Δημήτρης Γκόγκος, ο πολιτικοποιημένος ρεμπέτης με το οξύ κοινωνικό αισθητήριο

Δημήτρης Γκόγκος, ο πολιτικοποιημένος ρεμπέτης με το οξύ κοινωνικό αισθητήριο

Συμπληρώθηκαν φέτος 35 χρόνια από τότε που «έφυγε», στις 18 Νοέμβρη του 1985 ο Δημήτρης Γκόγκος, γνωστός ως «Μπαγιαντέρας». Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1902, γόνος πολυμελούς κι ευκατάστατης νησιώτικης οικογένειας. Θα ζήσει όλη του τη ζωή με το κεφάλι ψηλά. Ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική, παίζοντας μαντολίνο και αργότερα βιολί, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’20 θα αρχίσει να παίζει μπουζούκι. Εκείνη την εποχή διασκευάζει την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα» για λαϊκή ορχήστρα και έτσι αποκτά το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», που θα τον ακολουθήσει για όλη του τη ζωή.

Αν και σπούδασε ηλεκτρολόγος, δεν εξάσκησε ποτέ το επάγγελμα, καθώς, έφηβος ακόμα, «έμπλεξε» με τη μαγκιά του Πειραιά και εξοικονομούσε τα χαρτζιλίκια του μεταπουλώντας λαθραία τσιγάρα και ποτά που έβγαζαν τα καράβια στο λιμάνι του Πειραιά.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’30 παίζει μπουζούκι και φτιάχνει τραγούδια σε ερασιτεχνική βάση. Το 1935 ανεβαίνει σαν επαγγελματίας στο πάλκο δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή, στο «Δάσος» του Αντώνη του Βλάχου στο Βοτανικό. Από τότε και μέχρι την Κατοχή θα δουλέψει στα γνωστότερα λαϊκά μαγαζιά της εποχής.

Καθαρόαιμο πειραιώτικο ύφος στη δισκογραφία

Θα μπει στη δισκογραφία την ίδια χρονιά με την εμφάνισή του στα λαϊκά πάλκα. Τα πρώτα τραγούδια που θα ηχογραφήσει είναι το «Ηταν άνοιξις που σ’ είδα» και η «Καπνουλού» (αφιερωμένο στη γυναίκα του που δούλευε στο καπνεργοστάσιο).

Το ύφος του είναι καθαρόαιμο πειραιώτικο, πολύ κοντά σ’ αυτό του Μάρκου και του Δελιά, αν και οι στίχοι του δεν είναι πάντα τόσο «σκληροί». Το 1938 θα ξεκινήσει μια συνεργασία με τον νεαρό τότε Μανώλη Χιώτη.

Παράλληλα θα εμφανίσει στα τραγούδια του ένα τελείως διαφορετικό πρόσωπο. Τραγούδια πολύ μελωδικά με βαθιά ερωτικούς στίχους, ιδιαίτερα εμπνευσμένα («Σαν μαγεμένο το μυαλό μου», «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια» κ.ά.) που δε θύμιζαν τίποτα απ’ το παρελθόν. Μ’ άλλα λόγια, μια νέα «σχολή» στο χώρο του ρεμπέτικου, στοιχεία της οποίας πήραν όλοι οι σύγχρονοι, αλλά και μεταγενέστεροί του λαϊκοί δημιουργοί.

Το 1941, λίγο μετά την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, θα χάσει το φως του, παίζοντας πάνω στο πάλκο του κέντρου «Πειραιεύς», όπου δούλευε μαζί με τον Γιάννη Σταμούλη. Ξεπερνάει γρήγορα το σοκ και στη διάρκεια της Κατοχής γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα, παίζοντας τα τραγούδια του. Με τη διαφορά ότι τα τραγούδια αυτά δεν είναι μόνο τα γνωστά προπολεμικά του. Το έπος της Αντίστασης του αλλάζει συνολικά την άποψή του για τη ζωή και την κοινωνία, αλλά και τον εμπνέει δημιουργικά.

Όπως ήταν φυσικό, τα τραγούδια που έγραψε ο «Μπαγιαντέρας» την περίοδο της Κατοχής δεν υπήρχε περίπτωση να ηχογραφηθούν, ούτε τη δεκαετία του ’40 ούτε και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Μόλις το 1980, στο δίσκο του Γιώργου Νταλάρα «Τα ρεμπέτικα της Κατοχής», θα ηχογραφηθεί ένα από αυτά:

Στη γύρα με τις κόρες του για το μεροκάματο, τη δεκαετία του ’50

Αμέσως μετά την Κατοχή ο «Μπαγιαντέρας» θα περάσει στη δισκογραφία μερικά ακόμη γνωστά τραγούδια του, ανάμεσά τους και δυο αριστουργηματικά νησιώτικα (δείγμα της καταγωγής του): «Μια τράτα Κουλουριώτικη» και «Ξεκινάει μια ψαροπούλα», που θα γίνουν μεγάλες επιτυχίες, τόσο που ο πολύς κόσμος μέχρι σήμερα νομίζει ότι πρόκειται για κλασικά δημοτικά τραγούδια.

Για λίγο καιρό θα δουλέψει στα λαϊκά κέντρα και μετά θα βγει στη «σφουγγάρα», δηλαδή θα γυρίζει από στέκι σε στέκι (με τη βοήθεια της κόρης του) βγάζοντας «δίσκο», μέχρι το 1963, όταν και αποσύρεται. Τη δεκαετία του ’50 και του ’60 θα ηχογραφήσει αραιά μερικά τραγούδια, που δε θα γίνουν ιδιαίτερα γνωστά (με εξαίρεση ίσως τη «Διαθήκη» το 1962).

Στα χρόνια της χούντας είναι απ’ τους πρώτους που συμμετείχαν σε συναυλίες στις μπουάτ της Πλάκας, όπου εκτός απ’ τα παλιά θ’ ακουστούν πολλά απ’ τα ανέκδοτα τραγούδια του. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναβίωση του κλασικού ρεμπέτικου, που ξεκίνησε εκείνα τα χρόνια και συνεχίστηκε απ’ τον Μαρίνο Γαβριήλ (Μαρινάκη), την Ρόζα Εσκενάζυ, τον Στέλιο Κερομύτη, τον Μιχάλη Γενίτσαρη, τον Σπύρο Καλφόπουλο, τον Μπιρ Αλλάχ κ.ά.

Έντονη και ατίθαση προσωπικότητα

Η δημιουργία του «Μπαγιαντέρα», χωρίς να είναι μεγάλη σε όγκο, είναι κάτι το ξεχωριστό στο χώρο του ρεμπέτικου. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό κι απρόσμενο το πόση ευαισθησία έκρυβε μέσα του. Ο ίδιος υπήρξε μια πολύ έντονη προσωπικότητα του χώρου. Στα νιάτα του υπήρξε πολύ καλός αθλητής της πάλης. Έτσι, σε συνδυασμό με την ατρόμητη ψυχή του και παρά το μικρό του μπόι, ήταν ο φόβος και τρόμος των κουτσαβάκηδων της δεκαετίας του ’30. Σε αφηγήσεις τους οι παλιοί ρεμπέτες αναφέρουν ότι πολλές φορές σε φασαρίες ο «Μπαγιαντέρας» «καθάρισε» για πάρτη τους. Ήταν ίσως ο μόνος απ’ τους λαϊκούς μουσικούς, οι οποίοι δούλευαν στα νυχτερινά κέντρα της εποχής, που δεν πειθαρχούσε στους νόμους των «μπράβων», οι οποίοι μάλιστα φρόντιζαν να τον αποφεύγουν! Οταν πια τυφλώθηκε είχε κυριολεκτικά απόλυτη άγνοια κινδύνου. Στην Κατοχή πιάστηκε πολλές φορές απ’ τους Γερμανούς να τραγουδάει αντάρτικα και κακοποιήθηκε βάναυσα, αλλά παρ’ όλα αυτά δε σταμάτησε στιγμή.

Πολλές είναι και οι άσχημες στιγμές που πέρασε, αλλά κατάφερε να βγει νικητής. Για διάφορους «τσαμπουκάδες» έκανε πέντε περίπου χρόνια φυλακή. Σε κάποια φάση των νεανικών του χρόνων έμπλεξε με τα λεγόμενα σκληρά ναρκωτικά. Αλλά δεν «τον πήραν από κάτω». Κατάλαβε ότι δεν του ταιριάζει τέτοιος τρόπος ζωής. Κατάφερε να τα κόψει «με το μαχαίρι» και μέχρι το τέλος της ζωής του να μην καπνίσει ούτε ένα τσιγάρο, να μην πιει ούτε πορτοκαλάδα με ανθρακικό, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Τάσος Σχορέλης στη «Ρεμπέτικη ανθολογία» του.

Google+ Linkedin