«Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου “γιατί”…»
«Μόλις πριν από λίγο μάθαμε για τον πρόωρο χαμό του γνωστού κι αγαπητού μας συνθέτη Μάνου Λοΐζου. Ο Μάνος Λοΐζος στάθηκε πάντα στο πλευρό του λαϊκού κινήματος. Τα τραγούδια του έχουν βαθιές ρίζες στη λαϊκή μας παράδοση κι εκφράζουν τον καημό, την ελπίδα, την αγάπη, την αποφασιστικότητα του λαού μας για μια καλύτερη ζωή». Ανακοίνωση του ΚΣ της ΚΝΕ για τον θάνατο του Μάνου Λοΐζου, 8ο Φεστιβάλ ΚΝΕ Οδηγητή, Άλσος Περιστερίου, 17 Σεπτέμβρη 1982
Αυτά τα λόγια ακούστηκαν πριν ακριβώς 40 χρόνια από τα μεγάφωνα του 8ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του «Οδηγητή», ως ένας σεμνός και λιτός αποχαιρετισμός στον σπουδαίο και πρωτοπόρο συνθέτη Μάνο Λοΐζο, που έβαλε τη δική του ανεξίτηλη, αλλά και τρυφερή σφραγίδα στο ελληνικό τραγούδι. «Γενήκαμε με μιας φτωχότεροι, γιατί έφυγε αυτός που με την ευγένεια της ψυχής του έδωσε στη μουσική μας φτερά διάφανα για να πετάξει ψηλά. (…) Το έργο του -πηγαίο, αληθινό, γνήσιο- ανήκει από τώρα και στο εξής στην εθνική μας κληρονομιά, σαν μια από τις κορυφαίες κατακτήσεις του νεοελληνικού μας πολιτισμού…». Ο Μίκης Θεοδωράκης συμπυκνώνει με τη δήλωσή του στον «Οδηγητή» της 23ης Σεπτεμβρίου 1982, όσα ένιωσαν χιλιάδες λαού και νεολαίας, όταν γνωστοποιήθηκε η είδηση του θανάτου του Μάνου Λοΐζου.
Όλα τον θυμίζουν…
Ο Μάνος Λοΐζος ήταν ένας καλλιτέχνης πολύπλευρος, που μας χάρισε μία ευρεία γκάμα έργου. Από τα γνωστά ζεϊμπέκικα «Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας» και «Δεν θα ξαναγαπήσω», τα μαχητικά, αντιπολεμικά τραγούδια «Στρατιώτης» και «Γ’ Παγκόσμιος», τα αντιφασιστικά «Ο δρόμος» και «Το Ακορντεόν», μέχρι τα εργατικά-πολιτικά τραγούδια «Πάγωσε η τσιμινιέρα» και «Το δέντρο», αλλά και τόσα λυρικά, ερωτικά κομμάτια, όπως το «Σ’ ακολουθώ», όλα βγαλμένα από μια έκφραση πηγαία και γνήσια. Ένα πνεύμα ανήσυχο που έψαχνε πάντα νέα μέσα να μιλήσει στις καρδιές του λαού και της νέας γενιάς, αντλώντας ταυτόχρονα υλικό από την πλούσια παρακαταθήκη της μουσικής παράδοσης στη χώρα μας, από το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, πειραματιζόμενος παράλληλα με νέους ήχους για τα ελληνικά δεδομένα όπως τζαζ, ροκ και μπλουζ ακούσματα (είναι χαρακτηριστικός ο δίσκος «Τα Νέγρικα»).
Ο δρόμος είχε τη δική του ιστορία…
Ο Μάνος Λοΐζος γεννήθηκε το 1937 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ξεκίνησε να ασχολείται με τη μουσική από 7 ετών μαθαίνοντας βιολί, πιάνο, κιθάρα και κάνοντας θεωρητικά μαθήματα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου σπούδασε Οικονομικά στην Ανωτάτη Εμπορική. Το πρώτο κομμάτι που μελοποίησε ήταν ένα ποίημα του Λόρκα σε μετάφραση Γκάτσου που είχε βρει στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης». Ζώντας στα χρόνια που προετοίμαζαν την επιβολή της δικτατορίας σύντομα κατάλαβε ότι η μουσική μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό όπλο για τον καλλιτέχνη. Όπως έχει δηλώσει ο ίδιος, μόλις πήρε στα χέρια του τους στίχους για τα κομμάτια «Ο Δρόμος» και «Το ακορντεόν», αμέσως γοητεύτηκε. Τα περισσότερα τραγούδια που δημιούργησε στα χρόνια της Χούντας ακούγονταν κρυφά στις μπουάτ της Πλάκας καθώς είχαν απαγορευτεί από τη δικτατορία και κυκλοφόρησαν αργότερα. Συνεργάτηκε με πολλούς στιχουργούς, μελοποίησε ποιήματα των Λόρκα, Χικμέτ, Γιάννη Ρίτσου, ενώ έγραψε και ο ίδιος στίχους για πολλά κομμάτια, όπως «Ο Μέρμηγκας», «Πρώτη Μαΐου», «Τσε», «Φοβάμαι» κ.ά.
Όπως υπογράμμιζε ο ίδιος: «Πρέπει να υπάρχει στρατευμένη τέχνη, γιατί μέσα στο δρόμο αυτής της σχολής μπορούν να βγουν αριστουργηματικά έργα. Αλλά το πιο σπουδαίο είναι ότι η στρατευμένη τέχνη είναι ένας ελάχιστος φόρος τιμής στις χιλιάδες των φτωχών παιδιών που πεινάνε, αγωνίζονται και σκοτώνονται καθημερινά». Και το απέδειξε μέσα από πολλούς κύκλους τραγουδιών του, αφυπνίζοντας το κοινό και, παράλληλα, προσφέροντας γνήσια αισθητική απόλαυση.