3η Σεπτέμβρη 1843: Ο ανολοκλήρωτος συνταγματικός εκσυγχρονισμός

3η Σεπτέμβρη 1843: Ο ανολοκλήρωτος συνταγματικός εκσυγχρονισμός

Τη νύχτα 2 προς 3 Σεπτέμβρη του 1843, στρατιωτικές δυνάμεις με επικεφαλής το συνταγματάρχη Δ. Καλλέργη περικύκλωσαν τα ανάκτορα. Αίτημα των στασιαστών προς το μονάρχη Όθωνα ήταν ο εκδημοκρατισμός του υφιστάμενου καθεστώτος της απόλυτης μοναρχίας με τη θέσπιση Συντάγματος.

Για να πετύχουν τους σκοπούς τους οι στασιαστές πήραν όσα μέτρα χρειάζονταν. Έθεσαν υπό κράτηση τους υπουργούς της κυβέρνησης, τοποθετήθηκαν φρουρές σε βασικά δημόσια ιδρύματα (Δημόσιο Ταμείο, Νομισματοκοπείο, Εθνική Τράπεζα). Ταυτόχρονα, οι πολιτικοί αρχηγοί του κινήματος συγκάλεσαν το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ), όπου λήφτηκαν οι εξής αποφάσεις: Ψηφίστηκε διακήρυξη προς το λαό που αναγνώριζε το κίνημα και συντάχθηκε αναφορά προς το βασιλιά με το αίτημα της παραχώρησης του Συντάγματος. Επίσης το ΣτΕ ψήφισε διατάγματα για σύγκλιση της Εθνοσυνέλευσης μέσα σε διάστημα 30 ημερών, για παύση της κυβέρνησης και διορισμό προσωρινής κ.ο.κ.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης του Σεπτέμβρη επιτροπή από τους Γ. Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Αινιάνα, Γ. Ψύλλα, Α. Λόντο και το γραμματέα του ΣτΕ, Κ. Προβελέγγιο, με τη συνοδεία του στρατού έφτασε στην πλατεία των ανακτόρων και παρουσίασε τις αποφάσεις του Συμβουλίου στον Οθωνα, ζητώντας να τις αποδεχτεί. Ο μονάρχης ύστερα από ασθενική αντίσταση δέχτηκε τελικά τις απαιτήσεις του συνταγματικού κινήματος.

Ένα υπερώριμο κίνημα

Το συνταγματικό κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη 1843 δεν ήταν φυσικά κεραυνός εν αιθρία. Το αίτημα για θέσπιση Συντάγματος συγκινούσε ευρύτερες μάζες και υπήρξε πόθος και στόχος του λαού από τον καιρό της Επανάστασης του 1821. Ένας πόθος που θέριευε ακόμη πιο πολύ λόγω του βάναυσου ξενικού καθεστώτος που εγκαθίδρυσαν, μετά την επανάσταση, στη χώρα οι τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία), αφού δεν επρόκειτο απλά για την “ελέω θεού μοναρχία” αλλά για κάτι πολύ περισσότερο: Η χώρα ήταν ξένο προτεκτοράτο, ο μονάρχης και η κυβέρνησή του αλλοεθνείς, με αποτέλεσμα το λαϊκό μίσος ενάντια σ’ αυτή την εξουσία να είναι ακόμη πιο ισχυρό, γεγονός που φαίνεται στα λαϊκά τραγούδια της εποχής, όπως το παρακάτω:

Εως πότε η ξένη ακρίδα

έως πότε κουφός βαβαρός

θα βυζαίνει τη δόλια πατρίδα

σηκωθείτε αδέλφια, εμπρός

Οι συνωμοτικές προετοιμασίες για το συνταγματικό κίνημα είχαν αρχίσει πολύ πριν την εκδήλωσή του. Πρωταγωνιστικό δε ρόλο σ’ αυτές έπαιξε ο αγωνιστής της Επανάστασης του ’21, Ι. Μακρυγιάννης, ο οποίος δίνει αρκετές για το θέμα πληροφορίες στα απομνημονεύματά του, διανθισμένες με περιαυτολογίες που συχνά λειτουργούν σε βάρος της αξίας του ιστορικού υλικού, αφού είναι δύσκολο να διαγνωστεί το αντικειμενικά – ιστορικά αληθινό. Εν τούτοις, έστω κι έτσι, από τον Μακρυγιάννη μαθαίνουμε ότι το κίνημα είχε στις γραμμές του στρατιωτικούς και πολιτικούς και επεκτεινόταν σε όλη την επικράτεια. Είναι φανερό όμως ότι δεν έβγαινε έξω από τα όρια του κρατικού μηχανισμού – με την ευρεία έννοια – κι αυτό εξηγεί, εν μέρει, και τον περιορισμένο ριζοσπαστισμό του.

Ο κουτσός ριζοσπαστισμός

Το συνταγματικό κίνημα του 1843 δεν είχε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα αστικού εκδημοκρατισμού της χώρας. Ούτε καν στο θέμα του Συντάγματος δεν υπήρχε σαφές και ολοκληρωμένο πρόγραμμα για το τι έπρεπε να θεσπιστεί και πώς. Ετσι το Σύνταγμα που προέκυψε από την Εθνοσυνέλευση που συγκλήθηκε τον Οκτώβρη του ιδίου χρόνου και διάρκεσε ως το Μάη του 1844, ήταν υπερβολικά συντηρητικό. Στην πραγματικότητα δεν άλλαζαν και πολλά πράγματα. Η νομοθετική εξουσία ασκούνταν συλλογικά από το βασιλιά, από τη Βουλή που ήταν εκλεγμένη με ένα εκλογικό σύστημα τιμοκρατικό και από μια Γερουσία ισόβια, διορισμένη από το μονάρχη. Επίσης η εκτελεστική εξουσία ανήκε στο βασιλιά και ασκούνταν από τους υπουργούς του, που τους διόριζε και τους έπαυε αυτός, χωρίς να έχει λόγο η Βουλή. Τέλος, η Δικαιοσύνη απέρρεε από το μονάρχη.

Η θέσπιση, έστω κι αυτού, του Συντάγματος ήταν ένα βήμα μπροστά, σε σχέση με την “ελέω θεού μοναρχία”, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν το βήμα εκείνο που είχε ανάγκη η χώρα και που ποθούσε ο λαός. Η εξέλιξη αυτή είναι εξηγήσιμη. Το κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη δεν ήταν μια λαϊκή επανάσταση με σαφή κοινωνικοπολιτικά αιτήματα, αλλά μια εξέγερση, που όπως αναφέραμε οργανώθηκε στις κορυφές, στα πλαίσια του κρατικού μηχανισμού, κι από δυνάμεις που δεν επιζητούσαν τη σύγκρουση με τη μοναρχία, αλλά το συμβιβασμό μαζί της. Ο Μακρυγιάννης είναι απολύτως σαφής ως προς αυτό με όσα λέει στα απομνημονεύματά του, αναφερόμενος στη συμφωνία του με τους πολιτικούς που θα λάμβαναν μέρος στο κίνημα. Αναφέρει συγκεκριμένα: “… Ορκιζόμαστε ότι να κάμωμεν Εθνική Συνέλεψη και Σύνταγμα, να διοικιώμαστε τοιούτως. Κι αν ο Βασιλέας υπογράψη να ήμαστε υπέρ του, αν δεν υπογράψη, να του είμαστε εναντίοι, ότι τότε θα μας σκοτώσει”.

Εξηγήσιμη είναι και η απουσία της σφραγίδας του λαϊκού παράγοντα στην πορεία εξέλιξης των πραγμάτων. Οι λαϊκές τάξεις της εποχής δεν ήταν σε θέση ούτε να οργανώσουν, αλλά ούτε και να εκτελέσουν με επιτυχία μια εξέγερση για τον αστικοδημοκρατικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ενώ η αστική τάξη, λόγω του χαρακτήρα της (μεταπρατική και με συμπληρωματικό ρόλο στα πλαίσια του διεθνούς κεφαλαίου), είχε συμβιβαστεί με τον κοτσαμπασισμό και τις αντιδραστικές δυνάμεις της εποχής.

Google+ Linkedin