Το ημερολόγιο έγραφε 11 Νοεμβρίου 1990 όταν «έφυγε» από τη ζωή ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος
«Να με θυμόσαστε – είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Ολο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε»
(Γιάννης Ρίτσος)
Τον θυμόμαστε πάντα τον Γιάννη Ρίτσο… Εκείνον, που αγάπησε πολύ την ποίηση και μέσα απ’ αυτήν τραγούδησε τον άνθρωπο, την ομορφιά, την επανάσταση. Αυτόν που δίδαξε ήθος, αξίες, ρωμαλέα στάση ζωής. Και η ανάγκη μας να σμίξουμε με τα όσα μας άφησε, να καταφεύγουμε στη σπουδαία ποίησή του μεγαλώνει στους δύσκολους καιρούς μας. Γιατί ήταν αυτός, που απ’ την πληγή του κοίταξε του κόσμου την πληγή.. Που μίλησε για τα… δέντρα που δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, για τις… πέτρες που δε βολεύονται κάτω από τα ξένα βήματα. Που αφουγκράστηκε μια νύχτα το λυγμό της ανθρωπότητας… Που σφούγγισε το δάκρυ του κόσμου και το έκανε τραγούδι για να σμίξει τον κόσμο.
Χειρόγραφο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Γιάννη Ρίτσου προορισμένο για τον Τομέα Λογοτεχνών – Καλλιτεχνών της ΕΔΑ. Πιθανός χρόνος γραφή τέλος της δεκαετίας του 1950
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στα 19 09 στη Μονεμβασία της Λακωνίας (Πελοπόννησος). Τέλειωσε το γυμνάσιο στο Γύθειο κ’ ήρθε στην Αθήνα για πανεπιστημιακές σπουδές. Αρρώστησε στα 17 του χρόνια κι υποχρεώθηκε να μείνει σε διάφορα σανατόρια. Έχει εκδώσει ως τώρα 30 ποιητικά και 2 θεατρικά έργα. Στα 1936, το ποιητικό έργο «Επιτάφιος» κατασχέθηκε από τη δικτατορία του Μεταξά και κάηκε στις στήλες του Ολυμπίου Διός. Στα 1948, ο Ρίτσος εξορίστηκε ως τα 1952 στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, και στον Άγιο Ευστράτιο. Έργα του Ρίτσου έχουν μεταφραστεί γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά, ουκρανικά, ρουμάνικα, βουλγάρικα, τσέχικα, σλοβάκικα, φλαμανδικά, σουηδικά, ούγγρικα, κινέζικα κ.λ.π. Ο Ρίτσος έχει μεταφράσει Μαγιακόφσκι, Μπλοκ, Ελυάρ, Χικμέτ, μια «Ανθολογία ρουμάνικης ποίησης», καθώς επίσης Τσέχους και Σλοβάκους ποιητές. Στα 1957 του απονεμήθηκε το Α’ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του «Η σονάτα του σεληνόφωτος».
Γιάννης Ρίτσος – Πως γράφω…
Η ποίηση για τον Ρίτσο ήταν «απέραντη σαν τη ζωή, ένα διαρκές γίγνεσθαι. Στο χώρο της δεν υπάρχουν όρια, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις. Σε μια ομιλία του ο Ελιάρ είχε πει ότι, ενώ παλιότερα πίστευε πως υπάρχουν λέξεις απαγορευμένες για την ποίηση, αργότερα πείστηκε πως δεν ίσχυε κάτι τέτοιο. Μέσα και πάνω στις λέξεις του ποιητή αποτυπώνονται πολιτιστικές μνήμες αιώνων, αποθησαυρίζεται η παγκόσμια ιστορία. Το ποίημα ξεπηδάει από μιαν ανάγκη ν’ αποδοθεί η σιωπή, από μιαν εντολή της ανθρώπινης προϊστορίας, ιστορίας και μεθιστορίας. Μια εντολή που δίνεται στον ποιητή άθελά του κι εκφράζεται μέσα απ’ αυτόν. Γράφοντας ποίηση κάνει, χωρίς να το ξέρει, μια μάχη, σώμα με σώμα, με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο το φυσικό, αλλά και όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο θα υπάρχει ο θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ’ αυτήν τη μορφή του θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο “αταξικό γαλάζιο”» (Γιάννης Ρίτσος, συνέντευξη στο περιοδικό «Η λέξη», τεύχος 182).
Με το έργο του, ο Γιάννης Ρίτσος προσέδωσε ποιητικότητα στην καθημερινότητά μας και ανέδειξε σε «ήρωα» το λόγο που εμπνέει και εμπνέεται από τους ήρωες. Ο βάρδος των λαϊκών αγώνων, στα ποιήματά του κατέγραψε σαν χρονικό, τις ηρωικές στιγμές, που με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη μετουσιώθηκαν σε εγερτήρια άσματα, σε ύμνους ηρώων και ελεγεία. Και οι δύο κατάφεραν να συνδέσουν το έργο τους με τις κορυφαίες και «αιμάτινες» στιγμές της ελληνικής ιστορίας.