Κώστας Καρυωτάκης: Ένας «Ιδανικός Αυτόχειρας»

Κώστας Καρυωτάκης: Ένας «Ιδανικός Αυτόχειρας»

Στις 30 Οκτωβρίου του 1896 γεννήθηκε στην Τρίπολη ο Κώστας Καρυωτάκης. Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που ανέδειξε η γενιά του ’20 και από τους πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση. Δημιούργησε τον Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση και επηρέασε πολλούς από τους κατοπινούς ποιητές (Σεφέρης, Ρίτσος, Βρεττάκος)

Ο Καρυωτάκης ήταν γιoς του Γεωργίου Καρυωτάκη από τη Συκιά Κορινθίας και της Κατήγκως Σκάγιαννη από την Τρίπολη. Εξαιτίας του επαγγέλματος του πατέρα του , που ως  νομομηχανικός μετετίθετο σε διάφορες επαρχιακές πόλεις, ο Καρυωτάκης έζησε στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και τα Χανιά, όπου έμειναν ως το 1913. Από τα εφηβικά του χρόνια δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Διάπλαση των Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών ερωτεύεται την χανιώτισσα Άννα Σκορδύλη, μια σχέση που θα τον σημαδέψει.

Το 1913 γράφτηκε στη Νομική Σχολή και το 1917 πήρε το πτυχίο του. Συγχρόνως γράφτηκε και στη φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, δίχως να την τελειώσει.

Το Φλεβάρη του 1919 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε το σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα», η κυκλοφορία του οποίου όμως απαγορεύτηκε έπειτα από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921.

Το 1920 διορίστηκε υπάλληλους στη νομαρχία της Θεσσαλονίκης, ύστερα μετατέθηκε στη νομαρχία της Σύρας, της Άρτας, και τέλος στην Αθήνα, με νομάρχη τον ποιητή Ν. Πετμεζά-Λαύρα και συναδέλφους τους ποιητές Πάνο Ταγκόπουλο και Μαρία Πολυδούρη. Για ν᾿ αποφύγει τις μεταθέσεις μετατάχτηκε στο Υπουργείο Προνοίας.

Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αττικής, παρόλο που δεν είχε ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο μεταξύ είχε παντρευτεί. Η Πολυδούρη του προτείνει να παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι έπασχε από σύφιλη. Το 1924 ταξίδεψε στο εξωτερικό και επισκέφθηκε την Ιταλία και τη Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και Σάτιρες».

Το Φεβρουαρίου του 1928 , σε ηλικία 32 χρονών ,αποσπάστηκε στην Πάτρα αλλά η συνδικαλιστική του δραστηριότητα και η σύγκρουση με τον υπουργό για τη διασπάθιση δημόσιου χρήματος οδηγούν στην εκδικητική μετάθεσή του στην Πρέβεζα.

Η αλληλογραφία με συγγενείς του την περίοδο αυτή αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου του 1928 πήγε στο Μονολίθι και αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο.

Στην τσέπη του η αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της αυτοκτονίας του:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.

[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.

Η αυτοκτονία δεν ήταν έκφραση δειλίας, απαισιοδοξίας, κατάθλιψης κλπ… ούτε ήταν αιτία η μετάθεση στην Πρέβεζα, άσχετα αν επιβάρυνε την ψυχολογία του το γεγονός των συνεχών μεταθέσεων .

Η αυτοκτονία ήταν η επιδίωξη ενός αξιοπρεπούς τέλους από ένα υπερήφανο άνθρωπο.

Ο ποιητής μαθαίνει για την αρρώστια του το 1922 και ξέρει ακριβώς την εξέλιξή της. Πριν το μοιραίο τέλος, το ψυχιατρείο (Είναι γνωστό σε όλους τι σημαίνει σύφιλη. Η λογοτεχνική κοινότητα έχει το παράδειγμα του Βιζυηνού και άλλα αντίστοιχα παραδείγματα Ευρωπαίων λογοτεχνών). Επιδρά στον ψυχισμό του αλλά και στην ποιητική του παραγωγή. Υπάρχει μια περίοδος ποιητικής σιωπής. Το 1927 για τον ίδιο λόγο καταλήγει στο ψυχιατρείο ο Ρώμος Φιλύρας, με τον οποίο ο Καρυωτάκης επικοινωνεί ποιητικά στο ποίημα “Υποθήκαι”:

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά, ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.

Η ποίηση του Καρυωτάκη δεν έχει ίχνος φιλολογίας, αισθηματισμού και φιλαρέσκειας, που υπάρχει σε αφθονία στους παλιότερους ποιητές. Ο Καρυωτάκης γράφει ποιήματα διαχρονικής, επίκαιρης, αφυπνιστικής κοινωνικής κριτικής. Ποίηση που δικαίωσε την άποψη του Ξενόπουλου ότι ο Καρυωτάκης «είναι ένας ποιητής που με τον καιρό θα γίνεται μεγαλύτερος και θα τιμάται περισσότερο».

Ο Καρυωτάκης παρότι προερχόμενος από μεσοαστική, συντηρητική, βασιλική οικογένεια, ριζοσπαστικοποιείται (Ήρθε σ’ επαφή και με την Αριστερά μέσω του Ιωσήφ Ραφτόπουλου και -στη συνέχεια- του Πέτρου Πικρού). Ανέπτυξε κριτική ματιά, κοινωνική συνείδηση κι ευαισθησία στα κοινωνικά προβλήματα (βλέπε άρθρο για Ορφανοτροφεία και οικοτροφεία, τα οποία δεν τα βλέπει σαν κέντρα φιλανθρωπίας αλλά σαν κοινωνικό θεσμό). Με την ποίησή του έγινε πολιτικός σχολιαστής της εποχής του. Για παράδειγμα, το ποίημά του «Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο» είναι βαθιά πολιτικό ποίημα, εμπνευσμένο από την πολιτική επικαιρότητα της εποχής και τραγικά επίκαιρο σε αρκετές περιπτώσεις από τότε μέχρι σήμερα στην ελληνική και διεθνή πολιτική ιστορία.

Google+ Linkedin