Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΜΑΝΟΣ. ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

Ο ΦΙΛΟΣ ΜΟΥ Ο ΜΑΝΟΣ. ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

*του Αντώνη Παπαϊωάννου

Πριν από λίγα βράδια μου τηλεφώνησε ο φίλος Κώστας Μπαλαχούτης, γνωστός ραδιοφωνικός παραγωγός, στιχουργός και συγγραφέας. Είχε ανακαλύψει και άκουγε μια παλιά του ραδιοφωνική εκπομπή που τη θεωρούσε χαμένη και αφορούσε σε μια συνέντευξη που είχε πάρει από τον Μάνο Ελευθερίου το 2014.
«Άκου», μου είπε «τι λέει ο Μάνος για σένα».
Αναφερόταν σε ένα περιστατικό που θυμόταν από το 1994, είκοσι χρόνια πριν τη συνέντευξη, και το περιέγραφε με το γνωστό του χιούμορ. Θυμήθηκα τη στιγμή και συγκινήθηκα. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι σε 4 ημέρες, 22 Ιουλίου κλείνουν δυο χρόνια από τον θάνατό του.
Πόσο γρήγορα περνά ο καιρός, χωρίς να το καταλαβαίνεις! Ειδικά αν με κάποιους που έχουν φύγει συνεχίζεις να μιλάς, να ακούς τη φωνή τους σαv να είναι ακόμα εδώ.
Τριάντα χρόνια με τιμούσε με τη φιλία του. Είχε πολλούς φίλους και το χαρακτηριστικό του ήταν ότι τους τιμούσε όλους και τους αγαπούσε με το παραπάνω. Νοιαζόταν για τον καθένα, ρωτούσε να μάθει για αυτούς αν είχε καιρό να δει κάποιον, δεν ξεχνούσε τίποτα.
Τι να θυμηθεί κανείς, και τι να αποσιωπήσει. Και δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον όρο «αποσιωπήσει». Συχνά με καλούσαν σε τιμητικές εκδηλώσεις που του έκαναν να μιλήσω για αυτόν. Ήταν κάτι που είχε γίνει συνήθεια. Πίστευαν ότι τον ξέρω πολύ καλά. Ο Μάνος δεν το πίστευε απλά, το φοβόταν. Φοβόταν ότι θα πω πράγματα, συζητήσεις, σκέψεις που δεν ήθελε να ακουστούν. Μέχρι που ανέλαβε να μιλάει ο ίδιος για τον εαυτό του, αφού σταδιακά η συχνότητα που τον καλούσαν να μιλήσει σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές έτεινε να γίνεται καταιγιστική.
Δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Μέχρι το 1995 ο Μάνος, αν και είχε κάνει πολύ μεγάλες επιτυχίες, αλλά είχε και σημαντική ποιητική παρουσία ήταν απών από τα ΜΜΕ. Είχε δημιουργηθεί ένας μύθος ότι ήταν δυσπρόσιτος, δύσκολος άνθρωπος που απέφευγε τη δημοσιότητα και ότι ήταν πολύ επιλεκτικός στους ανθρώπους. Πολλοί συνθέτες παρασυρμένοι από αυτόν τον μύθο απέφευγαν να του ζητήσουν συνεργασία. Φυσικά ίσχυε το ακριβώς αντίθετο. Ο ίδιος θεωρούσε ότι αυτό τον μύθο τον καλλιεργούσαν τεχνηέντως κάποιοι που έτσι τον κρατούσαν σε απόσταση από τα τεκταινόμενα της δισκογραφίας. Ήταν το παράπονό του, αλλά και από αυτά που, όπως είπα, ήθελε να αποσιωπούνται. Η φυσική του ευγένεια δεν του επέτρεπε να αναφερθεί δημόσια σε κάτι τέτοιο. Και αν το γράφω τώρα είναι γιατί σε κάποια από τις ομιλίες μου αναφέρθηκα στο πόσο μύθος ήταν αυτός… ο μύθος, χωρίς ο ίδιος να διαμαρτυρηθεί

Η πρώτη του εμφάνιση στην τηλεόραση έγινε το 1995, δεν μπορώ να θυμηθώ αν είχε σποραδικά εμφανιστεί κάπου πριν, και είμαι ένας από αυτούς που ευθύνονται για αυτό. Έγραφα τότε τα κείμενα για την εκπομπή η άλλη μεριά του φεγγαριού που παρουσίαζε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος με αφιερώματα Ελλήνων στιχουργών και είχαμε αποφασίσει πως δεν έπρεπε να λείπει φυσικά και ένα αφιέρωμα στον Μάνο. Εκείνη την εποχή πηγαίναμε κάθε Σάββατο μαζί, μιας και ο Μάνος δεν οδηγούσε, στο Μαρκόπουλο Αττικής όπου κάναμε εκπομπές σε ένα θαυμάσιο δημοτικό ραδιόφωνο, το Ράδιο Αττική, έτσι λεγόταν αν θυμάμαι καλά. Στη διαδρομή συζητήσαμε την περίπτωση του αφιερώματός του. Τον είχαν ενημερώσει και από την εκπομπή. Όχι μόνο δεν έφερε αντίρρηση, αλλά έδειχνε ενθουσιασμένος. Τον ίδιο ενθουσιασμό έδειξε κι όταν βρέθηκε μπροστά στην κάμερα. Τα γυρίσματα γίνονταν στον εγκαταλελειμμένο σταθμό του Μαρκοπούλου, στις βιομηχανική περιοχή του Λαυρίου και στο Πιλοποιείο του Πουλόπουλου, όπου υπήρχε ζωντανή ορχήστρα με τον Νταλάρα και το Σταύρο Κουγιουμτζή που είχε κατέβει ειδικά από τη Θεσσαλονίκη για το σκοπό αυτό. Ευγενικός, προσηνής αεικίνητος, συνεργάσιμος «κουβέντιαζε» με την κάμερα σα να ήταν χρόνια φίλοι. Και δεν είναι τυχαίο. Οι πρώτες σπουδές που έκανε ο Μάνος όταν ήρθε την Αθήνα από τη Σύρο ήταν στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου με καθηγητή τον Αιμίλιο Χουρμούζιο. Ήθελε να γίνει ηθοποιός.

Δεν έγινε ηθοποιός, αλλά αγαπούσε το θέατρο, έγραψε βιβλία για αυτό, όπως «Το θέατρο στην Ερμούπολη» που έγινε οδηγός για να ακολουθήσουν κι άλλο αντίστοιχες έρευνες για άλλες πόλεις. Έγραψε μυθιστορήματα για παλιές ηθοποιούς, όπως η Ελένη Παπαδάκη και η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου. Θυμάμαι με τι καμάρι μου έδειξε κάποτε το πάντα τακτοποιημένο σαλόνι του σπιτιού του να έχει καταληφθεί με τόμους που αποτελούσαν το αρχείο της αδικοχαμένης ηθοποιού.
Δούλεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως επιμελητής βιβλίων, αφού η στιχουργική δεν μπορούσε να εξασφαλίσει τα προς το ζην, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, ακόμα και σε έναν τόσο επιτυχημένο στιχουργό με τεράστιες επιτυχίες με Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο Μούτση Ξαρχάκο, Κουγιουμτζή, Σπανό, Νταλάρα, Αλεξίου, Μητσιά.
Ήταν πολύ εργατικός και συστηματικός στη δουλειά του, πάντα σκυμμένος πάνω από χαρτιά. Ξενυχτούσε, θυμάμαι, γράφοντας τα κείμενα των εκπομπών του σε χειρόγραφες κόλλες γιατί δεν ήθελε να του διαφύγει ούτε μια λέξη.

Ήταν μανιώδης συλλέκτης, από τους ανθρώπους που ενέπνεε και άλλους να συλλέγουν, κάτι που σε αυτή τη χώρα άργησε πολύ να γίνει συνείδηση. Καρτ ποστάλ, φωτογραφίες, επιστολές, χειρόγραφα σπάνιας αξίας και ωραιότητας, τακτοποιημένα με τάξη, ήταν η δεύτερη ζωή του. Τα περισσότερα από αυτά, μαζί με κιβώτια από βιβλία που του έστελναν συνεχώς, τα έστελνε ο ίδιος στο μουσείο της Ερμούπολης, όπου θα φιλοξενούνται πλέον σε μια πτέρυγα με το όνομά του. Ήταν παθιασμένος με την Ερμούπολη. Θυμάμαι όταν βρέθηκα διακοπές εκεί με μια φίλη, να μας ξεναγεί με 45 βαθμούς υπό σκιά, στο νεκροταφείο της πόλης για να δούμε τον τάφο του Ροδοκανάκη.
Αγαπούσε πολύ την οικογένειά του, δηλαδή τα αδέλφια του και τις δικές τους οικογένειες, αφού ο ίδιος δεν είχε δική του. Θυμάμαι με πόση αγάπη και πόσο σπαραγμό μου μιλούσε ένα βράδυ σε ένα καφέ στο Αιγάλεω για το θάνατο της αδελφής του Αγγελικής Ελευθερίου, έξοχης ηθοποιού του θεάτρου Τέχνης και ποιήτριας, πίνοντας δεύτερο και τρίτο ουίσκι. Δεν είχε νόημα να τον μαλώνω αφού και η υγεία του είχε γίνει για τον ίδιο ευκαιρία για χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
Αν πρέπει να πω κάτι ακόμα για τον Μάνο είναι ότι παρέμεινε ενεργός και εναργής, με ωριμότητα που αντιστοιχούσε στην ηλικία του, αλλά και κέφι μικρού παιδιού, μέχρι την τελευταία μέρα. Όταν οι περισσότεροι της γενιάς του είχαν πάψει να γράφουν δεκαετίες πριν, εκείνος συνέχιζε με πάθος να γράφει επίκαιρους στίχους και συνεργάζεται με νέους συνθέτες και ερμηνευτές, δίνοντάς τους ουσιαστικά την ευλογία του μαζί με τους στίχους του. Δεν κλείστηκε ποτέ σπίτι του, ήταν άνθρωπος του έξω, σπάνια έμενε μέσα. Παραπονιόταν ότι δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά επειδή τον καλούσαν συχνά σε εκδηλώσεις κι ας πετούσε τη σκούφια του για αυτό.
Όταν τον γνώρισα, αρχές της δεκαετίας του 90 κάθε βράδυ έβγαινε στη «Θέμιδα» την καφετέρια του Μπάρμπα Γιάννη που είχε τις Νταλίκες, μόνιμο στέκι του Χρήστου Κολοκοτρώνη, του Γιάννη Καραμπεσίνη και όλης της παλιάς φρουράς εκείνη την εποχή. Κι όταν έφυγε για των Αγγέλων τα μπουζούκια, η παρέα του ήταν η νέα φρουρά που θα συνεχίσει να συμμετέχει (εκτός δυστυχώς από τον πολύ στενό του φίλο Λαυρέντη) στην περιπέτεια του ελληνικού τραγουδιού. Γιατί ο Μάνος ήταν η συνέχεια και ο συνδετικός κρίκος που συνδέει πολλές δεκαετίες και πολλές μνήμες. Το χέρι μου πάει στο τηλέφωνο… 6718… Θέλω να τον πάρω να του διαβάσω τι έγραψα, να τον αγχώσω, να ακούσω το κλασικό: Χριστός κι Απόστολος, τι είναι αυτά που έγραψες, καλέ… αλλά δεν θα το σηκώσει. Θέλω να πιστεύω ότι απλά κοιμάται.

Google+ Linkedin