Στις 9 Σεπτέμβρη του 1942 φεύγει από τη ζωή ο Ρώμος Φιλύρας

Στις 9 Σεπτέμβρη του 1942 φεύγει από τη ζωή ο Ρώμος Φιλύρας

«Ο Φιλύρας είναι ο πιο πηγαίος απ’ όλους, παλιούς και νεότερους, λυρικός ποιητής της γενιάς του. Φυσικό στοιχείο, αυθόρμητος, ασύνδετος, υπέρλογος, έξαλλος», γράφει ο Κώστας Βάρναλης για τον σημαντικό ποιητή που, ακόμα κι όταν κλείστηκε στο ψυχιατρείο δεν σταμάτησε να γράφει ποιήματα και να τα χαρίζει.

Στις 9 του Σεπτέμβρη 1942, φεύγει από τη ζωή, έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας. Ο Ρ. Φιλύρας δεν σταμάτησε να γράφει ποιήματα, και να τα χαρίζει από δω κι από κει, ούτε όταν κλείστηκε στο ψυχιατρείο.

Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης ή Γιάγκος Β. Οικονομόπουλος και γεννήθηκε στο Κιάτο το 1888, έζησε στον Πειραιά και την Αθήνα από το 1903, εργάστηκε ως αρχειοφύλακας στο στρατό και ως κοσμικογράφος σε εφημερίδες και θεωρείται από τους κορυφαίους λυρικούς μας ποιητές. Πέθανε το 1942 στο Δρομοκαΐτειο όπου είχε αυτοεγκλειστεί από το 1927.

Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος, που επιμελήθηκε το 1939 τα Άπαντα του Ρώμου Φιλύρα, προσπάθησε να περιμαζέψει το έργο του Φιλύρα «ως μια πράξη δικαιοσύνης στον ποιητή μα ταυτόχρονα και χρήσιμη συμβολή στη μελέτη του νεοελληνικού λυρισμού. Πράξη  δικαιοσύνης, γιατί ο Ρώμος Φιλύρας είχε, τα τελευταία χρόνια, διπλό ατύχημα: να μπει στο περιθώριο της ζωής, κατατρεγμένος από θλιβερή κι’ αδυσώπητην αρρώστεια, δεσμώτης σε μια κόλαση ζωντανών ανθρώπων, ενώ το έργο του, το παλιό δυσεύρετο σήμερα, το νεώτερο σκορπισμένο σ’ εφημερίδες, περιοδικά και σ’ αδέσποτα χειρόγραφα που κυκλοφορούν τσαλακωμένα, μισοσβυσμένα, ακατάληπτα, τα περισσότερα από χέρι σε χέρι, όταν δεν προσφέρεται σα σπανιότητα παλιοπωλείου, μένει για τους πολλούς απρόσιτο, παραφθαρμένο, αλλοιωμένο από προσθήκες αυθαίρετες, σαν άλλου είδους αυτοτιμωρία γιατί ο ίδιος ο ποιητής δεν είναι σε θέση να διεκδικήσει τη θέση του στα γράμματα του καιρού του…».

Ο Κώστας Βάρναλης θα γράψει για τον ποιητή στα “Αισθητικά-Κριτικά” (τ. Β’, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 1981) του:

«Άλλο πένθος των νεοελληνικών Γραμμάτων. Μετά τo μετρημένο Γρυπάρη, ο αντίποδάς του, ο εκρηκτικός Ρώμος Φιλύρας. Πέθανε (εκεί) όπου πριν από είκοσι χρόνια είχε ταφεί ζωντανός : στο Δρομοκαΐτειο.

Ο Φιλύρας είναι ο πιο πηγαίος απ’ όλους, παλιούς και νεότερους, λυρικός ποιητής της γενιάς του. Φυσικό στοιχείο, αυθόρμητος, ασύνδετος, υπέρλογος, έξαλλος.

Τέτιος είτανε και πριν αρρωστήσει. Έκανε την εντύπωση αλλόφρονος. Τόνε γνώρισα στα 1904 τελειόφοιτο στο γυμνάσιο του Πειραιώς. Είτανε μόλις 16 χρόνων παιδί, αμούστακος, με γυαλιά και με μπέρτα. Διαρκώς κοίταγε ψηλά ή πουθενά και φαινότανε σαν άνθρωπος έξω καιρού και τόπου. Και τέτιος έμεινε.

Άρχισε από μαθητής του Παλαμά κ’ εξελίχτηκε στον πιο πρωτότυπο και στον πιο δυνατό λυρικό ποιητή της νεότερης Ελλάδας. Διανοητικά όμως δεν εξελίχτηκε καθόλου. Έμεινε στην εποχή του «Νουμά», των «Παναθηναίων», του «Καλλιτέχνη», των «Ενωμένων Βουστασίων» και της ποιητικής μποεμίας του καιρού εκείνου.

Είχε τον «τρόμο των ιδεών», θεωρούσε τη σκέψη και τη σκοπιμότητα αντιποιητικά στοιχεία. Έγραφε σε κατάσταση πυθικού ενθουσιασμού και μέθης. Φύση κι έρωτας είτανε τα δυο του κύρια θέματα. Ο λυρισμός του προχωρεί με ξαφνικά κι απότομα τινάγματα, δημιουργεί χάσματα και φτάνει από την άμεση πραγματικότητα στις πιο απίθανες κορφές του ιδεαλισμού και της αποθέωσης.

Τίποτες άλλο δεν είδε στον κόσμο έξω από τη φύση και τον εαυτό του — τη φύση δια μέσου του εαυτού του. Προβλήματα ούτε είχε ούτε ήθελε να έχει. Έκανε «αγνή ποίηση» απόλυτα ατομιστική (τυπικό παράδειγμα «φυγής») και περιφρονούσε όλες τις ανησυχίες των ομοτέχνων του.

Όταν αρρώστησε, παρουσιάστηκε στην οδό Σταδίου και στο Σύνταγμα σα Ρωμανός Β’ κι αρραβωνιαστικός της πριγκηπέσσας Ιολάνδης. Οι ανηλεείς έξυπνοι του καφενείου Ζαχαράτου τόνε βάζανε στη μέση, τον κερνούσανε μια πάστα και του φορούσανε παράσημα και κορώνες από καρτόνι. Διασκεδάζανε εις βάρος της μεγαλύτερης ποιητικής συνείδησης του καιρού του — όπως πιστεύει ο Μαλακάσης.

ΡΩΜΟΣ ΦΙΛΥΡΑΣ

Ίσκιοι μας τριγυρίζουν και φαντάσματα·
Μα όλα τα ωραία και μάταια του κόσμου αυτού του θλιβερού
Ρυθμούς τα κάνεις θριαμβικούς, ύμνους και άσματα,
Έξω από διάστημα και πλάνεμα καιρού…

Ήρωας και θύμα είσαι μονάχος σου, τα ινδάλματα
Της φαντασίας σου παίρνουν άπιαστες μορφές,
Ξέφευγα σχήματα, στα φτεροκρούσματα και στ’ άλματα
Του Πήγασου, που σ’ όποιες σου λάμπουν στραφές.

Τι συγκινεί τάχα βαθύτερα καθένα μας,
Το ψέμα, η αλήθεια, τ’ όνειρο, η ζωή;
Ω πώς ταράζονται άξαφνα τα φρένα μας,
Στον καταρράχτη στίχο σου, που αντιβοεί!

Και ποιο που μας σκλαβώνει, ποιο πλεούμενο,
Καράβι που τα πέλαγα τα ερωτικά νικά,
Σαν το δικό σου, λυπημένο και χαρούμενο,
Που πιάνει σ’ ακρογιάλια μαγικά;

Νεράιδες όλα γίνονται τ’ αφρόνερα,
Λάμιες τα κρούσταλλα των ρουμανιών τα κρεμαστά,
Οι Αμαδριάδες και οι Νυφάδες μέσα στον Εραλδικό σου
κύκλο, πλάσματα υπαρχτά.

Και οραματίζεσαι, όπως εμψυχώνονται,
Βασιλοπούλες, γαλαζοαίματες, ωραίες, αβρές,
Κι’ απ’ την αδιάφορη ζωή των ανυψώνονται
Κι’ αυτές σε σύμβολα, λαχτάρες και χαρές.

Ο θεατρίνος της ζωής σου κι’ ο πιερρότος σου,
Τι σαρκασμός, μα και τι σάτιρα φαρμακερή!
Κι’ αν με πικρό ένα χάχανο πληγώνει ο πρώτος σου,
Ο δεύτερος σου πιο κατάκαρδα βαρεί.

Από καρτόνια και φιορόχαρτα, πόσα άλλα γύρα σου
Φκιάνεις κουκλιά, και με τι πάθος τα κρατείς!
Πώς τα κουνάς και πώς τα παίζεις! με τη μοίρα σου
Την τραγική, χαροπαλεύοντας, σαν ποιητής.

                                                                     Μ. Μαλακάσης

(Από τον τόμο με τα Άπαντα του Ρώμου Φιλύρα, που εκδόθηκε από τον Γκοβόστη (1939), με την επιμέλεια και κριτική εισαγωγή του Αιμίλιου Χουρμούζιου)

Πήγα μια φορά, πριν από τέσσαρα χρόνια, και τον είδα στο Δρομοκαΐτειο. Η κουβέντα του είταν, όπως κ’ η ποίησή του : ασύνδετη. Πηδούσε από θέμα σέ θέμα, μειδιούσε ειρωνικά ή ξεσπούσε σε χάχανα.

— Δε θα γίνει καλά, μας είπε ο γιατρός. Όμως γράφει.

Πραγματικά, οι τσέπες του είτανε γεμάτες παλιόχαρτα. Και μέσα σ’ αυτά τα παλιόχαρτα πολυτιμότατα ποιήματα, γραμμένα με μολύβ’ ή μελάνη. Γράμματα μεγάλα, ιδιότροπα, σε σειρές ατίθασσες — μια πάνου, μια κάτου — όπως ατίθασσος κι ο λογισμός του. Όποιος του ζητούσε ποιήματα, τα έδινε χωρίς να λυπάται κ’ έτσι τα περισσότερα απ’ αυτά χαθήκανε. Κι ωστόσο αυτά, που έγραψε άρρωστος, είναι γενικά πολύ καλύτερα από κείνα, που έγραψε γερός.

Έγραφε καθώς φαίνεται «πρίμα βίστα». Ό,τι βγει. Γι’ αυτό συχνά λείπουνε τα ρήματα και συχνά τα μέτρα χωλαίνουνε κ’ οι χασμωδίες δε λείπουν. Όσο για τη γλώσσα είναι ο πρώτος, που έκανε συμβιβασμούς με την καθαρεύουσα κι άνοιξε το δρόμο στον Καρυωτάκη και τους νεότερους. Αλλά παρ’ όλα τους τα τεχνικά λάθη, οι στίχοι του έχουν ειλικρίνεια, έξαρση και πάθος ασυνήθιστο.

Να ένα ποίημα απ’ αυτά που μας έδωσε τότες ο Φιλύρας εξαίσιος φυσιολατρικός αίνος — όλο αίσθηση και συναίσθημα και χωρίς ίχνος σκέψης.

ΣΚΑΡΑΜΑΓΚΑΣ

Σαν κέντημα γύρω οι βράχοι κ’ οι λόφοι του Κορυδαλλού
στο λιμανάκι, ονειρεμένο, του γραφικού Σκαραμαγκά
κ’ oι βάρκες στην Ακρογιαλιά, που βάζουν πλώρη αργά γι’ αλλού,
τα παραγάδια και τ’ Αγκίστρια, οι πετονιές αραδαριά.

Όλος γαλήνιο Αραξοβόλι ο κόλπος του Σκαραμαγκά
κι αντίκρα η θρυλική Ελευσίνα, Κούντουρα, Μάντρα και τα Βίλλια
κόττερα μάγα, καραβάνια τράτες, που σέρνονται αργά
κι άλλα πλεούμενα, που φεύγουν γοργά και παίρνουν φόρα μίλια!

Κι απ’ το Δαφνί, τη Σαλαμίνα, το Ναύσταθμο κι ακόμα πέρα,
ο θρίαμβος των τοπίων παίρνει και βασιλεύει γραφικά,
σμίγουν το χώμα, το χαλίκι κ’ οι γλάροι στο γλαυκό του αιθέρα
και νανουρίζεται η ψυχή μας στο κύμα αιθέρια και γλυκά.»

Google+ Linkedin