«Υπήκοοι δίχως βασιλιά» του Αργύρη Χιόνη
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους;
Υπήκοοι δίχως βασιλιά
του Αργύρη Χιόνη
Μια μέρα, στα καλά καθούμενα (αλήθεια, πώς τους ήρθε;) τα δέντρα αποφάσισαν ότι τους χρειαζόταν κάποια ανώτερη αρχή. Τίποτε δεν είχαν να χωρίσουν μεταξύ τους· τίποτε δεν διεκδικούσαν το ένα από τ’ άλλο· συναλλαγές, που ήσαν πάντα καθαρές και τίμιες, είχανε μόνο με το χώμα, τη βροχή και τον ήλιο· τι στην ευχή τη θέλανε, λοιπόν, αυτή την ανώτερη αρχή, αυτήν την εξουσία πάνω απ’ τα κεφάλια τους; Ένιωθαν άραγε κάποια ανασφάλεια; Είχανε τάχα έμφυτη κάποιαν ανάγκη γι’ αφοσίωση κι υποταγή; Ποιος ξέρει; Ποιος θα μπορούσε των δέντρων τη σκέψη να διαβάσει;
Τέλος πάντων, όπως και να ‘χει το πράγμα, τα δέντρα ήταν αποφασισμένα να υποταχθούν σε ένα σκήπτρο. Ξεκίνησαν, λοιπόν, απ’ την ελιά, κι αφού υποκλίθηκαν σεβαστικά μπροστά της, της πρότειναν βασίλισσα τους να τη χρίσουν.
Η ελιά, σαν άκουσε την πρότασή τους, τίναξε με τσαχπινιά τ’ ασημοπράσινα μαλλιά της στον αέρα και τους είπε: «Ελάτε, ρε παιδιά, στα συγκαλά σας! Θα παρατήσω εγώ το λάδι μου, που το τιμούν ανθρώποι και θεοί, βασίλισσα των δέντρων για να γίνω; Χτυπήστε άλλη πόρτα!».
Και τα δέντρα χτυπήσανε την πόρτα της συκιάς, κι αφού κι αυτή τα άκουσε, την πιάσανε τα γέλια και τους είπε: «Δεν είμαστε καλά… Θ’ αφήσω εγώ τη γλύκα των καρπών μου, που τέρπει ανθρώπους και θεούς, για να λυγιέμαι και να σειέμαι σαν βασίλισσα πάνω από τ’ άλλα δέντρα; Χτυπήστε άλλη πόρτα!».
Και χτύπησαν τα δέντρα του κλήματος την πόρτα. «Έλ’ αδερφέ», του είπανε, «να γίνεις βασιλιάς μας, κι εμείς για σε θα κάνουμε τούμπες και κωλοτούμπες».
«Αδέρφια, για συνέλθετε!» τους αποκρίθηκε το κλήμα. «Θα παρατήσω εγώ τα σταφυλάκια μου και το κρασί μου, που ευφραίνουνε ανθρώπους και θεούς, για να μου κάνετε εσείς τούμπες και κωλοτούμπες; Κρασί σας δίνω όσο θέλετε, αλλά μακριά από μένα η βασιλεία. Πιείτε μια κούπα, φίλοι μου, και θα με θυμηθείτε· θα νιώσετε οι ίδιοι βασιλιάδες».
Είδαν κι απόειδανε τα δέντρα και, χωρίς να πιούνε το κρασί του κλήματος, έτσι όπως ήτανε, ξενέρωτα, προστρέξανε στην αγκαθιά.
«Αγκαθιά, κυρ-αγκαθιά», της είπανε, «νιώθουμε απροστάτευτα, χαμένα κάτω απ’ αυτόν τον άδειο ουρανό. Έλα, σε ικετεύουμε, βασίλισσα να γίνεις και προστάτισσά μας».
Η αγκαθιά τα κοίταξε με λύπηση, σαν να ‘ταν παλαβά, κι έτσι τούς μίλησε:
«Ακούστε, εγώ, μετά χαράς, βασίλισσά σας γίνομαι, αλλά, για να σας προστατεύω από τον άδειο ουρανό, πρέπει πολύ μικρά να γίνετε και κάτω από τ’ αγκάθια μου να μπείτε. Εγώ να ψηλώσω δεν μπορώ, αδυνατώ. Η προστασία βέβαια αυτή, προσέξτε με, κοστίζει πόνο και αίμα. Αποφασίστε».
Τα δέντρα ακούσανε ανατριχιάζοντας τα λόγια της και, τρομοκρατημένα, πισωπάτησαν κι αρχίσαν, μεταξύ τους, ψιθυριστά να διαβουλεύονται. Η διαβούλευση αυτή κράτησε ώρα αρκετή κι όταν τελείωσε, η κουτσουπιά, η θαραλλέα της παρέας, πλησίασε την αγκαθιά και είπε: «αγκαθιά, κυρ-αγκαθιά, συμπάθα μας, αλλά η ολομέλεια αποφάσισε ότι καλά είμαστε κι έτσι. Αν κοστίζει τόσο ακριβά η προστασία, καλύτερα να μείνουμε απροστάτευτα. Με το συμπάθιο, ε;»
«Μπα τι λέτε;» είπε η αγκαθιά, με ένα πονηρό χαμογελάκι. «Έτσι απαλλάσσομαι κι εγώ απ’ όλη αυτήν την γραφειοκρατία· να διατηρώ Αυλή, αυλικούς, τζουτζέδες, αυλοκόλακες… ξέρετε τώρα… Καλά είμαι· μού φτάνει η έγνοια για τ’ αγκάθια μου».
Τα δέντρα υποκλίθηκαν βαθιά, ως παρ’ ολίγον υπήκοοι, μαζέψανε τις ρίζες τους και αποχώρησαν θλιμμένα. Όμως, εκεί που βάδιζαν, αμίλητα, σκυφτά, έκανε στάση, ξαφνικά, η θαραλλέα κουτσουπιά και αναφώνησε: «Μα για σταθείτε, ρε παιδιά· τι μούτρα ειν’ αυτά; Πού πάμε; Σε κηδεία; Εγώ τη μαύρη μου αλήθεια για να πω, δεν τη γουστάρω και πολύ τη βασιλεία, κι αν σας ακολούθησα, ήταν για να μην πείτε πως είμαι διασπαστική. Λέω, λοιπόν, να τα ξεχάσουμε όλ’ αυτά και να κάνουμε ακόμα μιαν επίσκεψη στο φίλο μας, το κλήμα, να μας κεράσει ένα κρασί, ν’ αλλάξουμε λιγάκι κλίμα».
Έτσι και έγινε· τα δέντρα συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ το κλήμα, που πρόθυμα τα κέρασε κι ένα και δυο και περισσότερα από δυο ποτήρια.
Ήτανε δειλινό, σαν έφτασαν εκεί, κι ώσπου να πιούν τα περισσότερα από δυο ποτήρια, νύχτωσε και, ξαφνικά, η μηλιά, που μέχρι τότε έπινε αμίλητη, κοίταξε ψηλά και φώναξε, με μιλιά λιγάκι αλλοιωμένη: «Κοιτάκθτε , αδέρφια, κοιτάκθτε! Ο ουρανόθ δεν είναι πια κενόθ, δεν είναι άδειοθ, είναι γεμάτοθ άθτρα! Ποτέ δεν έχω κθαναδεί τόθα άθτρα!». Κι έλεγε την αλήθεια, γιατί, ως γνωστόν, το κρασί έχει την ικανότητα να πολλαπλασιάζει τα άστρα και να σε κάνει να νιώθεις βασιλιάς τους. Ναι, βασιλιάς των άστρων.
Επιμύθιο 1: Πριν σκύψεις, σκέψου.
Επιμύθιο 2: Αν θέλεις βασιλιά, ντε και καλά, γίνε υπήκοος του εαυτού σου.
Ποιος ήταν ο Αργύρης Χιόνης
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943 από φτωχούς γονείς, εσωτερικούς μετανάστες, από το μικρό νησάκι Ίο ο πατέρας, από το μικρό χωριό Βούβες Κισάμου η μάνα. Τα χρόνια της ηλικιακής ακμής του τα έζησε αναζητώντας δουλειά σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης,: στο Παρίσι, στο Άμστερνταμ, όπου παράλληλα σπούδαζε Ιταλική φιλολογία, στις Βρυξέλλες, όπου είχε διοριστεί, κατόπιν εξετάσεων, ως μεταφραστής στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Στα εικοσιτρία του έβγαλε την πρώτη ποιητική συλλογή του σε ελεύθερο στίχο. Αργότερα στράφηκε και σε μια διαφορετική μορφή γραφής, στα «ποιήματα σε πρόζα» (πεζοποιήματα). Από το 1966 ως το 2010 έβγαλε δώδεκα ποιητικές συλλογές, που τον κατατάσσουν στους πιο σημαντικούς ποιητές της γενιάς του. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε επτά ξένες γλώσσες.
Έχει εκδώσει ακόμη έξι συλλογές αφηγημάτων και έχει βραβευθεί με κρατικό βραβείο για τη συλλογή «Οριζόντιο ύψος» (Κίχλη 2008) και με το βραβείο του περιοδικού «Διαβάζω» για το «Όντα και μη όντα» (Γαβριηλίδης, 2006).
Τον καιρό που ζούσε στην Ολλανδία έγραψε τρία θεατρικά μονόπρακτα. Για τα δύο απόσπασε το πρώτο βραβείο σε σχετικό διαγωνισμό των Κάτω Χωρών και έζησε τη χαρά της παράστασής τους εκεί.
Πολύγλωσσος όντας μετάφρασε με επιτυχία λογοτεχνικά έργα, πεζά και ποιητικά, από τα αγγλικά, τα ισπανικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά και τα ολλανδικά.
Πλησιάζοντας τα πενήντα αποσύρθηκε από τις μεγαλουπόλεις, για να ζήσει μόνιμα στο Θροφαρί του Δήμου Ξυλοκάστρου – Ευρωστίνης, όπου καλλιεργούσε τη γη και την ποίηση, όπως έλεγε κι έγραφε ο ίδιος. Περιστασιακά επισκεπτόταν την Αθήνα, όπου εξέδιδε και τα βιβλία του.
Πέθανε ξαφνικά στην Αθήνα ανήμερα τα Χριστούγεννα του 2011.