18 Ιουνίου 1904 : Η τελευταία αιματηρή μονομαχία πολιτικών στην Ελλάδα
Στις 18 Ιουνίου του 1904 ο Σπυρίδων Στάης, ενώ ήταν υπουργός για δεύτερη θητεία στην κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη, δολοφόνησε το βουλευτή Τρικάλων Κωνσταντίνο ή Κόκο Χατζηπέτρου.
Πρόκειται για το έθιμο των μονομαχιών που έπαψε στις αρχές του 20ού αιώνα, αφού χύθηκε αρκετό αίμα και στο οποίο ενέδωσαν αρκετοί έλληνες πολιτικοί.
Αιτία της δραματικής εκείνης μονομαχίας ήτανε ένα επεισόδιο που προκλήθηκε στη Βουλή ανάμεσα στους δύο άνδρες. Συγκεκριμένα, ο Στάης είχε καταρτίσει ένα νομοσχέδιο για την ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου. Ο Χατζηπέτρος είχε ένα προστατευόμενο υφηγητή στην έδρα της Ανατομίας και ζήτησε από τον Στάη τη διχοτόμησή της, για να προαχθεί σε καθηγητή ο άνθρωπός του. Έδωσε κατηγορηματική υπόσχεση ο Στάης στον Χατζηπέτρο, αλλά δεν την κράτησε. Όταν έφερε το νομοσχέδιο στη Βουλή, η έδρα της Ανατομίας έμεινε μία, όπως ήτανε, κι ο Χατζηπέτρος έγινε έξω φρενών. Σηκώθηκε από τη θέση του και μιλώντας στον Στάη, του είπε:
— Ελησμονήσατε την υπόσχεσιν, που μου εδώσατε, κ. υπουργέ.
— Πράγματι, το ξέχασα αποκρίθηκε απότομα εκείνος. Άλλωστε επρόκειτο για ζήτημα υπηρεσιακής ευταξίας. Αυτήν την πολιτική ακολουθώ πάντοτε.
— Το εξέχασες; Είσαι ένας αγύρτης υπουργός! βροντοφώνησε μέσα στην αίθουσα ο Χατζηπέτρος.
Επακολούθησε σωστό πανδαιμόνιο κι ο Στάης, που ήτανε από τη φύση του καβγατζής και παλληκαράς, θέλησε να επιτεθεί κατά του Χατζηπέτρου. Η συμπλοκή αποφεύχθηκε χάρις στην παρέμβαση των πιο ψύχραιμων. Τελικά οι δύο αντίπαλοι, που πριν λίγο ήτανε φίλοι, αποφάσισαν να λύσουν την διαφορά τους στο πεδίο της τιμής, σε μονομαχία με πιστόλια. Παρ’ όλο που εκείνη την εποχή η μονομαχία ήτανε απαγορευμένη με νόμο, πραγματοποιήθηκε και μάλιστα από δύο ανθρώπους, που είχανε ψηφίσει για την απαγόρευσή της.
Προηγουμένως καταβλήθηκε προσπάθεια από άλλους βουλευτές να συμφιλιωθούν οι Χατζηπέτρος και Στάης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακόμα κι αυτός ο τότε Πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης προσπάθησε να μεσολαβήσει για την διευθέτηση του θέματος, μάταια όμως.
Τελικά η μονομαχία έγινε στις 5 το πρωί της 18ης Ιουνίου του 1904, στην ερημική τοποθεσία «Τράχωνες», έξω από την ’Αθήνα. Την διεύθυνε ο τότε βουλευτής Μεγαρίδος Γ. Αναστασόπουλος. Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο Κ. Χατζηπέτρος ήτανε μεν ένας ευγενικός άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης, αλλά τρομερά μύωπας. Κι αυτό ήτανε το μεγάλο μειονέκτημά του, που τον οδήγησε στον πρόωρο θάνατο.
Τη σκηνή της μονομαχίας περιγράφει ο δημοσιογράφος Κ. Μάγερ στο βιβλίο του «Ελληνικά δημοσιογραφικά ανέκδοτα»:
«Ο μάρτυς Αναστασόπουλος διευθύνει την μονομαχία, αλλά στο πρόσωπό του είναι φανερή η θλίψη γιατί δεν κατορθώθηκε ο συμβιβασμός. Δίνει από ένα πιστόλι σε κάθε αντίπαλο. Μετά λέει:
— Έτοιμοι!
Κι υστέρα από λίγο:
— Εμπρός!
— Εν!
— Δύο!…
Στο «τρία» οι δύο αντίπαλοι έπρεπε να πυροβολήσουν. Πυροβόλησαν ταυτόχρονα. Ο Χατζηπέτρος, μετά τον πυροβολισμό, στροβιλίζεται, το πιστόλι φεύγει από τα χέρια του, και αυτός πέφτει μπρούμυτα. Όλοι σπεύδουν προς το μέρος του. Ο γιατρός Φωκάς που παρευρίσκονταν στην μονομαχία, του ξεκουμπώνει το σακάκι και το πουκάμισο για να βρει το τραύμα. Διαπιστώνει ότι η σφαίρα είχε διαπεράσει το στήθος του. Ο Χατζηπέτρος πνέει τα λοίσθια και το αίμα εξακολουθεί να τρέχει απ’ το στόμα του. Ο Στάης επιχειρεί να πλησιάσει τον τραυματία, αλλά τον αναχαιτίζει ένας από τούς μάρτυρες, που του φωνάζει:
— Φεύγα! Φεύγα! Τον εσκότωσες!
Και ο Στάης μπαίνει στο αμάξι του και φεύγει. Σε λίγα λεπτά ο γιατρός Φωκάς και άλλοι τοποθετούν τον Χατζηπέτρο σ’ ένα αμάξι και τον μεταφέρουν στο Πολιτικό Νοσοκομείο. Αλλά ήταν αργά πλέον. Στις 10 το πρωί ο βουλευτής Τρικάλων πέθανε».
Η είδηση για τον φόνο του Χατζηπέτρου διαδόθηκε αστραπιαία σ’ όλη την Αθήνα. Ο Στάης πήγε αμέσως στο υπουργείο του και υπέβαλε την παραίτησή του. Στο μεταξύ προκλήθηκε σ’ όλους μεγάλη συγκίνηση, θλίψη, μα και αγανάκτηση. Στις εφημερίδες δημοσιεύτηκαν όλες οι λεπτομέρειες της μονομαχίας, όπως και οι τελευταίες θελήσεις του Χατζηπέτρου, που είχανε διατυπωθεί σ’ ένα γράμμα του προς την σύζυγό του Καλυψώ, που έγραψε λίγες ώρες πριν φύγει για τον τόπο της μονομαχίας. Παράλληλα, οι αντιπολιτευόμενες την Κυβέρνηση εφημερίδες βρήκαν την ευκαιρία να επιτεθούν κατ’ αυτής με βίαια άρθρα.
Την ίδια μέρα της μονομαχίας συνεδρίασε η Βουλή και ο πρωθυπουργός Γ. Θεοτόκης πήρε τον λόγο και είπε τα έξης: (Από τα επίσημα πρακτικά της Βουλής):
Γ. ΘΕΟΤΟΚΗΣ (Πρωθυπουργός): «Όλοι, κύριοι, βαθύτατα συγκεκινημένοι, θρηνούμεν τον θάνατο αγαπητού συναδέλφου. Ο κ. Στάης περισσότερον παντός άλλου θρηνεί διά το συμβάν ατύχημα. Υπέβαλε σήμερον την πρωίαν την παραίτησίν του. Κλαίει διά το συμβάν ατύχημα, το οποίον συνέβη και το οποίον προώρισται να δηλητηριάση τον βίον του όλον. Νομίζω, ότι η Βουλή εις ένδειξιν πένθους θέλει συναινέση, όπως λυθή η συνεδρίασις».
Θ. ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗΣ: «Το δυστυχές συμβεβηκός (τυχαίο, απρόβλεπτο γεγονός) του φόνου του συναδέλφου ημών ενεποίησεν και εις πάντας ημάς λυπηρά αισθήματα».
Δ. ΡΑΛΛΗΣ: «Έδει να είχε γίνει αποδεκτή προηγουμένως και δημομοσιευθή η παραίτησις του κ. Στάη, διότι ούτω θα επρολαμβάνετο η μονομαχία.
Τέλος, ο πρόεδρος της Βουλής Ν. Χατζίσκος ανακοινώνει, ότι θα κατατεθή στέφανος επί της σορού του φονευθέντος εκ μέρους της Βουλής, θα διαβιβάση τα συλλυπητήρια αυτής εις την χήρα του και ότι όλοι οι βουλευταί θα παρακολουθήσουν την κηδεία. Και η συνεδρίασις ελύθη».
Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε από τις εφημερίδες, ανάγκασε την Δικαιοσύνη να κινηθεί γρήγορα. Έγιναν ανακρίσεις, προφυλακίστηκε ο Στάης και στις 19 Οκτωβρίου του ιδίου χρόνου (1904) έγινε η δίκη στο κακουργιοδικείο της Σύρου. Μετά σύντομη ακροαματική διαδικασία το Δικαστήριο αθώωσε τον Στάη, ο όποιος ελεύθερος πια επέστρεψε στην πολιτική του ζωή και τον Ιούνιο του 1905 ξανάγινε υπουργός Παιδείας στην νέα Κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη.