Τα «μουρμούρικα»…

Τα «μουρμούρικα»…

Τα πρώτα ρεμπέτικα (τα πρωτορεμπέτικα) ήταν τα «μουρμούρικα». Τα τραγουδούσαν στους τεκέδες και στις φυλακές οι «μουρμούρηδες» ρεμπέτες (από το τουρκικό mirmir που σημαίνει μιλάω μέσα από τα δόντια) και θεωρούνταν τραγούδια του περιθωρίου.

Τα πρώτα «μουρμούρικα». ακούστηκαν το 1834 στη φυλακή Μεντρεσέ (στα τουρκικά σημαίνει ιεροσπουδαστήριο), που ήταν από τις πιο σκληρές φυλακές των Αθηνών , καθώς και τόπος εκτέλεσης ποινικών καταδίκων δι΄ απαγχονισμού στον μισητό πλάτανο, που χτυπήθηκε από κεραυνό γύρω στο 1915 κι ενώ ο Αχιλλέας Παράσχος είχε προλάβει να γράψει προφητικά: «Ω Πλάτανε του Μενδρεσέ, στοιχειό καταραμένο/ της τυραννίας τρόπαιο στη φυλακή υψωμένο… Θα έρθ’ η ώρα, Πλάτανε, αλλόθρησκη Βαστιλλη,/ που ξυλοκόπους η οργή του Έθνους θα σου στείλει. Και πέλεκυς στη ρίζα σου ελεύθερος θ’ αστράψει·/ δεν θα σε φαν γεράματα· φωτιά θενά σε κάψει./ Και γύρω θα χορέψομε στη σκόνη σου την κρύα,/ όταν ανοίξει το χορό Πατρίς κι Ελευθερία».

Από τη φυλακή του Μεντρεσέ βγήκε η φράση «καλή κοινωνία» που χρησιμοποιούν οι φυλακισμένοι, αλλά και η γνωστή φράση «χαιρέτα μου τον πλάτανο» ,οπως  , επίσης, και το αδέσποτο στιχάκι: Ο πλάτανος του Μεντρεσέ έχει διπλούς τους κλώνους! Ο ένας γράφει “θάνατος” κι ό άλλος “δέκα χρόνους”.

Ο πλάτανος από γκραβούρα του 18ου αιώνα

Παρενθετικά να αναφέρουμε ότι στις φυλακές αυτές δεν βρίσκονταν μόνο ποινικοί κρατούμενοι αλλά και αρκετοί «κατασκευασμένοι» από το καθεστώς κρατούμενοι (αντικαθεστωτικοί). Εκεί «θήτευσε» και ο στρατηγός Μακρυγιάννης.

Τα ρεμπέτικα της φυλακής του Μεντρεσέ τα ονόμασαν «μουρμούρικα» γιατί οι φυλακισμένοι, προκειμένου να μην τους ακούν οι – ανά πάσα στιγμή έτοιμοι για τιμωρία – δεσμοφύλακες δεν τα τραγουδούσαν αλλά τα ψιθύριζαν μέσα από τα δόντια.

Ωστόσο, ο ήχος πέρασε από τους τείχους των κελιών και έφτασε μέχρι την πλατεία του Ψυρρή και στις αρχές του 20ου αιώνα «μονταρισμένα» περάσαν στη δισκογραφία. Χαρακτηριστικό είναι το τραγούδι, «όλη μέρα παίζεις ζάρια» που ηχογράφησε ο Γιώργος Κατσαρός στο Κάμντεν της Ν. Υερσέης , στις 13 Ιανουαρίου του 1928.

Τα μουρμούρικα ήταν μακροσκελή τραγούδια που δεν είχαν σταθερό στίχο και σταθερή μελωδία αλλά αποτελούνταν από έναν σκοπό, ο οποίος από στόμα σε στόμα δεχόταν παραλλαγές και πάνω σε αυτόν αυτοσχεδιάζονταν διαφορετικά κάθε φορά δίστιχα.

Για αυτό και τα περισσότερα έφτασαν στις μέρες μας σαν δημιουργίες ανωνύμων, όπως τα δημοτικά τραγούδια. Άλλωστε τα μουρμούρικα ήταν η μουσική γέφυρα ανάμεσα τη δημοτική μουσική και ρεμπέτικο, το αστικό λαϊκό τραγούδι.

Ρεφρέν δεν υπήρχε στα πρωτορεμπέτικα. Το Ρεφρέν σαν δομικό στοιχείο του ρεμπέτικου τραγουδιού μπαίνει περίπου τη δεκαετία του 30. Τα μουρμούρικα ήταν δηλαδή ένα είδος ρεμπέτικης improvisation (αυτοσχεδίασης). Δεν έχουν σαφή αρχή, μέση, τέλος θα μπορούσαν να είναι και ατελείωτα!!!

Εξαιτίας του περιβάλλοντος χώρου που γεννήθηκαν και άνθισαν, της αυτοσχεδιαστικότητας αλλά και της προφορικότητας που τα χαρακτήριζε, σώζονται ελάχιστα αυθεντικά μουρμούρικα τραγούδια. Μουρμούρικο τραγούδι, του οποίου σώζεται η ηχογράφηση είναι «τα δίστιχα του μάγκα». Παίζει μπουζούκι ο μέγας Μανέτας και στο τραγούδι ο Γιάννης Σπαχάνης ,που το όνομά του φέρεται να προήλθε από την ποικιλία χασίς του Ισπαχάν.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό δείγμα των τραγουδιών των τεκέδων και των φυλακών με ανεξάρτητα δίστιχα είναι το «Καλέ μάνα δεν μπορώ» που και αυτό ηχογραφήθηκε με τη φωνή του Σπαχάνη ,το 1931.

Ακούστε μερικά ακόμα δείγματα «μουρμούρικων», απευθείας από τον «υπόκοσμο»:

Google+ Linkedin