Από τον παραδοσιακό ως τον υπέρ-εντατικό ελαιώνα: το μονοπάτι της αλλαγής της Ισπανικής ελαιοκομίας

Από τον παραδοσιακό ως τον υπέρ-εντατικό ελαιώνα: το μονοπάτι της αλλαγής της Ισπανικής ελαιοκομίας

Luis Rallo, Diego Barranco. Πανεπιστήµιο Κόρδοβας, Ισπανία
Γεώργιος Κουµπούρης. ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου
Σωτήριος Σαλής. Ένωση Φυτωριούχων Ελλάδος/Hellenic Plants

Σκοπός αυτού του άρθρου είναι να παρουσιαστεί η εξέλιξη της ισπανικής ελαιοκομίας τα τελευταία πενήντα χρόνια έως τη σημερινή πρωτοκαθεδρία στον παγκόσμιο χάρτη της καλλιέργειας. Όχι για να γίνει πιστή αντιγραφή στην Ελλάδα αλλά για να σκεφτούμε ομοιότητες και διαφορές με την αντίστοιχη πορεία στη χώρα μας και για να κρατήσουμε τα στοιχεία που μπορούν να αξιοποιηθούν με τις απαραίτητες προσαρμογές. Βασικό στοιχείο που θα καταλάβουν όλοι είναι ότι χρειάζεται να τεθούν στόχοι, να χαραχθεί ένα σχέδιο, να γίνει συστηματική πολυετής σκληρή δουλειά με συνεργασία όλων των φορέων.

Το  περασμένο  καλοκαίρι  γιορτάστηκε  η  25η  επέτειος  του  υπέρ-εντατικού ελαιώνα,  ενός συστήματος  φύτευσης  και  καλλιέργειας  που  άλλαξε  ριζικά  την  παραγωγή  της  ελιάς. Πρόκειται για μία ιστορία πρωτοπόρων επιχειρηματιών και ακαδημαϊκών που ξεκίνησαν την αναζήτηση νέων συνόρων για την ελαιοκαλλιέργεια και την παραγωγή ελαιόλαδου, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Η διαίσθηση και η τύχη ήταν καθοριστικοί παράγοντες για την γέννηση του υπέρ-εντατικού ελαιώνα. Εκείνες τις μέρες οι επιχειρήσεις παρήγαγαν φυτά αμπέλου, τα οποία καλλιεργούνταν σε γραμμικό σύστημα για τη συνεχή συγκομιδή με  μηχανικούς συλλέκτες. Το πλαίσιο εργασίας αυτών των μηχανών ήταν κατάλληλο για τις διαστάσεις ενός  γραμμικού υποστυλωμένου αμπελιού, ενώ σύντομα προέκυψε η ιδέα να αξιοποιηθεί αυτή η τεχνική της μηχανικής συγκομιδής και στον ελαιώνα. Το πρόβλημα ήταν το μέγεθος του δέντρου. Η ελιά είναι ένα είδος με μεγάλη διάρκεια ζωής και  μεγάλο  μέγεθος, το οποίο έχει προσαρμοστεί στις ξηρές περιοχές της Μεσογείου για περίπου 6000 χρόνια. Είναι επίσης ένα φυτό με εύκολο πολλαπλασιασμό, έτσι ώστε όταν εντοπιστεί ένα χαρακτηριστικό ενδιαφέροντος, είναι εφικτή η άμεση αναπαραγωγή του. Για πρώτη φορά, χρησιμοποιείται η αγενής αναπαραγωγή για την εξημέρωση οπωροφόρων ειδών δέντρων.

Ένας καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία του υπέρ-εντατικού ελαιώνα ήταν η ποικιλία Arbequina, η οποία προέρχεται από την περιοχή της Καταλονίας στην Ισπανία, της οποίας η πρωιμότητα, η παραγωγικότητα και η τακτικότητα καρποφορίας έκαναν εφικτή την συλλογή του καρπού με τη μηχανή συγκομιδής των αμπελιών. Χρειάστηκαν όμως περισσότερες ποικιλίες. Λίγο καιρό αργότερα η ποικιλία Arbosana που καλλιεργείτο στην κοντινή πόλη L’Arboc, προσαρμόστηκε ακόμα καλύτερα στο σύστημα, καθώς η ζωηρότητα της ήταν μικρότερη από αυτή της Arbequina, ενώ η παραγωγικότητα της ήταν επίσης  πρώιμη,  υψηλή  και τακτική. Σήμερα, οι περισσότεροι  από   τους   υπέρ-εντατικούς ελαιώνες βασίζονται σε αυτές τις δύο ποικιλίες.

Από την κρίση του παραδοσιακού ελαιώνα

Ο παραδοσιακός ελαιώνας είναι ποικιλόμορφος. Τόσο το έδαφος, όσο και το κλίμα, οι ποικιλίες, το σχήμα, η πυκνότητα φύτευσης και η διάταξη των δέντρων, οι τεχνικές καλλιέργειας και συγκομιδής διαφέρουν μεταξύ του απείρου των περιοχών καλλιέργειας στη Μεσόγειο και τις γειτονικές περιοχές. Ωστόσο, τα βασικά στοιχεία επιτρέπουν το χαρακτηρισμό του παραδοσιακού ελαιώνα. Η ελιά είναι γηγενές φυτικό είδος προσαρμοσμένο  στην  έλλειψη νερού γι’ αυτό και η καλλιέργεια της καταλάμβανε κυρίως εδάφη στους πρόποδες και τις πλαγιές των ξηρών περιοχών της Μεσογείου. Για αυτό το λόγο, οι ελαιώνες έχουν ιστορικά διαμορφωθεί ως ένα εκτενές σύστημα παραγωγής ελαιόλαδου και επιτραπέζιων ελιών. Υπό αυτές τις συνθήκες, ήταν δυνατή η παραγωγή μέτριων σοδειών που θεωρούνταν ικανοποιητικές σε σχέση με άλλες καλλιέργειες, από τις οποίες η ελιά υπερτερούσε γιατί είχε μικρότερες απαιτήσεις σε φροντίδες και εισροές. Μόνο ένα μικρό ποσοστό των παραδοσιακών ελαιώνων ποτίζονταν.

Με βάση το μέγεθος του ελαιώνα, είχαμε τρεις κατηγορίες τις μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, τις φυτείες μεσαίου μεγέθους και λίγες μεγάλες εκμεταλλεύσεις που εντούτοις αντιπροσώπευαν μεγάλο μέρος της ελαιοκαλλιέργειας σε πολλές περιοχές. Δεδομένου ότι η κύρια ζήτηση για  εργασία   υπάρχει για τη συγκομιδή του καρπού,  η  οποία  είναι   μια εποχιακή εργασία, πραγματοποιούνταν κυρίως από την ίδια την οικογένεια ή από μισθωτή εργασία στην περιοχή, μία ζήτηση η οποία μέχρι πρότινος απευθυνόταν στον διαθέσιμο αγροτικό πληθυσμό.

Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, ο πληθυσμός της υπαίθρου μειωνόταν προοδευτικά μέχρι σήμερα, φτάνοντας στην έννοια του κενού γεωγραφικού χώρου. Πρόσθετο προβληματισμό στην ελαιοκαλλιέργεια αποτέλεσε ο ανταγωνισμός με άλλα φυτικά έλαια από ετήσιες καλλιέργειες, τα οποία είναι πολύ φθηνότερα στην  παραγωγή. Όλα τα παραπάνω πυροδότησαν την κρίση του παραδοσιακού ελαιώνα στην Ισπανία στα μέσα της δεκαετίας του ’60.

Η νέα καλλιέργεια ελιάς

Η ανάγκη για μία εναλλακτική καλλιέργεια ελιάς, παραγωγική και μηχανοποιημένη, έγινε εμφανής. Η θεσμική απόκριση ήταν το Σχέδιο Μετατροπής και Παραγωγικής Βελτίωσης της Ελιάς (PRMPO, 1973-1986), το οποίο αποτέλεσε την αρχική ώθηση στην ελαιοκομική Έρευνα και Ανάπτυξη. Η γέννηση του υπέρ-εντατικού ελαιώνα μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο της συγκεκριμένης αγροτικής πολιτικής (PRMPO). Πριν από το Σχέδιο, προηγήθηκε η δημιουργία της Ανώτατης Τεχνικής Σχολής Γεωργικών Μηχανικών (ETSIA) στην Κόρδοβα και του Κέντρου Βελτίωσης και Επίδειξης των Ελαιοκομικών Τεχνικών (CEMEDETO), ένα έργο του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων (FAO) και του Εθνικού Ινστιτούτου Αγροτικής Έρευνας (INIA). Προηγουμένως, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, το  INIA είχε δομηθεί σε περιφερειακά κέντρα με εξειδίκευση στην παραγωγή. Στην Κόρδοβα, βρισκόταν το Εθνικό Τμήμα Καλλιέργειας Οπωροφόρων, το οποίο ήταν υπεύθυνο για το  έργο CEMEDETO, στο οποίο ενσωματώθηκε επίσης ο Σταθμός Ελαιοκαλλιέργειας και Ελαιοτεχνίας της Jaen. Η σύγχρονη καλλιέργεια ελιάς οφείλει πολλά στον πρώτο υπεύθυνο του Σταθμού, τον Jose Humanes, έναν γεωπόνο, ερευνητή, μα πάντα ελαιοκαλλιεργητή.

Τόσο το τμήμα όσο και η σχολή βρίσκονταν στο αγρόκτημα «Alameda del Obispo». Και τα δύο κέντρα, σε συνεργασία με την Περιφερειακή Γεωργική Υπηρεσία, τις Αντιπροσωπείες του Υπουργείου Γεωργίας και τις Φυτό-υγειονομικές Υπηρεσίες τους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη προγραμμάτων έρευνας και ανάπτυξης που παρείχαν αξιοσημείωτη ώθηση στη γνώση, τον πειραματισμό και την εκπαίδευση στην ελαιοκαλλιέργεια. Επίσης, κατά την ίδια περίοδο, συγχωνεύτηκαν και αναβαθμίστηκαν διαφορετικά Ινστιτούτα του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής Έρευνας (CSIC): το Ινστιτούτο Ελαιολάδου και το IRNA στη Σεβίλλη και ο Πειραματικός Σταθμός Zaidin στην Γρανάδα. Από τότε, αυτή η αρχική επένδυση του ανθρώπινου κεφαλαίου σε όλους τους κλάδους και τεχνολογίες που εμπλέκονται στην αλυσίδα παραγωγής της ελιάς υπήρξε το γενικό χαρακτηριστικό που σχετίζεται με την επέκταση του συστήματος γνώσης και καινοτομίας της ελαιοκαλλιέργειας στην Ισπανία.

Η ανάπτυξη της εντατικοποίησης του ελαιώνα είναι δυνατό να διαφοροποιηθεί σε τρεις περιόδους:

  1. 1973-1986: Πρόγραμμα για την ανασύσταση και την παραγωγική βελτίωση του ελαιώνα (PRMPO). Μέσα από προγράμματα έρευνας και πειραματισμού στα ερευνητικά κέντρα και σε ελαιώνες αγροτών, φυτεύτηκαν διαδοχικές γραμμές ελαιόδεντρων. Αυτές οι καλλιέργειες χαρακτηρίζονταν κατά βάση από  νέες  εντατικές  και μηχανοποιημένες καλλιέργειες σε ξηρά εδάφη με στάγδην άρδευση. Η αύξηση της πυκνότητας φύτευσης συνδέθηκε με μεγαλύτερη παρεμπόδιση της ηλιακής ακτινοβολίας, και συνεπώς της φωτοσύνθεσης, η οποία παρείχε υψηλότερη και πιο πρώιμη παραγωγικότητα. Αυτή η αλλαγή στο σύστημα ήταν καθολική και τροποποίησε όλες τις καλλιεργητικές τεχνικές, από την επιλογή της ποικιλίας έως τη συγκομιδή, προκειμένου να επιτευχθούν μεγαλύτερες παραγωγές υψηλότερης ποιότητας. Η ολοκληρωτική μηχανοποίηση της συγκομιδής εμφανίστηκε στον ορίζοντα ως καθοριστικός παράγοντας για την μείωση του κόστους και τη βελτίωση της ποιότητας του ελαιόλαδου αλλά και των βρώσιμων  ελιών.  Οι  νέες αυτές καλλιέργειες πραγματοποιήθηκαν από την παραγωγή  των  φυτών   στο φυτώριο χάρις στην υιοθέτηση μιας νέας μεθόδου ριζοβολίας: ημι-ξυλοποιημένα μοσχεύματα στην υδρονέφωση, μία τεχνική που σηματοδοτεί την έναρξη μίας νέας βιομηχανίας φυτωρίων ελιάς με συνεχή επέκταση έως και σήμερα. Τα ελαιοτριβεία ξεκινούν επίσης τη μετάβαση από συστήματα πίεσης σε συνεχή φυγοκεντρικά συστήματα ικανά να αλέθουν ελιές την ίδια μέρα της συγκομιδής, παρέχοντας ποιοτικό παρθένο ελαιόλαδο. Αυτή η περίοδος έθεσε τα  θεμέλια για μία νέα ελαιοκαλλιέργεια, η οποία όμως απαιτεί μεγαλύτερες επενδύσεις και κεφάλαιο κίνησης. Εν ολίγοις, μία νέα μορφή επιχειρηματικής ελαιοκομίας.
  2. 1986-2000: Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Με την ένταξη της Ισπανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ξεκίνησε η εισαγωγή ενισχύσεων που συνδέονται με την παραγωγή μέσω της ΚΑΠ που παρείχε μία άνευ προηγουμένου ώθηση για το νέο σύστημα ελαιοκαλλιέργειας, δεδομένου ότι η παραγωγικότητα έγινε ο κεντρικός άξονας των επιδοτήσεων. Επιπλέον, η βελτίωση της ποιότητας του ελαιόλαδου και της επιτραπέζιας ελιάς έγιναν αναγκαία προϋπόθεση για τις ολοένα και περισσότερο απαιτητικές αγορές παγκοσμίως. Από το 1986, οι νέες φυτεύσεις αυξάνονται συνεχώς, κυρίως με  άρδευση και μηχανοποιημένη συγκομιδή, με κύριο προσανατολισμό την παραγωγή ποιότητας. Σε αυτή την περίοδο, εδραιώνονται δύο συστήματα: η εντατική καλλιέργεια με πυκνότητα φύτευσης περίπου 15 – 25 δέντρα ανά στρέμμα σε ξηρικά εδάφη ή 25-45 δέντρα ανά στρέμμα σε αρδευόμενες εκτάσεις, και οι ελαιώνες με υψηλή πυκνότητα φύτευσης έως και 60-70 δέντρα ανά στρέμμα με άρδευση. Σε αυτά τα συστήματα η συλλογή του καρπού γίνεται με την συνεργασία δονητών κορμού για την πτώση των καρπών στο έδαφος και διαφόρων συσκευών για τη συλλογή τους. Παράλληλα, η γνώση και η καινοτομία συνεχίζουν να εξελίσσονται. Επισημαίνονται μερικά εμβληματικά παραδείγματα:

1) Η αποτελεσματική χρήση νερού σε μέχρι πρότινος ξηρικές φυτείες επέτρεψε παραγωγές πέρα από κάθε φαντασία με προσθήκη νερού 150-200 κυβικά μέτρα ανά στρέμμα ετησίως, επιπροσθέτως των βροχοπτώσεων. 2) Η ολοκληρωμένη μηχανοποίηση διευκόλυνε τη γρήγορη συγκομιδή του καρπού και την εκτέλεση όλων των εργασιών, από την φύτευση έως την μεταφορά του καρπού στα ελαιοτριβεία. 3) Όσον αφορά τη διαχείριση και προστασία του εδάφους, ο περιορισμός της διάβρωσης έχει αναμφίβολα αντίκτυπο ως καθοριστικό στοιχείο στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα. 4) Τα νέα ελαιοτριβεία, με ικανότητα άλεσης μεγάλης ποσότητας ελαιόκαρπου σε σύντομο χρονικό διάστημα, έχουν βελτιώσει την ποιότητα του παρθένου ελαιόλαδου. 5) Η ζήτηση του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου έχει αυξηθεί παγκοσμίως με την ομόφωνη αναγνώριση των ευεργετικών ιδιοτήτων του. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το σύστημα έρευνας και ανάπτυξης στην Ισπανία ενισχύθηκε με νέα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Στην περίπτωση της ελαιοκαλλιέργειας, η δημιουργία του IRTA στην Καταλονία (1986) και του Ινστιτούτου Αειφόρου Γεωργίας στην Κόρδοβα (1992) θα αποτελέσει σημαντική ενίσχυση της έρευνας για την ελαιοκομία στην Ισπανία.  Σε αυτό το πλαίσιο, το Πανεπιστήμιο της Κόρδοβα, με τη συνεργασία του IFAPA ξεκινούν το 1990 στην Ισπανία το πρώτο συστηματικό πρόγραμμα γενετικής βελτίωσης μέσω διασταύρωσης ποικιλιών. Η διαδικασία της διασταύρωσης έχει στόχο την ελεγχόμενη άνθιση και καρπόδεση των φυτών με γύρη από ποικιλίες με επιθυμητά χαρακτηριστικά, και την αξιολόγηση και επιλογή των καλύτερων απογόνων. Η συνεχής μείωση της περιόδου νεανικότητας (περίοδος από τη δημιουργία ενός φυτού έως την πρώτη άνθηση και καρποφορία) από περισσότερα από 10 χρόνια που ήταν συνήθως σε 29 μήνες, επέτρεψε την επιλογή 21 γονοτύπων από τις πρώτες 748 διασταυρώσεις (1990-1992). Όταν ξεκίνησε αυτό το πρόγραμμα, το υπέρ-εντατικό σύστημα δεν είχε ακόμα γεννηθεί. Ωστόσο, οι απόγονοι των διασταυρώσεων μεταξύ των ποικιλιών Picual και Arbequina επέδειξαν χαρακτηριστικά πρώιμης παραγωγικότητας και κατάλληλου σχήματος δέντρου που μπορούσε να προσαρμοστεί στη μηχανική συγκομιδή. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου εντατικοποιείται η εκπαίδευση ερευνητών σε εξαιρετικά διεθνή κέντρα και προωθούνται οι δημοσιεύσεις σε κορυφαία επιστημονικά περιοδικά. Αυτές οι πολιτικές παρείχαν μεγαλύτερο επιστημονικό και τεχνολογικό δυναμικό στο σύστημα έρευνας και ανάπτυξης, το οποίο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο επόμενο στάδιο.

  1. 2000-2020: Η εδραίωση του υπέρ-εντατικού ελαιώνα. Η εμφάνιση του υπέρ-εντατικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90 δημιούργησε ένα εντελώς νέο σύστημα στην καλλιέργεια ελιάς. Για αυτό το λόγο, αρχικά προκάλεσε αμφιβολίες και αντιπαραθέσεις. Σε ποιο βαθμό το νέο σύστημα πρόσθεσε κάτι στους ήδη δοκιμασμένους, εντατικούς, υψηλής πυκνότητας φύτευσης και μηχανικά συγκομίσιμους ελαιώνες; Από τις πρώτες συγκομιδές, η βιωσιμότητα του υπέρ-εντατικού συστήματος έγινε το επίκεντρο των συζητήσεων. Εάν αυτό το σύστημα δεν ήταν διαχειρίσιμο μετά από τέσσερις ή πέντε συγκομιδές, η υψηλή επένδυση που απαιτείτο για την εφαρμογή του σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα δεν θα μπορούσε να αποσβεσθεί. Την ευθύνη της αβεβαιότητας και του κινδύνου ανέλαβε μία επιχειρηματική κοινότητα που διαισθάνθηκε τα πλεονεκτήματα της γραμμικής συγκομιδής με τη χρήση  μηχανών συγκομιδής αμπέλου, εάν ήταν σε θέση να διαχειριστούν το μέγεθός τους. Επίσης, στις αρχές της χιλιετίας, είχαν ήδη συσταθεί εταιρείες παροχής υπηρεσιών για τη νέα καλλιέργεια ελιάς, ιδίως για την εκμηχάνιση των διαφόρων εργασιών, από την φύτευση έως την συγκομιδή. Ορισμένοι προσανατολίστηκαν στην ολοκληρωμένη διαχείριση της παραγωγής, στην επεξεργασία του ελαιόλαδου και την εμπορία του με τις δικιές τους φίρμες. Έτσι, προέκυψαν μεγάλες κοινοπραξίες που είδαν σε αυτό το νέο σύστημα τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των διαφορετικών συνδέσμων της αλυσίδας του ελαιόλαδου, από την καλλιέργεια έως τη διάθεση των προϊόντων στους καταναλωτές. Στο πλαίσιο αναζήτησης συνεργιών μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, η έρευνα για την ελαιοκαλλιέργεια έχει εντατικοποιηθεί από τις αρχές της χιλιετίας. Το 2003, δημιουργήθηκε το Ανδαλουσιανό Ινστιτούτο Έρευνας και Κατάρτισης στην Γεωργία και την Αλιεία (IFAPA), το οποίο αφομοιώνει τους πόρους Έρευνας και Ανάπτυξης του Υπουργείου Γεωργίας και Αλιείας. Η συνεργασία μεταξύ δημόσιων οργανισμών Έρευνας και Ανάπτυξης ενισχύεται για να εκμεταλλευτεί τις συνεργίες και να βελτιώσει τις δημόσιες  υπηρεσίες. Τέλος, η αλληλεπίδραση με τον ιδιωτικό τομέα για την συμμετοχή και συγχρηματοδότηση έργων Έρευνας και Ανάπτυξης στην ελιά που προωθούνται με κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανοίγουν νέες δυνατότητες.

2 0 0 0 – 2 0 1 0 : Π ρ ώ τ ε ς δοκιμές

Οι πρώτες δοκιμές πυκνότητας φύτευσης και καταλληλόλητας ποικιλιών πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές Pedro Abad (Κόρδοβα, 1999) και La Puebla de Montalban (Τολέδο, 2008), με την στήριξη του Πανεπιστημίου της Κόρδοβα και του UPM, σε συνεργασία με τις εταιρίες Todolivo και Casas de Hualdo. Η πρώτη δοκιμή έδειξε μία αθροιστική παραγωγή, 16 χρόνια μετά τη φύτευση, που αυξάνεται με την πυκνότητα φύτευσης (έως 250 δέντρα/στρέμμα). Στην ποικιλία Arbequina παρατάθηκε η εμπορική ζωή των φυτεύσεων μέσω μείωσης του ύψους των δέντρων (κλάδεμα ανανέωσης) και ανάκτηση της παραγωγής δύο χρόνια μετά τις παρεμβάσεις. Έχει επίσης αποδειχθεί η σχέση μεταξύ ύψους, πλάτους, πυκνότητας κόμης των δέντρων και προσανατολισμού της καλλιέργειας για την μέγιστη παραγωγή ποιοτικού ελαιόλαδου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η δυνατότητα εναλλακτικών προσανατολισμών που επιτρέπει τη χρήση αγροτεμαχίων διαφορετικής γεωμετρίας για την εγκατάσταση των ελαιώνων.

2011-2020: Δίκτυο Δοκιμών

Αυτό το νέο μονοπάτι θα συμβάλει αποφασιστικά στην εδραίωση του υπέρ-εντατικού ελαιώνα με πυκνότερες φυτεύσεις μικρών δέντρων. Ο στόχος είναι να απαντηθούν οι ερωτήσεις και περιορισμοί αυτού  του συστήματος, σε συνεργασία με τους καλλιεργητές και τις εταιρείες που ασχολούνται με την ελαιοκαλλιέργεια, οι οποίοι επέλεξαν αυτό το σύστημα καλλιέργειας. Η δεκαετία που πέρασε γνώρισε μεγάλη αύξηση στη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε δοκιμές που αφορούν τη διαχείριση των φυτειών. Ταυτόχρονα, η γενετική βελτίωση – συμπεριλαμβανομένων των στόχων για ανθεκτικότητα σε καταστροφικά παθογόνα όπως η Βερτισιλλίωση και η Ξυλέλλα – και η γονιδιωματική διερευνούν  την επιλογή συγκεκριμένων χαρακτηριστικών με τη βοήθεια μοριακών δεικτών. Η μεγαλύτερη αυτή ερευνητική προσπάθεια συνοδεύει την ανάπτυξη και εξάπλωση των νέων ελαιώνων.

Επίλογος

Για δεκαετίες, ο τρόπος συγκομιδής σταφυλιών έχει μεταμορφώσει την καλλιέργεια της αμπέλου στην Ισπανία. Η περιστασιακή ύπαρξη παραδοσιακών ποικιλιών ελιάς προσαρμοσμένων στη γραμμική καλλιέργεια επέτρεψε την εξάπλωση του υπέρ-εντατικού ελαιώνα. Η συνεχής γενετική βελτίωση και οι νέες τεχνολογίες προβλέπουν την διαθεσιμότητα νέων ποικιλιών για αυτό το σύστημα σε  διαφορετικά αβιοτικά και βιοτικά περιβάλλοντα και σε διαφορετικές συνθήκες καλλιέργειας. Όπως σε όλες τις τεχνολογικές καινοτομίες, η έρευνα, ο συστηματικός πειραματισμός, η συνεργασία δημοσίου-ιδιωτικού τομέα και η τύχη είναι συνθήκες οι οποίες θα είναι παρούσες.

Στην Ελλάδα, η διαθεσιμότητα πεδινών εκτάσεων για τέτοιου είδους γραμμικά συστήματα φύτευσης είναι μικρή σε αντίθεση με την Ισπανία που μοιάζει απεριόριστη. Υπάρχουν βέβαια πεδινές εκτάσεις που στο παρελθόν καλύπτονταν από αροτριαίες καλλιέργειες και που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή ελαιόλαδου με μηχανική συγκομιδή γραμμικών ελαιώνων με μειωμένο κόστος παραγωγής. Επίσης, το συγκεκριμένο σύστημα θα μπορούσε να βρει εφαρμογή σε αρκετές περιοχές όπου παρατηρείται μεγάλη δυσκολία ανεύρεσης εργατών συγκομιδής με αποτέλεσμα να χάνεται μέρος της παραγωγής και να αυξάνεται σημαντικά το κόστος της καλλιέργειας. Η πυκνή φύτευση και η άρδευση αποτελούν καθοριστικά στοιχεία βιωσιμότητας στους νέους ελαιώνες. Παράλληλα με την αξιοποίηση σύγχρονων συστημάτων φύτευσης και κατάλληλων ποικιλιών για τους νέους ελαιώνες, απαραίτητος για τη βελτίωση της ελληνικής ελαιοκομίας είναι και ο εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων καλλιεργειών. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με ενσωμάτωση έρευνας και καινοτομίας και κατάρτιση των γεωργών ώστε να βελτιωθούν οι καλλιεργητικές πρακτικές, να μειωθεί το κόστος παραγωγής, να βελτιωθεί η παραγωγή ποσοτικά και ποιοτικά, να οργανωθεί η τυποποίηση και να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα στοιχεία των ελληνικών ελαιοκομικών προϊόντων που συνδέονται με τις ελληνικές ποικιλίες ελιάς, με την ιστορία και τον πολιτισμό του κάθε τόπου και με την προστασία του περιβάλλοντος. Τέλος, καθοριστική στρατηγική επιλογή είναι η αξιοποίηση της τουριστικής αγοράς της Ελλάδας που αποτελεί ίσως την ιδανική δίοδο εξαγωγών με τη μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία. Βασικά στοιχεία για να πετύχουμε τα παραπάνω είναι, από πλευράς πολιτείας ο σχεδιασμός και η υλοποίηση εθνικής στρατηγικής για την ελαιοκομία με συγκεκριμένους βραχυπρόθεσμους, μεσοπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους στόχους, και από πλευράς αγροτών και ελαιοτριβέων η δέσμευση να συνεργαστούν, να εκπαιδευτούν και να εφαρμόσουν κανόνες.

Αναδημοσίευση από το μηνιαίο περιοδικό του ΑγροΤύπου «Γεωργια – ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ»

 

Google+ Linkedin