντά στο σπίτι των νεαρών, στο τέρμα της Κυψέλης και όχι στον κινηματογράφο. Στην «Αελλώ» ένας από τους δύο νεαρούς είχε προσβάλει την έντονη τριχοφυΐα της κυρίας, με αποτέλεσμα η τελευταία να χαστουκίσει τον άλλο νεαρό. Ως αποτέλεσμα, η γυναίκα ακολουθήθηκε από τα παιδιά ως το σπίτι της και οι έφηβοι της έριξαν έναν κεσέ γιαούρτι.
Οι δύο νεαροί, αν και είχαν λευκό ποινικό μητρώο, συνελήφθησαν και στις 3 Σεπτεμβρίου 1958 οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα Κυψέλης, όπου κουρεύτηκαν σύρριζα υπό την επίβλεψη του ίδιου του Αστυνομικού Διευθυντή Αθηνών Θεόδωρου Ρακιντζή και εν συνεχεία διαπομπεύτηκαν με πινακίδες στο λαιμό τους και με βίαια συμπεριφορά από την αστυνομία (στις φωτογραφίες στον Τύπο φαίνεται ένα όργανο της τάξης να τραβά από το αυτί έναν από τους νεαρούς). Μάλιστα η μεταγωγή τους στον εισαγγελέα Βουρνά έγινε με τρόλεϊ, για πρώτη ίσως φορά στα αστυνομικά χρονικά.
Έπειτα από αυτούς, η υπόθεση των οποίων δεν εκδικάστηκε έπειτα από συμβιβασμό (αποσύρθηκε η μήνυση), ακολούθησαν πολλοί άλλοι νεαροί, αρκετοί εκ των οποίων φαίνεται να μην είχαν διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν αλλά απλώς είχαν χαρακτηριστεί «αλητομπόηδες». Όπως φαίνεται από φωτογραφίες της εποχής, σταδιακά το κούρεμα γινόταν με ατιμωτικό τρόπο, «κατά τόπους εν χρω», όπως καταδεικνύει σχετική φωτογραφία του 1959 (του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου)
Σταδιακά, «τεντιμπόηδες» αποκαλούνταν από τον Τύπο και μεγαλύτερης ηλικίας άτομα και πυροδοτήθηκαν αντιδράσεις για το νόμο. Στις 10 Απριλίου 1964, δύο νεαροί 19 και 20 ετών συνελήφθησαν σε ζαχαροπλαστείο, μία ημέρα έπειτα από συλλήψεις 15 νεαρών στην πλατεία Συντάγματος (επειδή κυκλοφορούσαν στη Σταδίου τη νύχτα με τα σακάκια τους φορεμένα ανάποδα και κρατώντας πινέλα), επειδή ζωγράφιζε ο ένας στο ξυρισμένο κεφάλι του άλλου καλλιτεχνικά σχήματα με πινέλο. Οι 2 συλληφθέντες τιμωρήθηκαν με κράτηση πέντε ημερών.
Δικτατορία 1967–74
Ο νόμος και η ποινή του «εν χρω» κουρέματος επέστρεψε κατά τη διάρκεια της επταετίας, εποχή του κινήματος των μπίτνικς και των χίπις. Με διαταγή του υπουργού Παιδείας Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου όσοι νεαροί «μπίτνικς» ήταν μακρυμάλληδες και συλλαμβάνονταν από την αστυνομία, θα υφίσταντο κούρεμα εν χρω. Ο μετέπειτα διοικητής της ΕΣΑ, συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, αποκαλούσε τους νεαρούς Αριστερούς και τους τεντιμπόηδες, «άπλυτους μακρυμάλληδες», «διακονιάρηδες και αποδιοπομπαίους» και όπως έλεγε, ο σκοπός δεν ήταν να τους κόψει τα μαλλιά αλλά «να τους κόψω την νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και διά την Ελλάδαν».
Κατάργηση του νόμου
Ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το 1983 από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981 από την κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη.