Χέιζελ: Η μνήμη δεν μπαίνει σε καραντίνα

Χέιζελ: Η μνήμη δεν μπαίνει σε καραντίνα

Η μνήμη είναι βασικό θέμα για τους οπαδούς. Στο μυαλό των φανατικών του ποδοσφαίρου, αποτελείται εν μέρει από χαρούμενες αναμνήσεις, όπως όταν θυμούνται μια νίκη ή την κατάκτηση ενός τίτλου, αλλά και από δυσκολότερες στιγμές, στην περίπτωση αθλητικών ηττών. Μερικές φορές, συμβαίνει τραγικότερα συμβάντα να κάνουν ένα ποδοσφαιρικό ματς απλή υποσημείωση.

Για τους «τιφόζι» της Γιουβέντους, η 29η Μαΐου 1985 ενσαρκώνει αυτό το δίλημμα. Αντιφατικά συναισθήματα αναμειγνύονται, γιατί αυτή η αναμέτρηση που τόσο περίμεναν οι οπαδοί της ομάδας του Τορίνο έμελλε να γίνει μία από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που γνώρισε ποτέ το ποδόσφαιρο στη Ευρώπη εξαιτίας της οπαδικής βίας.

Στο ίδιο μέρος, τρεις ώρες μετά την αιματηρή σύγκρουση που πυροδότησαν οι Άγγλοι χούλιγκαν, η «Γηραιά Κυρία» κατέκτησε το πρώτο της Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης απέναντι στη Λίβερπουλ. Μετά το ματς, κάποιοι «τιφόζι» γιόρτασαν τη νίκη.

Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Ανρί Μπερξόν, «οι στιγμές που η συνείδησή μας φτάνει στη μεγαλύτερή της ένταση είναι οι στιγμές εσωτερικής κρίσης, όπου διστάζουμε ανάμεσα σε δύο ή περισσότερες επιλογές, όπου νιώθουμε ότι το μέλλον μας θα είναι ό,τι θα το κάνουμε εμείς να είναι». Σήμερα, η συνείδηση των οπαδών της Γιουβέντους έχει αποφασίσει, και κανείς τους δεν γιορτάζει αυτή την επιτυχία. Η 29η Μαΐου 1985 είναι πλέον, για τον λαό των «μπιανκονέρι», συνώνυμη του σεβασμού και του πένθους.

Έτσι θυμάται τον τελικό εκείνο, στον οποίο ήταν παρών, ο Λούπο, οπαδός της Γιουβέντους που ζει στις Βρυξέλλες: «Η 29η Μαΐου είναι μέρα περισυλλογής, είναι ιδιαίτερη μέρα για όλη την οικογένεια των οπαδών της Γιουβέντους». Ήταν παιδί τότε, και η στιγμή ήταν μεγάλη: «Θα γινόμουν δέκα, και το ματς εκείνο ήταν δώρο γενεθλίων από τον πατέρα μου». Μία ώρα και ένα τέταρτο πριν από τη σέντρα του τελικού, Άγγλοι χούλιγκαν κινούνται ενάντια στους οπαδούς της διπλανής θύρας.

Στη Θύρα Ζ υποτίθεται ότι θα κάθονταν Βέλγοι θεατές, αλλά, με τη μεσολάβηση της πολυπληθούς ιταλικής κοινότητας των Βρυξελλών και χάρη στη μαύρη αγορά, η θύρα είναι γεμάτη από «τιφόζι» της Γιουβέντους.
Οι χούλιγκαν της Λίβερπουλ εκτοξεύουν ό,τι βρίσκουν μπροστά τους, και μετά επιτίθενται με βία στο πλήθος που βρίσκεται στη θύρα. Επικρατεί απόλυτος πανικός, και οι ολιγάριθμες αστυνομικές δυνάμεις δεν καταφέρνουν να αναχαιτίσουν τις επιθέσεις των Άγγλων. Οι «τιφόζι» μαζεύονται στο κάτω μέρος της θύρας για να ξεφύγουν, αλλά οι υπεύθυνοι της ασφάλειας αργούν να ανοίξουν τις εξόδους κινδύνου.Εκατοντάδες «τιφόζι» παθαίνουν ασφυξία ή ποδοπατούνται από το πλήθος. Ο απολογισμός είναι δραματικός: τριάντα εννιά νεκροί και τετρακόσιοι πενήντα τέσσερις τραυματίες.

Για τον Λούπο, που ήταν παρών στη Θύρα Ζ, το τραύμα είναι μεγάλο: «Εκείνη τη μέρα έχασα την παιδικότητά μου, την αθωότητά μου. Τη μέρα που είδα ανθρώπους νεκρούς σε φορεία ενώ πήγαιναν να παρακολουθήσουν ένα ποδοσφαιρικό ματς. Τη μέρα που έμαθα τι θα πει μίσος. Για ένα εννιάχρονο παιδί, είναι πολύ μπερδεμένο όλο αυτό. Η 29η Μαΐου είναι μια ημερομηνία σημαντική για πολύ κόσμο. Πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που έπεσαν, να μιλάμε γι’ αυτούς όσο πιο απλά μπορούμε, να τους δίνουμε χώρο».

Προφανές – όχι όμως στο Βέλγιο, στον ίδιο τον τόπου του δράματος, στο στάδιο Χέιζελ. Για πολύ καιρό, οι τοπικές αρχές συσκότιζαν την τραγωδία, ώστε να την κάνουν να ξεχαστεί το συντομότερο. Στις 29 Μαΐου 1986, την πρώτη επέτειο, μια αντιπροσωπεία θέλει να πάει στον τόπο του δράματος και να τοποθετήσει αναμνηστική πλακέτα, όμως ο δήμαρχος Βρυξελλών, Ερβέ Μπρουόν, απορρίπτει το αίτημα και τους απαγορεύει την πρόσβαση στη θύρα. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους του, δηλώνει: «Συμπάσχω από καρδιάς με τις οικογένειες, αλλά δεν θέλω να δοξάσω το περιστατικό». Τη μέρα της επετείου, εκατό άτομα συναντιούνται μπροστά στο Ατόμιουμ και κατευθύνονται προς τον αγωνιστικό χώρο του σταδίου. Εκεί καταθέτουν δύο στεφάνια, το ένα από τα οποία λέει Juventus Club Bruxelles.
Το πλήθος αποτελείται στη μεγάλη του πλειοψηφία από «τιφόζι» της Γιουβέντους, επιζώντες του ματς, καθώς και από έναν Γερμανό οπαδό της Λίβερπουλ που κουβαλάει κι αυτός μια ανθοδέσμη.
Η κορδέλα της λέει στα ιταλικά: «Στη μνήμη των θυμάτων της Θύρας Ζ».
Μερικές ώρες νωρίτερα, τελείται λειτουργία σε μια εκκλησία στο κέντρο της πρωτεύουσας, παρουσία των πρέσβεων της Ιταλίας και της Βρετανίας, διπλωματών, Ιταλών πολιτών και ενός υπουργού, εκπροσώπου της βελγικής κυβέρνησης.

Τα επόμενα χρόνια, δεν διεξάγεται καμία επίσημη τελετή στην ευρωπαϊκή πρωτεύουσα τη μέρα της επετείου. Είναι σαν να θέλουν να σκεπάσει την τραγωδία ένα πέπλο σιωπής. Θα χρειαστεί να περιμένουμε μέχρι τις 7 Μαρτίου 1990 για να οργανωθεί μια τελετή στο στάδιο Χέιζελ.

Γιατί αυτή την ημερομηνία; Διότι, για πρώτη φορά μετά την καταστροφή, μια ιταλική ομάδα επιστρέφει για να παίξει ευρωπαϊκό ματς στον τόπο του εγκλήματος. Η κλήρωση για το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης φέρνει αντιμέτωπες τη Μίλαν με τη Μαλίν (ΚΦ Μέχελεν) για τα προημιτελικά. Η βελγική ομάδα αποφασίζει να παίξει γηπεδούχος στο Χέιζελ για να κόψει περισσότερα εισιτήρια.

Οι διαμαρτυρίες της Επιτροπής των οικογενειών των θυμάτων αποβαίνουν άκαρπες. Η μιλανέζικη ομάδα ζητά να γίνει μνημόσυνο για το δράμα στις Βρυξέλλες. Οι αθλητικές αρχές αρνούνται να τηρηθεί ενός λεπτού σιγή πριν από τον αγώνα, όπως και να φορέσουν μαύρα περιβραχιόνια οι ποδοσφαιριστές. Το πρωί της μέρας του αγώνα τελείται λειτουργία με πρωτοβουλία της Μίλαν σε μια εκκλησία της βελγικής πρωτεύουσας. Αργότερα, μέσα στο στάδιο, ο αρχηγός Φράνκο Μπαρέζι, που ήθελε να καταθέσει στεφάνι στη Βόρεια Θύρα (το νέο όνομα της Θύρας Ζ, όπου εκτυλίχθηκε η τραγωδία), αναγκάζεται να εναποθέσει απλώς μια ανθοδέσμη με τριάντα εννιά τριαντάφυλλα μπροστά στη θύρα τριάντα λεπτά πριν από τη σέντρα. Η ατμόσφαιρα είναι σουρεαλιστική, καθώς μεγάλο μέρος των θεατών δεν αντιλαμβάνεται καν τη συμβολική αυτή χειρονομία, τα μεγάφωνα του σταδίου παίζουν ροκ μουσική και από τον εκφωνητή δεν γίνεται καμία ανακοίνωση.

Η δέκατη επέτειος της τραγωδίας διακρίνεται από την απουσία μνημόσυνου στις Βρυξέλλες. Ένα ίχνος τελετής διαφαίνεται καμιά τριανταριά χιλιόμετρα μακριά από την πρωτεύουσα. Στη Λουβέν, τελείται λειτουργία προς τιμήν των θυμάτων, χάρη στην επιμονή ενός Ιταλού εμιγκρέ, του Τσέζαρε Μαρτούτσι, που ήταν παρών στο στάδιο τη βραδιά του τελικού. Τη δεκαετία του 1990, οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες στο Βέλγιο πολλαπλασιάζονται. Έτσι, Ιταλοί, συνήθως οπαδοί της Γιουβέντους, αρχίζουν να πηγαίνουν στον τόπο του δράματος για να αφήσουν λουλούδια. Κατά τον Μάρκο Μαρτινιέλο, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης και παρόντα το βράδυ της 29ης Μαΐου στη Θύρα Ζ: «Η τραγωδία του Χέιζελ συσκοτίστηκε γιατί αντανακλά όλες τις δυσλειτουργίες, όλα τα προβλήματα, όλη την αναποτελεσματικότητα του βελγικού κράτους. Ήταν μια αθλητική αναμέτρηση που οργανώθηκε σε πείσμα της λογικής και κατέληξε σε καταστροφή. Το Βέλγιο δεν έχει να αντλήσει από το συμβάν καμία περηφάνια. Εκτός από κάποια ντοκιμαντέρ, έγινε προσπάθεια να ξεχαστούν όλα, να φανεί πως είχαμε γυρίσει σελίδα. Αυτό εξηγεί γιατί λέγονται ελάχιστα για την τραγωδία κάθε χρόνο, και ποτέ με τη σοβαρότητα που θα έπρεπε».

Για να μη θυμάσαι, τίποτα καλύτερο από το να σβήσεις τη σκηνή του εγκλήματος – και αυτό ακριβώς συνέβη. Από το 1994, οι θύρες γκρεμίζονται. Όταν εγκαινιάζεται το νέο στάδιο, στις 23 Αυγούστου 1995, δεν έχουν απομείνει και πολλά από το αρχικό κτίριο, με εξαίρεση κάποια στοιχεία της πρόσοψης. Το γήπεδο μετονομάζεται σε Στάδιο Βασιλιάς Μποντουέν, και φτιάχνεται μια πέτρινη πλάκα εις ανάμνηση της τραγωδίας. Γράφει δυο λόγια μόνο, κυριολεκτικά: «In memoriam, 29.05.85». Καμία αναφορά στα θύματα, ούτε στο συμβάν. Η πλάκα αυτή προορίζεται για το φυλάκιο των δυνάμεων της τάξης στο εσωτερικό του σταδίου, τελικά όμως αποτίθεται σε έναν πλευρικό τοίχο κοντά στη παλιά Θύρα Ζ, που πλέον ονομάζεται «Θύρα 4». Φαίνεται ότι δεν έγινε επίσημη τελετή εγκαινίων, ενώ κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης των εργασιών στο στάδιο, από το 1997, η πλάκα τοποθετείται οριστικά στον τοίχο του τομέα που οδηγεί στον αγωνιστικό χώρο.

Τον Ιούνιο του 2000, το Στάδιο Βασιλιάς Μποντουέν δεν μοιάζει πια καθόλου με το παλιό γήπεδο. Το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα εθνικών ομάδων που συνδιοργανώνεται από το Βέλγιο και την Ολλανδία είναι η αφορμή για να φιλοξενήσει το στάδιο πέντε αναμετρήσεις της διοργάνωσης. Από αυτές, το πολυαναμενόμενο ματς Βέλγιο-Ιταλία είναι προγραμματισμένο για τις 14 Ιουνίου 2000. Η ιταλική εθνική ομάδα θέλει να της επιτραπεί να αποτίσει φόρο τιμής στα θύματα της τραγωδίας. Η UEFA, ωστόσο, που είχε καταδικαστεί σε δεύτερο βαθμό το 1990 για το συμβάν, δεν δέχεται το αίτημα της ιταλικής ομοσπονδίας. Κάτω από πιέσεις, βρίσκεται ένας συμβιβασμός. Δεν γίνεται επίσημη τελετή, αλλά μιάμιση ώρα πριν από τη σέντρα, και ενώ οι εξέδρες είναι κατά τα τρία τέταρτα άδειες, η ιταλική εθνική ομάδα πηγαίνει και στέκεται μπροστά από την πλάκα που έχει τοποθετηθεί στον τοίχο της Θύρας 4. Ο αρχηγός της εθνικής, Πάολο Μαλντίνι, συνοδευόμενος από τον αρχηγό της Γιουβέντους Αντόνιο Κόντε, αφήνουν δύο ανθοδέσμες με λευκά τριαντάφυλλά και ορχιδέες. Λουλούδια αφήνουν επίσης ο αρχηγός της εθνικής Βελγίου Λορέντσο Στέλενες και ο πρόεδρος της βελγικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου που τους ακολουθεί, μαζί με κάποια στελέχη της UEFA. Οι Ιταλοί είναι συγκινημένοι, προσεύχονται μπροστά από την πλάκα. Παρά την ένταση της στιγμής, τα μεγάφωνα του σταδίου παίζουν εκκωφαντική μουσική. Η περιρρέουσα αίσθηση δεν παραπέμπει ακριβώς σε στιγμή περισυλλογής.

Τη δεκαετία του 2000, οι εκδηλώσεις μνήμης πληθαίνουν από οπαδούς και οργανωμένους της Γιουβέντους που ζουν στη βόρεια Ευρώπη. Όμως τα μέτρα ασφαλείας γύρω από το καινούριο γήπεδο είναι δρακόντεια, και συχνά είναι αδύνατον να πλησιάσεις την πέτρινη πλάκα.

Το 2001, δημιουργείται η Bruxelles Bianconera, σύνδεσμος οργανωμένων της Γιουβέντους στη βελγική πρωτεύουσα. Σύμφωνα με τον Λούπο, τον επικεφαλής του: «Από το 2001 έως το 2004 δίναμε το παρών κάθε χρόνο, απλώναμε πανό για να καταγγείλουμε τι συνέβαινε. Μετά, ένας από εμάς σκαρφάλωνε στο κιγκλίδωμα για να αφήσει λουλούδια στο εσωτερικό». Και προσθέτει: «Κανείς δεν ήθελε να ξέρει τίποτα, ούτε το Βέλγιο, ούτε οι αθλητικές αρχές, ούτε η Γιουβέντους. Άλλαξαν όνομα στο στάδιο, αλλά εμείς κάθε χρόνο βρισκόμασταν εκεί».

Το 2004, υπό την πίεση αυτών των οργανωμένων, γίνεται μια συνάντηση στο Άντερλεχτ ανάμεσα στους συνδέσμους της Γιουβέντους στο Βέλγιο, έναν άλλο σύνδεσμο στην Ολλανδία και έναν τελευταίο στη Γαλλία. Η ιδέα είναι να τιμήσουν την εικοστή επέτειο από την τραγωδία με τον τρόπο που της αρμόζει. Συγκροτείται η ιταλική Επιτροπή μνήμης της εικοστής επετείου από την τραγωδία του Χέιζελ. «Λήφθηκε η απόφαση να το παλέψουμε, να κάνουμε εκκλήσεις στα ΜΜΕ, στους πολιτικούς της εποχής, και στην Ιταλία επίσης. Η ιδέα ήταν να μαζευτούμε και να δούμε τι μπορούσαμε να κάνουμε με τις βελγικές αρχές, δηλαδή με τον δήμαρχο των Βρυξελλών που υποδέχτηκε τους οπαδούς», θυμάται ο Λούπο.

Ο Ιταλός ευρωβουλευτής Αντόνιο Τατζάνι, «τιφόζο» της Γιουβέντους, προτείνει τότε να διοργανωθεί μια τελετή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Δεν χρειάζεται να φτάσει μέχρι εκεί, καθώς οι τοπικές αρχές αποφασίζουν να δράσουν, υπό την πίεση του δημάρχου Φρέντ Τίλεμανς, ο οποίος συνειδητοποιεί το δράμα και τη σιωπή των προκατόχων του, και ενεργοποιείται για να ανταποκριθεί στα αιτήματα της Επιτροπής.

Στις 29 Μαΐου 2005, είκοσι χρόνια μετά την τραγωδία, εγείρεται ένα αληθινό μνημείο κοντά στη Θύρα Ζ, και τοποθετείται μια πλάκα με τα ονόματα των τριάντα εννιά νεκρών. Για πρώτη φορά γίνεται επίσημη τελετή με πρωτοβουλία του δήμου Βρυξελλών.

Ο πρόεδρος της Ένωσης οικογενειών των θυμάτων του Χέιζελ, Οτέλο Λορεντίνι , ο οποίος αγωνιζόταν για καιρό προκειμένου να απονεμηθεί ένα ελάχιστο δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, είναι παρών, το ίδιο και εκπρόσωποι των διαφόρων συνδέσμων οπαδών της Γιουβέντους που έδωσαν ώθηση σε αυτή τη δυναμική, καθώς και πολλοί οπαδοί της «Γηραιάς Κυρίας».

Η τελετή διεξάγεται ενώπιον των τοπικών και εθνικών αρχών, του δημάρχου του Λίβερπουλ, του ευρωβουλευτή Αντόνιο Τατζάνι, ενός εκπροσώπου της ομάδας του Τορίνο, της ιταλικής ομοσπονδίας ποδοσφαίρου και διαφόρων ιταλικών ενώσεων και ιδρυμάτων στο Βέλγιο. Η ομιλία του δημάρχου Φρέντ Τίλεμανς είναι φορτισμένη. Μιλά για τον αγώνα των οικογενειών των θυμάτων, μπροστά σε ένα πλήθος σχεδόν χιλίων ατόμων. «Αυτό που θα κρατήσω από την προετοιμασία της εκδήλωσης είναι η σοφία, η σεμνότητα και η απάρνηση κάθε εκδικητικού συναισθήματος από μέρους όσων έχουν πληγεί περισσότερο απ’ όλους». Κλείνει την ομιλία του με μια δυνατή χειρονομία: «Θέλω να σας ζητήσω επισήμως συγγνώμη για τον πόνο που αναγκαστήκατε να υπομείνετε». Χειροκροτήματα ακούγονται, και μετά ο δήμαρχος διαβάζει τα ονόματα των τριάντα εννιά νεκρών. Στο τέλος, γίνονται τα αποκαλυπτήρια του μνημείου, έργου του φωτογλύπτη Πατρίκ Ριμού. Έχει τίτλο «Σταμάτα όλα τα ρολόγια» και παραπέμπει στον χρόνο της μνήμης .

Από τότε, η 29η Μαΐου γίνεται αφορμή για μια συγκέντρωση στη μνήμη των θυμάτων, μπροστά από το μνημείο στο Στάδιο Βασιλιάς Μποντουέν. Για τον Λούπο: «Είναι πάντα τα ίδια πενήντα άτομα που έρχονται επί είκοσι χρόνια. Στις στρογγυλές επετείους, είκοσι πέντε, τριάντα χρόνια, έρχονται περισσότεροι. Από τους οργανωμένους, υπάρχουν κάθε χρόνο εκπρόσωποι της Ντεν Χάαγκ και μερικοί εκπρόσωποι του συνδέσμου, που κάνουν το ταξίδι». Οι επίσημες τελετές γίνονται πάντα σε συμβολικές χρονολογίες. Έτσι, στην εικοστή πέμπτη και στην τριακοστή επέτειο, παρέστησαν κάμποσοι επίσημοι. Τις άλλες χρονιές όμως, όπως μπόρεσα να διαπιστώσω στις 29 Μαΐου 2018, μόνο καμιά τριανταριά άνθρωποι μαζεύονται μπροστά από το μνημείο, στη μεγάλη τους πλειονότητα οπαδοί της Γιουβέντους. Ο Λούπο είναι πάντα παρών σε αυτές τις συγκεντρώσεις, βγάζει λόγο σε κάθε επέτειο, και μετά κάποιος από τους συμμετέχοντες διαβάζει τα ονόματα των νεκρών. Τελετή λιτή αλλά ξεχωριστή, λόγω της αξιοπρέπειας που αναδίδει.

Τα μέτρα για τη δημόσια υγεία εμπόδισαν φέτος κάθε δημόσια συγκέντρωση. Τριάντα πέντε χρόνια μετά τα γεγονότα, η υγειονομική κρίση απαγόρευσε στους «τιφόζι» και στους οργανωμένους να μαζευτούν μπροστά από το μνημείο. Κατατίθεται πάντως στεφάνι, και η επίσημη τελετή που διεξάγεται μεταδίδεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Όπως λέει όμως ο Λούπο: «Η μνήμη δεν μπαίνει σε καραντίνα. Είμαστε τα παιδιά αυτής της καταστροφής, γι’ αυτό επίσης γεννήθηκε και ο σύνδεσμός μας, για να μπορούμε να πηγαίνουνε να τιμάμε μια φορά τον χρόνο τα θύματά μας. Γιατί ο κόσμος σήμερα δεν πολυξέρει τι συνέβη, επομένως έχει σημασία να είμαστε εκεί, επειδή η μνήμη καλλιεργείται, είτε είναι καλή είτε κακή». Ο αγώνας τους δεν σταματά. Ένα εκτεταμένο σχέδιο πολεοδομικής αναμόρφωσης θα αλλάξει άρδην το μέρος. «Για εμάς, η μάχη θα είναι να σώσουμε το μνημείο αυτό, γιατί σκέφτονται να απομακρύνουν το ποδοσφαιρικό γήπεδο. Αγωνιστήκαμε για να αναγνωριστεί αυτή η τραγωδία, για να υπάρχει ένα μέρος όπου θα μπορούμε να τιμάμε τους νεκρούς μας. Μπορεί τώρα να περάσουμε σε άλλη μάχη. Οι μάχες δεν τελειώνουν ποτέ, υπάρχουν μόνο στιγμές ανάπαυλας».

Πηγή : lemonde.fr/blogs 
μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας

Google+ Linkedin