Όταν το κράτος δολοφονεί όσους αντιστέκονται…
Σαν σήμερα, στις 14 Ιούλη 1921, δύο Ιταλοί μετανάστες στις ΗΠΑ, ο Nicola Sacco και ο Bartolomeo Vanzetti, καταδικάζονται σε θάνατο. Θύματα μιας στημένης δίκης που δείχνει όλο το … μεγαλείο της αμερικανικής αστικής τάξης, κάθισαν στην ηλεκτρική καρέκλα για ένα έγκλημα που δεν είχαν κάνει. Το πραγματικό τους «έγκλημα», ήταν ότι πρωτοστάτησαν στις απεργιακές κινητοποιήσεις εκείνης της περιόδου και ήσαν πρωτοπόροι οργανωτές των εργατικών συνδικάτων.
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι ιδεολογικά και πολιτικά ήταν αναρχικοί.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ – έλεγε – να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό».
Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!
Τα τελευταία λόγια του Μπαρτολομέο Βαντσέτι στη στημένη δίκη: «Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…».
Ο Σάκο και ο Βαντσέτι κάθισαν στην ηλεκτρική καρέκλα, έξη χρόνια αργότερα, στις 23 Αυγούστου 1927. Μαζί τους και ένας ποινικός, θέλοντας η αμερικανική αστική τάξη να δώσει έναν ακόμη συμβολισμό, να δείξει, δηλαδή, πως δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, ήταν το ίδιο πράγμα.
Το κλίμα που επικρατούσε την ημέρα της εκτέλεσης, στο Charlestown, όπου είχε αποφασιστεί να εκτελεστούν:
Η πόλη μετατρέπεται σε φρούριο, ενώ οπλοπολυβόλα τοποθετούνται στα τείχη της φυλακής. Στους δρόμους περιπολούν εκατοντάδες άντρες των δυνάμεων ασφαλείας ενώ η Western Union εγκαθιστά 18 νέα τηλεγραφικά καλώδια για να αντεπεξέλθει στην παγκόσμια ζήτηση ειδήσεων για το θέμα. Εβδομήντα χιλιάδες πολίτες συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία της Charlestown και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί ανακοίνωσαν ότι θα λειτουργήσουν πέραν του ωραρίου τους για να αναμεταδώσουν τις εξελίξεις.
Παντού διαδηλώσεις, ακόμα και στη Γενεύη, όπου πάνω από 5.000 διαδηλωτές καταστρέφουν οτιδήποτε αμερικανικό βρίσκεται στο δρόμο τους, αυτοκίνητα, καταστήματα, κινηματογράφους που πρόβαλλαν αμερικανικές ταινίες. Στο Παρίσι η αμερικανική πρεσβεία περικυκλώνεται από τανκς προκειμένου να προστατευθεί. Στη Γερμανία ξεσπάνε βίαια επεισόδια με αποτέλεσμα έξι άνθρωποι να χάσουν τη ζωή τους…
Πάρα πολλά βιβλία, άρθρα, ταινίες, τραγούδια έχουν γραφτεί, γυριστεί, κυκλοφορήσει για την υπόθεση των Σάκο και Βαντσέτι, τα οποία μπορεί κανείς να μελετήσει, να δει και ν’ ακούσει.Για την περίπτωση, όμως, που κάποιος «αντικειμενικός» αμφιβάλλει για το κρατικό έγκλημα που διαπράχθηκε με την εκτέλεση των Σάκο και Βαντσέτι, σταχυολογώ δυο τρία στοιχεία από το φάκελο της υπόθεσής τους:
«Στην αρχή της διαδικασίας, ένας από τους πρώτους “αυτόπτες μάρτυρες”, αποκαλύπτεται ότι είναι πρόσφατα αποφυλακισμένος εγκληματίας, ο οποίος εμφανίστηκε στο δικαστήριο με ψεύτικο όνομα. Ο ίδιος ομολογεί ότι δέχτηκε να ψευδομαρτυρήσει σε συνεννόηση με τον εισαγγελέα και με αντάλλαγμα την αποφυλάκισή του». (Ριζοσπάστης, 7.6.2002)
Ο Πρόκτορ, διευθυντής της αστυνομίας της Μασαχουσέτης, ο οποίος κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας όπλων στη δίκη, αποκάλυψε αργότερα και τα εξής: «Συμφωνήσαμε με τον εισαγγελέα να πω ότι οι σφαίρες που βρέθηκαν στον τόπο της ληστείας προέρχονται κατά πάσα πιθανότητα από το πιστόλι του Νικόλα Σάκο. Όμως, επειδή υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί το ψέμα, ο εισαγγελέας μου είπε ότι αν μου ζητηθούν αποδείξεις από κάποιο μέλος του δικαστηρίου να πω ότι δεν έχω». Φυσικά, τέτοιες αποδείξεις δεν του ζητήθηκαν από το δικαστήριο.
Απλώς ο δικαστής Ουέμπστερ Θάγερ, αποφάνθηκε ότι το φονικό βλήμα προήλθε από το πιστόλι του Σάκο. Ο ίδιος δικαστής, στο «αιτιολογικό» της απόφασής του σημείωσε: «Ακόμα κι αν δεν έχουν διαπράξει το έγκλημα που τους καταλογίζεται, είναι, πάντως, ηθικά ένοχοι, γιατί είναι εχθροί των σημερινών θεσμών…»
Το Νοέμβριο του 1925, ο Πορτορικανός Σελεστίνο Μαδέιρος, κατηγορούμενος για σειρά φόνων, ομολόγησε ότι είχε συμμετάσχει στο έγκλημα για το οποίο κατηγορούνταν οι Σάκο και Βαντσέτι και ότι εκείνοι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτό, αλλά φυσικά, κι αυτή η ομολογία δεν άλλαξε σε τίποτε την προειλημμένη απόφαση της καταδίκης τους.
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αναρχικών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους – «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι»
Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια.