Το «επαναστατικό» σχέδιο της Κυβέρνησης για τη Δικαιοσύνη
(του Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη)
Για λίγους πλέον συναδέλφους το χθεσινό δημοσίευμα της εφημερίδας «ΕΣΤΙΑ» που αποκαλύπτει τις προθέσεις της Κυβέρνησης για τη Δικαιοσύνη ήταν κεραυνός εν αιθρία. Τα προμηνύματα είχαν έρθει εδώ και καιρό. Η ιδιωτικοποίηση της Δικαιοσύνης με τη μορφή της υποχρεωτικής ιδιωτικής διαμεσολάβησης, η παράταση του δικαστικού έτους με αναπόδραστη συνέπεια την αύξηση της δικαστικής ύλης και τέλος το Σχέδιο Νόμου για τη δημιουργία των «επενδυτικών» δικαστηρίων που μετατρέπουν τη Δικαιοσύνη από ουδέτερο κριτή σε μοχλό οικονομικής ανάπτυξης της Χώρας, σε προστάτη των επενδυτών, έδειχναν την συνολική πορεία και τους σχεδιασμούς. Για όλα αυτά είχαμε έγκαιρα επισημάνει τους κινδύνους, δώσαμε τη μεγαλύτερη δυνατή δημοσιότητα τόσο σε επίπεδο Γενικής Συνέλευσης όσο και με άρθρα στον Τύπο και στα πολιτικά κόμματα της Χώρας.
Μιλώντας στο «Forum των Δελφών» ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, κ. Πικραμμένος, παρουσίασε το σχέδιό του για τη Δικαιοσύνη που οραματίζεται. Μια Δικαιοσύνη με διαχωρισμό των Δικαστών σε τακτικούς και επί θητεία. Με ουσιαστική κατάργηση της συνταγματικής πρόβλεψης περί ισοβιότητας και με διαρκείς εξετάσεις των τακτικών δικαστών κατά τα πρότυπα του Στρατού, με μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών, με κατάργηση της επετηρίδας. Κι ας μην βιαστεί κανείς να δώσει προσωπικό χαρακτήρα στις συγκεκριμένες προτάσεις του Αντιπροέδρου της Κυβέρνησης ή να αναρωτηθεί πως γίνεται να διατυπώνονται τέτοιες σκέψεις από έναν πρώην Πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ας ψάξει καλύτερα να εντοπίσει τη χρονική συγκυρία και τους στόχους που εξυπηρετούνται.
Εδώ και μήνες ορισμένοι απεργάζονταν σχέδια ανατροπής του Προεδρείου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων γιατί η φωνή του και οι θέσεις του δεν άρεσαν στην Κυβέρνηση. Με μεθοδεύσεις και αξιοποιώντας την πλειοψηφία στο ΔΣ οδήγησαν την Ένωση σε ορισμό δοτής διοίκησης από τα Δικαστήρια, η οποία δεν θα έχει ουσιαστικό λόγο, παρά μόνο την εντολή να διενεργήσει εκλογές μετά από κάποιους μήνες. Η «νεκρή» αυτή περίοδος είναι ιδανική για να έρθουν προς ψήφιση καταιγιστικά νομοθετικά μέτρα, χωρίς καμία αντίδραση από την μεγαλύτερη Δικαστική Ένωση που αριθμεί περισσότερους από 2.500 Δικαστές και Εισαγγελείς. Κι αν κάναμε κριτική στον Υπουργό Δικαιοσύνης τις προηγούμενες φορές ότι δεν καλούσε τις Δικαστικές Ενώσεις για συζήτηση σε σοβαρά θέματα, που αφορούν την Δικαιοσύνη, τώρα έχει τη δικαιολογία της έλλειψης θεσμικού συνομιλητή όσον αφορά την πολιτική Δικαιοσύνη (Αλήθεια μήπως αυτό το διάστημα ο Υπουργός Δικαιοσύνης συνομίλησε με κάποια Δικαστική Ένωση για το ζήτημα αυτό;). Η επιλογή αυτής της χρονικής συγκυρίας δεν είναι τυχαία. Κανείς βέβαια δεν τρέφει αυταπάτες ότι η πλειοψηφία του ΔΣ που στάθηκε επάξια στο ρόλο του Σάντσο Πάντσα και συναίνεσε σε όλα τα προαναφερόμενα νομοθετικά μέτρα (ιδιωτική διαμεσολάβηση, παράταση του δικαστικού έτους, επενδυτικά δικαστήρια), που δεν βρήκε να πει μια κουβέντα για τις πολιτικές παρεμβάσεις στο έργο των εισαγγελικών λειτουργών στην υπόθεση των διώξεων στο Κουκάκι, ούτε για τη μείωση της χρηματοδότησης του ΤΑΧΔΙΚ, ούτε για την ανακατανομή των θέσεων στα Εφετεία, θα πράξει τώρα κάτι διαφορετικό. Αυτό που ενδιαφέρει πρώτιστα είναι η αδρανοποίηση της Ένωσης και μάλιστα για όσο το δυνατό μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ώστε να προλάβουν να ψηφιστούν όλες οι «επαναστατικές μεταρρυθμίσεις».
Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης γνωρίζει ασφαλώς ότι ορισμένα από τα μέτρα που ισχυρίζεται ότι θα εισηγηθεί στον Πρωθυπουργό, όπως ο διαχωρισμός των Δικαστών σε τακτικούς και επί θητεία ή η κατάργηση της ισοβιότητας προσκρούουν στη βασική Συνταγματική επιταγή του άρθρου 88 παρ. 1. Εσκεμμένα ωστόσο δημοσιοποιήθηκαν περισσότερο για να δημιουργήσουν ένα σοκ και ένα κλίμα πανικού στο Δικαστικό Σώμα. Να ανοίξουν μια συζήτηση στην οποία αναγκαστικά θα συμμετέχουμε όλοι. Πίσω από αυτές τις προτάσεις κρύβονται άλλες «μεταρρυθμίσεις» εύκολα υλοποιήσιμες και με πρακτικό ενδιαφέρον για την Κυβέρνηση. Η μείωση του αριθμού των δικαστικών λειτουργών σε συνδυασμό με την κατάργηση Δικαστηρίων, ένας «δικαστικός Καλλικράτης», ήταν πάντοτε στις επιδιώξεις της Κυβέρνησης. Όταν έκανα σχετική αναφορά στη Γενική Συνέλευση του περασμένου Δεκεμβρίου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης στη δική του τοποθέτηση αρνήθηκε κατηγορηματικά την ύπαρξη τέτοιου σχεδίου. Αποδεικνύεται πλέον περίτρανα ότι μοναδική επιδίωξη είναι η λιγότερη κρατική Δικαιοσύνη και η ενίσχυση των μορφών διαμεσολάβησης. Η Δικαιοσύνη ως εμπόρευμα με όρους κόστους – οφέλους είναι ασύμφορη και πρέπει να συρρικνωθεί. Όποιο Δικαστήριο δεν φέρνει έσοδα στο Κράτος από την επιβολή χρηματικών ποινών και ενσήμων θα θεωρείται κοστοβόρο και θα καταργείται. Οι επιχειρηματίες είτε ως έμποροι της Δικαιοσύνης, ως ιδιοκτήτες Κέντρων Διαμεσολάβησης, είτε ως διάδικοι που οι υποθέσεις τους προηγούνται των άλλων υποθέσεων και δικάζονται από δικαστές με μεγαλύτερη εμπειρία και προσόντα, έχουν πάντα προτεραιότητα. Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης ωστόσο ανησυχεί για τον κίνδυνο ιδιωτικοποίησης της Δικαιοσύνης και τούτο διότι «έφυγαν οι διαιτησίες από την Ελλάδα και πήγαν σε διαιτησίες εξωτερικού»!!! Ο ανθρώπινος παράγοντας, η εντατικοποίηση της εργασίας των δικαστών και των εισαγγελέων που έχουν φτάσει στα όρια της εξόντωσης, δεν είναι παράμετρος που υπολογίζεται. Όπως δεν υπολογίζεται και η δυσκολία των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών να έχουν πρόσβαση στη Δικαιοσύνη. Μετά την αύξηση του κόστους με τη δημιουργία του ενδιάμεσου υποχρεωτικού σταδίου της ιδιωτικής διαμεσολάβησης, ο σχεδιασμός της κατάργησης ορισμένων Δικαστηρίων στην επαρχία θα αυξήσει ακόμα περισσότερο τις δαπάνες και θα δυσχεράνει τόσο τη μετάβαση στα Δικαστήρια όσο και την επικοινωνία του πολίτη με τον δικηγόρο του.
Στα μέτρα που «θα ταρακουνήσουν τη Δικαιοσύνη» εντάσσεται και η κατάργηση της επετηρίδας. Ένας διαχρονικός τρόπος προαγωγών στις βαθμίδες της Δικαιοσύνης που διασφαλίζει αντικειμενικότητα και αποκλείει παρεμβάσεις και αδικίες. Γι’ αυτό ποτέ καμία Δικαστική Ένωση δεν έθεσε θέμα κατάργησης της επετηρίδας, κανένας Δικαστικός Λειτουργός δεν αμφισβήτησε τη σπουδαιότητά της. Ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης κατά τη δήλωσή του «ονειρεύεται όχι μια δημοσιοϋπαλληλική καριέρα στη Δικαιοσύνη, αλλά θέλει να υπάρξει ανταγωνισμός». Με άλλα λόγια να αρχίσει να λειτουργεί η Δικαιοσύνη με όρους ιδιωτικού τομέα. Να ανοίξουν οι πύλες της αδιαφάνειας, των παρεμβάσεων, της αναξιοκρατίας με την επιλογή «φίλων» και «αρεστών», της αδικίας, των εσωτερικών ανταγωνισμών και του αριβισμού με κάθε μέσο. Σα να μην αξιολογούνται οι Δικαστικοί Λειτουργοί κάθε χρόνο από Επιθεωρητές- Αρεοπαγίτες που κρίνουν και τα επιστημονικά προσόντα και το ήθος καθενός χωριστά, ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης έχει ένα σχέδιο «στρατιωτικοποίησης» της Δικαιοσύνης με εξετάσεις για την κρίση περί της καταλληλότητας προαγωγής κατά το πρότυπο της Σχολής Πολέμου! Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Και ελέγχεται η Δικαιοσύνη με την ανέλιξη ανθρώπων φιλικών προς την κάθε Κυβέρνηση και διαιρείται το Δικαστικό Σώμα με την επικράτηση της λογικής του ατομικού οφέλους που είναι πάνω από κάθε συλλογική προσπάθεια.
Η Κυβέρνηση φαίνεται να είναι διατεθειμένη να μας κάνει πολλές ακόμα εκπλήξεις καινοτόμων μεταρρυθμίσεων. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί μπορούν να αντιδράσουν συλλογικά και αποτελεσματικά μόνο μέσα από τις Ενώσεις τους. Ενώσεις μαχητικές, δραστήριες, ανεξάρτητες. Ενώσεις που οι εκπρόσωποί τους δεν έχουν προσωπικά ωφελήματα και αναδεικνύονται από τους συναδέλφους τους με δημοκρατικές διαδικασίες. Όσο γρηγορότερα η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων βγει από το σημερινό αδιέξοδο, όσο ταχύτερα αποκτήσει δημοκρατικά εκλεγμένη διοίκηση, τόσο ουσιαστικότερη θα μπορέσει να γίνει.