Στις 27 Φεβρουαρίου 1900 ιδρύθηκε η «αντιναζί» Μπάγερν Μονάχου

Στις 27 Φεβρουαρίου 1900 ιδρύθηκε η «αντιναζί» Μπάγερν Μονάχου

Στις 27 Φεβρουαρίου 1900 στο εστιατόριο “Γκιζέλα” του Μονάχου ιδρύθηκε μία από τις πιο πετυχημένες ποδοσφαιρικές ομάδες παγκοσμίως, με το όνομα Μπάγερν, δηλαδή Βαυαρία.

Η ιστορία ξεκινά πριν από 121 και τον Ιανουάριο του 1900. Εκπρόσωποι από 86 ποδοσφαιρικούς συλλόγους από όλες τις γερμανόφωνες περιοχές εντός και εκτός της Γερμανικής Αυτοκρατορίας έδωσαν ραντεβού στο εστιατόριο Mariengarten στη Λειψία. Μετά από πολλές κουβέντες και πολλά λίτρα μπύρας επιτυγχάνεται συμφωνία για την δημιουργία της DFB (Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία). Το νέο αυτό άθλημα, το οποίο είχε χαρακτηριστεί ως «αγγλική ασθένεια» είχε παρεισφρήσει για τα καλά στην Αυτοκρατορία. Νότια στην Βαυαρία, έντεκα μέλη του αθλητικού συλλόγου Münchner TurnVerein 1879 αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το τμήμα γυμναστικής και να δημιουργήσουν μια ποδοσφαιρική ομάδα με στόχο την συμμετοχή της στη νεοσύστατη τότε ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Η αρνητική απόφαση όμως της διευθύνουσας επιτροπής για την συμμετοχή της ομάδας τους αναγκάζει να αποχωρήσουν οριστικά από τον σύλλογο.

Μαζί με άλλους έξι εθελοντές τα έντεκα αυτά μέλη δίνουν ραντεβού στην μποέμ συνοικία της πόλης στο Schwabing. Εκεί αποφασίζεται η ίδρυση ενός νέου συλλόγου με την συμμετοχή 17 ατόμων, μεταξύ των οποίων είναι και δύο Εβραίοι, με έναν από τους δύο να είναι ο μετέπειτα διάσημος γλύπτης Μπένο Έλκαν ο οποίος έχει φτιάξει την μεγάλη Menora που στέκεται μπροστά από το Knesset (Κοινοβούλιο του Ισραήλ) στην Ιερουσαλήμ. Ο ποδοσφαιρικός σύλλογος της Μπάγερν Μονάχου μόλις είχε δημιουργηθεί με το εβραϊκό στοιχείο ζωντανό από την πρώτη στιγμή. Σιγά σιγά η Μπάγερν αρχίζει να κερδίζει τα πρωτοκαθεδρία του Μονάχου, ξεπερνώντας σε δημοτικότητα την τοπική FC Wacker. Το επόμενο βήμα ήταν να γίνει γνωστή και στην υπόλοιπη χώρα. Εκεί χρειαζόταν ένα όραμα κι έναν άνθρωπο-ηγέτη που θα οδηγούσε το club στο επόμενο βήμα, κι ένα οικείο πρόσωπο θα ήταν εκείνο που θα έβαζε τις βάσεις για την επίτευξη αυτού του στόχου.

Κουρτ Λαντάουερ, ο άνθρωπος οραματιστής

Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο Κουρτ Λαντάουερ. Παιδί Εβραίων εμπόρων γεννήθηκε το 1884 στο Planegg έδειξε από νωρίς να γοητεύεται με το ποδόσφαιρο και σε ηλικία 17 ετών γίνεται μέλος της Μπάγερν η οποία τότε μετρούσε μόλις ένα χρόνο ζωής. Η πίεση της οικογένειας να ασχοληθεί με το επάγγελμα του τραπεζίτη θα τον αναγκάσει να μετακομίσει στην Λωζάνη για να ακολουθήσει το επάγγελμα. Ο ίδιος όμως γρήγορα κατάλαβε ότι αυτό δεν τον γέμιζε και πως το μόνο που τον ενθουσίαζε ήταν το ποδόσφαιρο. Έτσι, αποφάσισε να επιστρέψει στο Μόναχο και να παραμείνει κοντά στην ομάδα διατηρώντας επαφές με τους ανθρώπους της. Το 1913 ήταν χρονιά εκλογών για την Μπάγερν Μονάχου και ο Λαντάουερ συνειδητοποίησε πως είχε έρθει η στιγμή για να αφήσει το στίγμα του στον σύλλογο.

Ο ίδιος θέτει υποψηφιότητα για την προεδρία του συλλόγου κερδίζοντας τις εκλογές. Σε ηλικία 29 ετών και με την μεγαλύτερη πρόκληση της ζωής του, ο Κουρτ Λαντάουερ αποφάσισε να εφαρμόσει πρωτοπόρες και καινοτόμες μεθόδους που μέχρι εκείνη την στιγμή ήταν άγνωστες για το ποδόσφαιρο. Κι ενώ τα σχέδια του ήταν έτοιμα να υλοποιηθούν, η δολοφονία του διαδόχου του αυστριακού θρόνου Φραγκίσκου Φερδινάνδου από νεαρό Σέρβο εθνικιστή (Ιούνιος 1914) οδηγεί την ανθρωπότητα στην καταστροφικοτερη σύρραξη μέχρι εκείνη την στιγμή, τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα όποια σχέδια του Λαντάουερ για την Μπάγερν αναβάλλονται. Ο ίδιος πλέον και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του πολέμου. Το τέλος του πολέμου βρίσκει την Γερμανία να μετράει τις απώλειές της με πάνω από 2 εκατ. πολίτες της να χάνουν την ζωή τους.

Ο Λαντάουερ ήταν από τους τυχερούς που επέστρεψαν σπίτι τους και βλέπει ότι η ζωή του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία για να κάνει το όραμά του πραγματικότητα. Το 1919 εκλέγεται ξανά πρόεδρος της Μπάγερν και βάζει μπρος το πλάνο του. Πρώτος του στόχος η εκπαίδευση και γαλούχηση των νέων με γνώσεις και ιδανικά ώστε να εξελιχθούν σε άρτιους παίκτες, ενώ αποφασίζει πως το ποδοσφαιρικό στυλ που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι Βαυαροί δεν θα έχει σχέση με το σκληρό και βίαιο τρόπο παιχνιδιού των Άγγλων, αλλά με το εκλεπτυσμένο των Ούγγρων οι οποίοι παρουσίαζαν μία από τις πιο εξελιγμένες ποδοσφαιρικές ομάδες του μεσοπολέμου. Παράλληλα, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα της εποχής ο Λαντάουερ πίστευε ότι το ποδόσφαιρο θα μπορούσε να εξελιχθεί από μια απλή ερασιτεχνική απασχόληση σε μια επαγγελματική εργασία.

Στο πλαίσιο αυτό, το 1931 προπονητής αναλαμβάνει ο εβραϊκής καταγωγής Αύστρο-Ούγγρος Ρίταρντ Ντόμπι ο οποίος παρά το γεγονός πως είχε να αντιμετωπίσει ομάδες μεγαθήρια όπως η Σάλκε και η Νυρεμβέργη, φέρνει την επόμενη χρονιά τον τίτλο του πρωταθλήματος στο Μόναχο. Η πρώτη δικαίωση για τον Λαντάουερ είχε έρθει. Η όποια εσωτερική αμφιβολία υπήρχε για όλες αυτές τις αντισυμβατικές μεθόδους που είχε χρησιμοποιήσει είχε εξαφανιστεί. Δυστυχώς όμως το συναίσθημα της χαράς θα κρατούσε λίγο αφού οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στην χώρα ήταν στο χειρότερο σημείο.

Μετά την συντριβή της στην Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γερμανία βίωνε σημαντικές αλλαγές σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής και όχι προς το καλό. Η οικονομία είχε καταρρεύσει και η κυβέρνηση ανίκανη δεν μπορούσε να ανταποκριθεί. Ο κόσμος αγανακτούσε. Οι συνθήκες αυτές αποτέλεσαν το καλύτερο όπλο για το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ. Το 1933 το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα πήρε την εξουσία και ο αθλητισμός όφειλε να βαδίσει στο βήμα των SS, υιοθετώντας τα ιδανικά της Άριας Φυλής, την υιοθέτηση της σβάστικας στις φανέλες των ομάδων, απόδοση του ναζιστικού χαιρετισμού πριν την έναρξη των αγώνων. Για τον Χίτλερ το ποδόσφαιρο αποτέλεσε το στίβο στο οποίο θα έλαμπε η Άρεια σωματική υπεροχή και η παρουσία Εβραίων σε αυτό αποτελούσε κάτι σαν μόλυνση που έπρεπε να καταπολεμηθεί.

Η άνοδος των Ναζί και ο χαρακτήρας της Μπάγερν

Τον Ιούνιο του 1933, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, Μπέρνχαρντ Ρστ, ανακοίνωσε πως όλοι οι Εβραίοι και Μαρξιστές αθλητές θα πρέπει να αποχωρήσουν από τις ομάδες τους είτε σε συλλογικό είτε σε εθνικό επίπεδο. Μάλιστα, την απόφαση αυτή την είχαν υιοθετήσει με μεγάλη χαρά τόσο η DFB όσο και ορισμένοι από τους μεγαλύτερους συλλόγους της χώρας, όπως η Άιντραχτ Φρανκφούρτης, σωματείο με βαθιές εβραϊκές ρίζες, η οποία είχε ήδη απομακρύνει τους Εβραίους. Η Μπάγερν Μονάχου αποφάσισε να αντισταθεί στα μέτρα αυτά. Αρνήθηκε να απομακρύνει τους Εβραίους μέλη της. Άλλωστε, για τον κόσμο της ομάδας οι κύριοι εκφραστές της επιτυχίας του συλλόγου ήταν αυτοί οι δύο άνθρωποι οι Λαντάουερ και Ντόμπι.

Στις 22 Μαρτίου του 1933 οι Ναζί κατασκευάζουν το πρώτο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Νταχάου, 16 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Μονάχου. Την ίδια ημέρα ο Λαντάουερ παραιτείται από τον προεδρικό θώκο, παρά τις πιέσεις των ανθρώπων της Μπάγερν, για να ακολουθήσει λίγο αργότερα ο Ντόμπι αφήνοντας την Γερμανία μετακομίζοντας στην Βαρκελώνη. Για τους ναζί η Μπάγερν Μονάχου ήταν η Judeklub, δηλαδή η «ομάδα των Εβραίων» κατά παραφθορά της Wunderklub, της ομάδας-θαύμα του μεσοπολέμου της Αυστρίας.

Την ίδια ώρα Λαντάουερ βρίσκει δουλειά στην εβραϊκή εταιρεία πλυντηρίων Rosa Klauber, αλλά παρά το γεγονός πως πλέον δεν βρίσκεται στην Μπάγερν δεν σταμάτησε ποτέ να ασχολείται με τα κοινά του συλλόγου. Ο διάδοχός του και σύμμαχος του Siegfried Hermann, ακολουθούσε πιστά την γραμμή του με το κλαμπ να συνεχίζει την ίδια ακριβώς πολιτική προσλαμβάνοντας προσωπικό που δεν ήταν Ναζί, ενώ ακόμα και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές της ομάδας έδειχναν την αντίθεσή τους στο ναζιστικό καθεστώς, με πράξεις όπως αυτή του ακραίου άσου Willy Simetsreiter, ο οποίος φωτογραφήθηκε με τον Ολυμπιονίκη του Βερολίνου Jesse Owens ή του αμυντικού Sigmund Haringer ο οποίος γλίτωσε οριακά τη φυλάκιση, όταν αποκάλεσε την παρέλαση της σημαίας των Χιτλερικών «παιδικό θέατρο» και ο αρχηγός, Conny Heidkamp με τη σύζυγό του έκρυψαν τα ασημικά του συλλόγου, όταν τα άλλα σωματεία τα παρέδωσαν για τον αγώνα.

Στις 9 Νοεμβρίου του 1938, η αποκληθείσα «νύχτα των κρυστάλλων» συμβαίνει το πρώτο μαζικό πογκρόμ εναντίον των Εβραίων στη Γερμανία. Κατά τη νύχτα των κρυστάλλων, καταστράφηκαν 1.574 συναγωγές, πάνω από 7.000 εβραϊκά καταστήματα και 29 πολυκαταστήματα, ενώ 30.000 Εβραίοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ανάμεσά τους και ο Λαντάουερ ως ο κρατούμενος με τον αριθμό 2009. Οι μοίρα τους ήταν προδιεγραμμένη, αλλά το γεγονός ότι είχε παρασημοφορηθεί στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο του χαρίζει την ελευθερία από το στρατόπεδο, κάτι που όμως δεν συμβαίνει με την υπόλοιπη οικογένειά του η οποία ξεκληρίστηκε (τρία από τα αδέρφια του δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ενώ η αδερφή του Γκαμπριέλε απελάθηκε και τα ίχνη της χάθηκαν).

Χωρίς πολλές επιλογές κι εκμεταλλευόμενος κάποιες υψηλές γνωριμίες μεταναστεύει στην Ελβετία. Πέντε χρόνια αργότερα και με την Μπάγερν «καθαρή» από το εβραϊκό στοιχείο ταξιδεύει στην Ζυρίχη για φιλικό παιχνίδι. Η Gestapo γνωρίζοντας πως ο Λαντάουερ ζει εκεί, απαγόρευσε από τα μέλη της ομάδας να τον συναντήσουν. Αντίθετα, δεν μπορούσαν να απαγορεύσουν την παρουσία του Λαντάουερ στις εξέδρες, αφού η Ελβετία ήταν ελεύθερο κράτος το οποίο δεν είχε καμία εμπλοκή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η απόλυτη πράξη ηρωισμού των Βαυαρών

Σε μία από τις πιο τολμηρές και ηρωικές πράξεις αντίστασης από έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο απέναντι στο ναζιστικό καθεστώς, μόλις ο Λαντάουερ έγινε αντιληπτός από τους ποδοσφαιριστές οι οποίοι στοιχίστηκαν στην σειρά και άρχισαν να τον χειροκροτούν και να τον επευφημούν. Έξαλλοι οι πράκτορες της Gestapo γι αυτό που συνέβαινε απειλούσαν τους ποδοσφαιριστές. «Τότε κατάλαβε πως έχει χάσει τα πάντα, ότι έχουν πεθάνει τα αδέλφια του και πως δύσκολα θα επέστρεφε ποτέ στην πατρίδα του. Οι παίκτες πήραν ένα ρίσκο που πιθανότατα να έσωσε τη ζωή του», είχε γράψει ο Ντίρκ Κάμπερ στο βιβλίο του «Landauer: The man who made FC Bayern».

Δύο χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Λαντάουερ επιστρέφει στο Μόναχο και αναλαμβάνει πρόεδρος για τρίτη φορά θα βρεθεί και πάλι στο τιμόνι της αγαπημένης του ομάδας για τρίτη φορά. Στη πρώτη του δήλωση αναφέρει χαρακτηριστικά: «Κατονομαζόμενη ως μία ομάδα Ιουδαίων, έχουμε δείξει με όλους τους δυνατούς τρόπους την αντίθεσή μας στον Εθνικοσοσιαλισμό». Από εκείνη την στιγμή ο Λαντάουερ αφήνει στην άκρη το παρελθόν και θα προσπαθήσει να κάνει ξανά το ποδόσφαιρο σημαντικό βοηθώντας με τον τρόπο του στην ανοικοδόμηση της Γερμανίας, θεωρώντας πως μια επιτυχία στο γήπεδο θα έφερνε οικονομική πρόοδο καθώς και μια είδους θεραπεία για τις πληγές που είχε ανοίξει ο πόλεμος.

Το 1951 έχασε τις εκλογές και αποχώρησε. Η Μπάγερν Μονάχου όπως και σχεδόν όλοι οι γερμανικοί σύλλογοι στα χρόνια που ακολούθησαν προσπάθησαν να «θάψουν» τη ναζιστική περίοδο. Όροι όπως «Εβραίος» ή «εβραϊκό» είχαν παραληφθεί από τα επίσημα βιβλία, ενώ ορισμένα στελέχη της αναφέρονταν στην περίοδο εκείνη με εκφράσεις του τύπου «πολιτικά γεγονότα της περιόδου 1938-45», ενώ κάποιοι άλλοι τόνιζαν πως τήρησαν αυτή τη στάση, γιατί ήθελαν να αποφύγουν τις αρνητικές αντιδράσεις για το εβραϊκό παρελθόν του συλλόγου.

Όλα αυτά βέβαια μέχρι την αλλαγή του 20ου αιώνα, όπου το θέμα αυτό αρχίσε να βγαίνει στην επιφάνεια. Η ντροπή και η άρνηση έδωσαν την θέση τους στην περιέργεια και την υποχρέωση. Σιγά σιγά άρχισε να γίνεται γνωστή η συμβολή του Λαντάουερ στην διαμόρφωση του χαρακτήρα των Βαυαρών. Ένα από τα φαν κλαμπ της Μπάγερν με το όνομα Schickeria ήταν από τους πρωταγωνιστές της ανάδειξης του ρόλου του άλλοτε προέδρου τους. Στο πρόσωπο του Λαντάουερ είδαν μια μικρογραφία του εαυτού τους, είδαν έναν άνθρωπο που δεν έχασε ποτέ την αγάπη για τον σύλλογο παρότι ο ίδιος έχασε σχεδόν τα πάντα. Ο Καρλ Χάινς Ρουμενίγκε για να τον τιμήσει τον αποκάλεσε «πατέρα της σύγχρονης Μπάγερν» και ο δρόμος που οδηγεί στο Allianz Arena πήρε το όνομα του. Παράλληλα χτίστηκε μουσείο για να τιμηθεί το εβραϊκό παρελθόν της Μπάγερν. Το 2009 για τα 125 χρόνια γέννησης του Λαντάουερ πραγματοποιήθηκε επιμνημόσυνη δέηση με την Μπάγερν Μονάχου να καλύπτει κατά ένα μεγάλο ποσοστό τα έξοδα για την κατασκευή γηπέδου του ερασιτεχνικού εβραϊκού συλλόγου TSV Maccabi Munich το οποίο πήρε το όνομα Κουρτ Λαντάουερ.

Η Μπάγερν Μονάχου έστω και αργά, αποφάσισε να τιμήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το αντιναζιστικό της παρελθόν και σε έναν κόσμο όπου οι νοσταλγοί αυτών που προσπάθησαν να εκμηδενίσουν τον άνθρωπο σε τόπους θυσίας παραμένουν ζωντανοί, η διατήρηση της μνήμης του Κουρτ Λαντάουερ αποτελεί χρέος όλων.

 

Google+ Linkedin