5 Μάη 1945: Ημέρα απελευθέρωσης του Μαουτχάουζεν

5 Μάη 1945: Ημέρα απελευθέρωσης του Μαουτχάουζεν

Το Ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν ιδρύθηκε λίγο μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στη Γερμανία (1938). Οι κρατούμενοι του στρατοπέδου ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται στο κοντινό λατομείο και, αργότερα, στην κατασκευή υπόγειων σηράγγων για εργοστάσια συναρμολόγησης πυραύλων, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε αυτό δεν γίνονταν ατομικές και ομαδικές εκτελέσεις κρατουμένων. Από την ίδρυση μέχρι την απελευθέρωσή του υπολογίζεται ότι σε αυτό βρήκαν τον θάνατο από τους ναζί περίπου 100.000 άτομα, ανάμεσά τους και 3.700 Ελληνες.

Στις 5 Μαΐου του 1945 ένα αμερικανικό άρμα της 11ης Θωρακισμένης Μεραρχίας (3η Στρατιά) όρμησε μέσα σπάζοντας την κεντρική πύλη. Οι κρατούμενοι που βρέθηκαν εκεί, καθώς και όσοι είχαν απομείνει στα παραρτήματα, ανέρχονταν σε 66.124, ενώ οι 15.000 Εβραίοι του παραρτήματος Γκουνσκίρχεν δεν είχαν προλάβει να καταγραφούν. Τα τελευταία παραρτήματα απελευθερώθηκαν την επόμενη ημέρα, 6 Μαΐου 1945.

Όσοι από τους άνδρες της SS υπηρέτησαν στο σύμπλεγμα του Μαουτχάουζεν και έγινε δυνατό να βρεθούν μετά τον Πόλεμο, δικάσθηκαν σε δίκη συνακόλουθη της Δίκης της Νυρεμβέργης, που έγινε στο Νταχάου και επονομάστηκε “Δίκη του Νταχάου”. Εξήντα ένα άτομα δικάσθηκαν εκεί. Όλοι βρέθηκαν ένοχοι για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της Ανθρωπότητας. Πενήντα οκτώ καταδικάστηκαν σε θάνατο με απαγχονισμό (σε εννέα από αυτούς αργότερα μειώθηκε η ποινή σε ισόβια κάθειρξη) και τρεις σε ισόβια. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Άουγκουστ Αϊγκρούμπερ, γκαουλάιτερ της Άνω Αυστρίας. Ο διοικητής του Μαουτχάουζεν Φραντς Τσίραϊς δεν δικάσθηκε, καθώς σκοτώθηκε στις 24 Μαΐου 1945 από πυροβόλο όπλο στη θέση του Γκούζεν Ι.

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Μαουτχάουζεν». Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης ήταν κρατούμενος στο στρατόπεδο απ’ το καλοκαίρι του 1943 μέχρι το τέλος του πολέμου:

Τον καιρό εκείνο, κάθε Κυριακή που δε δουλεύαμε στέκαμε ώρες ολόκληρες και κοιτάζαμε τις γυναίκες που και κείνες βγαίναν απ’ τ’ αντίσκηνα και μας κοιτάζανε. Η απόσταση που μας χώριζε ήταν μεγάλη. Είναι ζήτημα αν θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε κι αν ακόμη φωνάζαμε. Κάτι τέτοιο φυσικά κανείς δεν ξεθάρρευε να το δοκιμάσει. Ούτε χρειαζόταν. Αυτό το σιωπηλό αλληλοκοίταγμα που περνούσε δυο φράχτες από συρματόπλεγμα δεν είχε ανάγκη από μιλιά. Ήταν οι ώρες του έρωτα στο Μαουτχάουζεν.

Όμως σκέψου… Αυτές οι γυναίκες κι αυτοί οι άντρες που αλληλοκοιτάζονταν σιωπηλά επί ώρες ατελείωτες ήταν ντυμένοι με τα ίδια ριγωτά, ξεθωριασμένα, χιλιοφορεμένα ρούχα του κάτεργου. Τα σώματά τους ήταν πετσί και κόκαλο, τα μαγουλά τους ρουφηγμένα και μαλλιαρά απ’ την αβιταμίνωση. Τα μαλλιά κουρεμένα με μια λουρίδα ξυρισμένη στη μέση, απ’ το κούτελο ως το σβέρκο. Μόνο τα μάτια ήταν πιο μεγάλα και πιο βαθιά από άλλοτε για να χωράει ο φόβος.

Το ηλεκτροφόρο με το ρεύμα υψηλής τάσης και το συρματόπλεγμα με τις σκοπιές δεν ήταν μια απλή τεχνική εγκατάσταση, ένας αδιάβατος φράχτης. Εδώ μια διαταγή όριζε να χωριστεί τελεσίδικα τ’ αρσενικό απ’ το θηλυκό. Μια διαταγή σε μέγεθος μοίρας. Μια διάσπαση του αιωνίου ζεύγους. Ένα παραφύση κόψιμο των από ουρανό και γη ταγμένων να «έσονται εις σάρκαν μίαν».

Ο Αντώνης
(Ιάκωβος Καμπανέλλης)

Εκεί στη σκάλα την πλατιά
στη σκάλα των δακρύων
στο Βίνερ Γκράμπεν το βαθύ
το λατομείο των θρήνων

Εβραίοι κι αντάρτες περπατούν
Εβραίοι κι αντάρτες πέφτουν,
βράχο στη ράχη κουβαλούν
βράχο σταυρό θανάτου.

Εκεί ο Αντώνης τη φωνή
φωνή, φωνή ακούει
ω καμαράντ, ω καμαράντ
βόηθα ν’ ανέβω τη σκάλα.

Μα κει στη σκάλα την πλατιά
και των δακρύων τη σκάλα
τέτοια βοήθεια είναι βρισιά
τέτοια σπλαχνιά είν’ κατάρα.

Ο Εβραίος πέφτει στο σκαλί
και κοκκινίζει η σκάλα
κι εσύ λεβέντη μου έλα εδώ
βράχο διπλό κουβάλα.

Παίρνω διπλό, παίρνω τριπλό
μένα με λένε Αντώνη
κι αν είσαι άντρας, έλα εδώ
στο μαρμαρένιο αλώνι.

Google+ Linkedin