Ποιος θυμάται τον Μπόμπι Σαντς; (το γελαστό παιδί που πέθανε ύστερα από 66 ημέρες απεργίας πείνας το ’81)

«Κάποιος θα πρέπει να γράψει ένα ποίημα για τα βάσανα των απεργών πείνας. Θα ‘θελα να το γράψω εγώ, αλλά πώς να το τελειώσω;» έγραψε στο ημερολόγιό του στις 10 Μαρτίου 1981 ο Gerard Robert «Bobby» Sands.

O Bobby Sands πέθανε σαν σήμερα, 5 Μαΐου 1981, στα 27 χρόνια,μετά 66 μέρες απεργίας πείνας στην φυλακή Maze. Ήταν πολιτικός κρατούμενος και αιχμάλωτος πολέμου, εκλεγμένος βουλευτής και μαχητής του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού (ΙRA), αγωνιστής για την αποτίναξη της βρετανικής κυριαρχίας και την ανεξαρτησία της Βόρειας Ιρλανδίας.

Ο θάνατος του πυροδότησε ένα διεθνές κίνημα καταδίκης της καταπίεσης των καθολικών της Βόρειας Ιρλανδίας από το βρετανικό κράτος και αλληλεγγύης στον αγώνα τους για ελευθερία και ανεξαρτησία. Ο Bobby Sands έγινε πρόσωπο- σύμβολο αυτού του αγώνα.

O Bobby Sands ξεκίνησε την απεργία πείνας την 1η Μαρτίου 1981 και σύντομα τον ακολούθησαν σ’ αυτήν κι άλλοι συγκρατούμενοί του αντάρτες, που συνέχισαν και μετά τον θάνατό του, μέχρι τον Οκτώβριο του 1981. Άλλοι εννέα πέθαναν όπως κι εκείνος. Η απεργία τους καταγράφηκε στην ιστορία των απελευθερωτικών κινημάτων και των αυτονομιστικών αντάρτικων ως η διαμαρτυρία των Πέντε Αιτημάτων, επειδή πέντε ήταν τα αιτήματα των απεργών του Λονγκ Κες: το δικαίωμα να μην φορούν στολές φυλακισμένων, το δικαίωμα να αρνούνται την καταναγκαστική εργασία στη φυλακή, το δικαίωμα να συναναστρέφονται ελεύθερα με άλλους κρατούμενους και να οργανώνουν δικές τους ψυχαγωγικές δραστηριότητες, το δικαίωμα να δέχονται μία επίσκεψη, ένα γράμμα, ένα πακέτο κάθε εβδομάδα, και τέλος να επανακτήσουν το δικαίωμα μείωσης ποινής, μετά τη λήξη της απεργίας.[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=hHWy-MyMAtw[/embedyt]

«Δεν ήμουν τίποτε περισσότερο από ένα παιδί της εργατικής τάξης, όμως η καταπίεση είναι που γεννά το επαναστατικό πνεύμα της ελευθερίας» έγραφε για τον εαυτό του ο Bobby Sands και δήλωνε πως «δεν θα λυγίσω αν δεν πετύχω την απελευθέρωση της Ιρλανδίας και τη μετατροπή της σε κυρίαρχη, ανεξάρτητη και σοσιαλιστική δημοκρατία». Στις 6 Μαΐου, μία μέρα μετά το θάνατό του, η Μάργκαρετ Θάτσερ, πρωθυπουργός τότε της Βρετανίας, σχολίαζε: «Θα συνεχίσουμε την προσπάθεια εξάλειψης της τρομοκρατίας. Ο κ. Σαντς ήταν απλά ένας κατάδικος. Που επέλεξε να πεθάνει».

Ο Sands περιέγραψε τις «ατελείωτες μοναχικές μέρες» της απομόνωσης: «Η ξαφνική και πλήρης κατάργηση των βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων όπως το βάδισμα και ο καθαρός αέρας, η επιλογή των ρούχων που θα φορώ και των ανθρώπων που θα συναναστρέφομαι, των εφημερίδων και των βιβλίων που θα διαβάζω, ακόμη και των τσιγάρων μου, κάνουν τη ζωή ανυπόφορη».

Ο Sands, και οι συγκρατούμενοί του αντάρτες, δεν θεωρούνταν από τους Βρετανούς πολιτικοί κρατούμενοι ή αιχμάλωτοι πολέμου, αλλά κάτι σαν το απαξιωτικό, πολιτικά κενό και ψευδεπίγραφο «παράνομοι μαχητές» που εμπνεύστηκαν οι Αμερικανοί στήνοντας το Γκουαντάναμο.

Google+ Linkedin