Ο αιρετικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος

Ο αιρετικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος

Ανδρέας Κάλβος. Επαναστάτης, ποιητής, δάσκαλος. Αυτή η υπέροχη, αδιαίρετη ενότητα – ιδιότητα, συνιστούσε το «είναι», το βίο του μεγάλου Επτανήσιου φορέα και μαχητή των επαναστατικών ιδεών, λαϊκών εξεγέρσεων και απελευθερωτικών κινημάτων στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.

Σύγχρονος του Εθνικού μας ποιητή, Διονυσίου Σολωμού, ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε τον Μάρτιο του 1792 στην Ζάκυνθο, όταν η Γαλλική Επανάσταση είχε ήδη ξεσπάσει και τα γαλλικά στρατεύματα ετοιμάζονταν να κατέβουν στα Επτάνησα. Μαθήτευσε πλάι στον Αντώνη Μαρτελάο, ο οποίος αργότερα δίδαξε και τον Διονύσιο Σολωμό.

Το 1802 πηγαίνει με τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας και λαμβάνει ιταλική μόρφωση. Παρόλ’ αυτά δεν λησμόνησε ποτέ τα πάτρια εδάφη. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή του προς τον Ουγκώ Φώσκολο (18-6-1814) στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρει: «εγώ, έχω πατρίδα μία άλλη… και σ’ αυτήν θα στρέφονται πάντα οι ιερές ευχές μου…»

Ο Ανδρέας Κάλβος υπήρξε πολύγλωσσος και πολυμαθής, δίδασκε ελληνικά, λατινικά ,ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά, φιλοσοφία, γεωγραφία, αστρονομία, και βρέθηκε να παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα σε διακεκριμένες προσωπικότητες κατά τη παραμονή του στο εξωτερικό, όπως στο φιλέλληνα Λονδρέζο βουλευτή J.Lee, κι όλα αυτά χωρίς να σπουδάσει σε ανώτερη σχολή αλλά μελετώντας μόνος του.

Το 1811 ο Κάλβος γράφει στα ιταλικά ύμνο για τον Ναπολέοντα, τον οποίο θα αποκηρύξει το 1814. Το φθινόπωρο του 1812 βρίσκεται στη Φλωρεντία και εκεί γνωρίζεται με το συμπατριώτη του Ουγκώ Φώσκολο, έναν από τους σημαντικότερους ιταλόφωνους ποιητές. Κοντά του ο Κάλβος βελτίωσε την παιδεία του. Με τον Φώσκολο θα βρεθεί διαδοχικά στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο.

Ένταξη στους καρμπονάρους

Στο Λονδίνο ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζην δίνοντας μαθήματα Ιταλικής και Ελληνικής γλώσσας και η ευρυμάθειά του, καθώς και η επιτυχημένη μέθοδος διδασκαλίας του, τον έκαναν γρήγορα γνωστό σε ευρύ κύκλο στην αγγλική πρωτεύουσα και οι μαθητές του αυξάνονταν διαρκώς. Τα μαθήματά του μάλιστα πήγαιναν τόσο καλά που τύπωσε τετράτομη μέθοδο διδασκαλίας της Ιταλικής.

Όμως ο Κάλβος έγινε γνωστός στους πνευματικούς κύκλους του Λονδίνου και από μεταφράσεις του από τα αγγλικά στα ελληνικά διαφόρων θρησκευτικών βιβλίων, των οποίων τον απόηχο βρίσκουμε στις Ωδές του. Παράλληλα αρθρογραφούσε και έκανε διαλέξεις που σχολιάζονταν ευρύτατα από τους επιστημονικούς κύκλους του Λονδίνου.

Το Μάιο του 1819 προσχώρησε στο Αγγλικανικό Δόγμα (he had conformed to the Church of England) και παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F. Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Τότε πιθανολογείται και μια απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820).

Το 1819 τυπώνει και την πρώτη ελληνόφωνη ωδή του, «Ελπίς Πατρίδος». Το ποίημα θα ανευρεθεί από τον Λεύκιο Ζαφειρίου -σχεδόν 200 χρόνια μετά- στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης και θα παρουσιαστεί στον τόμο «Ο Βίος και το Έργο του Ανδρέα Κάλβου» (Μεταίχμιο 2006).Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri. Στις αρχές του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.

Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία.

Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται.

Μετά την έκδοση των δυο ποιητικών συλλογών του –  Λύρα (Γενεύη, 1824), Λυρικά (Παρίσι, 1826) – ο Κάλβος ταξιδεύει στην επαναστατημένη Ελλάδα και από εκεί στην Κέρκυρα, όπου θα μείνει μέχρι το 1852. Ζει κυρίως παραδίδοντας ιδιωτικά μαθήματα, αρθρογραφεί σε τοπικές εφημερίδες και, όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, δεν ξαναγράφει ποτέ ποίηση. Το 1852  φεύγει για την Αγγλία, παντρεύεται εκεί την Charlotte Augusta Waddams και εργάζεται ως καθηγητής στο ιδιωτικό παρθεναγωγείο της γυναίκας του.

Στις 3 Νοεμβρίου 1869 πεθαίνει και ενταφιάζεται στην μικρή πόλη Louth της Αγγλίας. Την επιχείρηση της μεταθανάτιας «επιστροφής» του στην πατρίδα αναλαμβάνει ο Γ. Σεφέρης , που τότε ήταν πρεσβευτής της Ελλάδας στο Λονδίνο. Έτσι μετά από συντονισμένες ενέργειες στις 19 Μαρτίου 1960 ήρθαν στην Ελλάδα τα οστά του ποιητή και της γυναίκας του, ενώ στις 5 Ιουνίου με το πολεμικό «Χατζηκωσταντής» έφτασαν στη Ζάκυνθο και τοποθετήθηκαν στο προαύλιο του Αη Γιώργη των Φιλικών, στον τόπο όπου είχαν ορκιστεί ο Κολοκοτρώνης, ο Πλαπούτας και ο Σολωμός. Κατά την διάρκεια της τελετής αυτό που ξεχώρισε ήταν το στεφάνι του δημοσιογράφου Κεφαλληνού, το οποίο ήταν ένα κλαδί στολισμένο με αγριολούλουδα κάτω από το δέντρο, από το οποίο είχε γράψει ο Σολωμός τον Ύμνον προς την Ελευθερίαν.

Μιλώντας για τον Ανδρέα Κάλβο, μιλάμε για τον ποιητή και δάσκαλο του ελληνικού γένους σε μια περίοδο που η Ελλάδα αναζητά την εθνική της ταυτότητα, καθώς αποτάσσει τον πολύχρονο τουρκικό ζυγό και σιγά – σιγά επιχειρεί να βρει την εθνικής της ανεξαρτησία.

Αυτή την περίοδο, στο ιστορικό προσκήνιο βρίσκεται το πνεύμα του διαφωτισμού, με την προσπάθεια ανανέωσης της φιλοσοφίας και ό,τι αυτό συνεπάγεται, ενώ στο παρασκήνιο της κοινωνικής – πολιτικής ζωής μοιάζει να βρίσκεται ό,τι υποκινεί τους εσωτερικούς κινητήρες της ιστορικής δράσης.

Με άλλα λόγια, το αίτημα για ελευθερία, ανεξαρτησία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισονομία μεταξύ λαών και πολιτών, που εκφράζεται με διάφορα επαναστατικά κινήματα ενάντια σε κάθε είδους τυραννία, στην ουσία δεν είναι παρά η μεθοδευμένη προσπάθεια των πνευματικών κύκλων της διανόησης να βοηθήσουν τον απλό ανώνυμο λαό να ζήσει με αρετή και τόλμη, βγαίνοντας από την παθητική ανωνυμία της δουλικότητας στον κάθε αφέντη, και να αναλάβει υπεύθυνα τις τύχες του απέναντι στη συνείδησή του και την ιστορία.

Βέβαια , όπως συνέβη και με πολλούς ανεπιθύμητους ήρωες του 1821, όπως λ.χ. με τον μη χριστιανό Οδυσσέα Ανδρούτσο, για την «επίσημη» αναγνώριση του οποίου χρειάστηκε να περάσουν μερικές δεκαετίες, έτσι και η ποίηση του Κάλβου για πολλές δεκαετίες δεν έτυχε ούτε καν της στοιχειώδους αποδοχής από τους ρωμιούς διανοούμενους («καταδικάστηκε σε λειτουργική αναστολή και απομόνωση… γιατί η ποιητική αρνησικυρία του προκαλούσε την παγιωμένη αισθητική», γράφει ο Δάλλας), οι οποίοι ούτε λίγο ούτε πολύ την θεωρούσαν «ξένη» και αρνιόντουσαν να την εντάξουν στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης.

Google+ Linkedin