Σαρλό: Η φιγούρα που έγινε σύμβολο

 

«Το χιούμορ του Τσάπλιν δεν προέρχεται από το ότι ένας άνθρωπος συγκρούεται με ένα δέντρο, αλλά από ότι μετά τη σύγκρουση ζητεί συγγνώμη από το δέντρο» λέει ειδικός.

Δεν χρειάζονται πολλά. Ενα ψεύτικο μουστακάκι, ένα ημίψηλο καπέλο, ένα ξεχειλωμένο παντελόνι και δύο παπούτσια-βάρκες φθάνουν για να δώσουν σε έναν άντρα αστεία εμφάνιση. Αν προστεθεί σε αυτήν και ένα ισχυρό υποκριτικό ταλέντο, τότε έχουμε μπροστά μας έναν γνήσιο κωμικό. Σαν τον «tramp», τον Σαρλό, την αθάνατη κινηματογραφική φιγούρα που επινόησε το 1914 στο Χόλιγουντ ο βρετανός ηθοποιός Τσάρλιν Τσάπλιν.

Η γέννηση του Σαρλό δεν ήταν προγραμματισμένη. Οφείλεται σε τυχαίο γεγονός: στην αποχώρηση του δημοφιλούς τότε ηθοποιού Φορντ Στέρλινγκ από την κινηματογραφική εταιρεία Keystone και στην ανάγκη της άμεσης αντικατάστασής του. Ο κλήρος έπεσε στον νεόφερτο τότε Τσάπλιν.

«Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τον μιμείσαι» 
ήταν η εντολή του διευθυντή της εταιρείας Μακ Σένετ, όπως διηγείται ο Τσάπλιν στην αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου». «Πήγαινε τώρα να μακιγιαριστείς με κωμικό τρόπο – οτιδήποτε και να ‘ναι».
Αλλο να το λες και άλλο να το κάνεις όμως· «Δεν είχα ιδέα από μακιγιάρισμα» έλεγε αργότερα ο ίδιος. Από την άλλη όμως, ήξερε καλά να μεταμφιέζεται. «Πηγαίνοντας προς την γκαρνταρόμπα, αποφάσισα να επιλέξω ρούχα που θα ήταν εντελώς αντίθετα μεταξύ τους: το παντελόνι μακρύ, το φράκο στενό, το ημίψηλο μικρό, τα παπούτσια πελώρια».
Το αποτέλεσμα, λίγο αργότερα στο πλατό, ήταν μια έκρηξη γέλιου, στην οποία συμμετείχαν όλοι οι συντελεστές της ταινίας. Αυτό πήρε τη μορφή σίφουνα, όταν ο Σαρλό άρχιζε να αυτοσχεδιάζει – με φιγούρες που δεν τις είχε φανταστεί ούτε στον ύπνο του προηγουμένως.
«Είναι μια προσωπικότητα με πολλές φασέτες» άρχισε να εξηγεί στους παρευρισκομένους. «Είναι συγχρόνως περιπλανώμενος αλήτης, τζέντλεμαν, ποιητής, ονειροπόλος – μοναχικός τύπος που κάθε στιγμή είναι έτοιμος να μπει σε περιπέτειες. Είναι ρομαντικός, χωρίς όμως να παραλείπει να δώσει και καμιά κλωτσιά στα οπίσθια μιας καθωσπρέπει κυρίας… όμως μόνο αν είναι πραγματικά οργισμένος!».

Το υπόλοιπο ήταν μια ιστορία ασύλληπτης επιτυχίας, που κράτησε εξήντα και πλέον χρόνια. Στο διάστημα αυτό συμμετείχε σε εκατοντάδες παραγωγές του βωβού κινηματογράφου. Μόνο το 1914 ο αριθμός τους έφθασε τις 35.


«Ο συνήθης χρόνος παραγωγής τότε ήταν τρεις ημέρες για κάθε έργο» 
έλεγε. Επρόκειτο συνήθως για ταινίες μικρού μήκους, που δεν είχαν σενάριο και πλοκή αλλά στηρίζονταν στον αυτοσχεδιασμό. Την ίδια μέθοδο εφάρμοζε κατά τα άλλα και ο ίδιος, από τότε που ανέλαβε τη σκηνοθεσία των ταινιών του, τον Ιούνιο του 1914. Αυτό άλλαξε μόλις γύρω στο 1940, όταν γύρισε το «Μεγάλο δικτάτορα» με θέμα τον Αδόλφο Χίτλερ – ένα από τα πρώτα μη βωβά έργα του.
Το πρώτο «χιτ» μεγάλου μήκους στη σειρά «Σαρλό» ήταν το «The Kid» (Ο μικρός) που προβλήθηκε το 1921. Πρόκειται για την ιστορία ενός αγοριού το οποίο εγκαταλείπεται από τη μητέρα του και καταλήγει στη φροντίδα του Σαρλό. Οι δυο τους επιβιώνουν μέσω ενός επιτυχημένου καταμερισμού εργασίας: ο μικρός σπάει με πέτρες τα τζάμια σπιτιών, ο μεγάλος, που περνά όλως «τυχαία» από εκεί με φορτίο τζαμιών στην πλάτη, αναλαμβάνει να τα αντικαταστήσει. Η πλοκή εμπλουτίζεται με τη σύγκρουση των δύο ηρώων με τους «κακούς» της γειτονιάς, καθώς και με την απόφαση των Αρχών να στείλουν το παιδί σε ορφανοτροφείο. Το αποκορύφωμα είναι το όνειρο του Σαρλό, πλαγιασμένου στα σκαλιά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του: μια γειτονιά των αγγέλων, οι οποίοι δεν είναι άλλοι από τον ίδιο, τον μικρό, τους γείτονες, ακόμη και τους «μπασκίνες». Το όνειρο διακόπτεται βάναυσα από έναν αστυνομικό – όμως το φιλμ έχει χάπι εντ, στο οποίο δεν βρίσκει μόνο η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, αλλά και ο Σαρλό, στο πρόσωπό της τελευταίας, τη γυναίκα της ζωής του.


«Η όλη υπόθεση σε τέτοιου είδους φιλμ είναι ότι οι ήρωές του διατηρούν την αξιοπρέπειά τους – παρά τα όποια καψώνια τούς κάνουν οι άλλοι» 
έλεγε ο Τσάπλιν. Πρόκειται δηλαδή για κοινωνικές κυρίως ταινίες, στις οποίες η πολιτική παίζει δευτερεύοντα ρόλο.
Αυτό άλλαξε ωστόσο με τον καιρό. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 τα έργα του πολιτικοποιούνται. Αυτό κορυφώνεται το 1936 με τους «Μοντέρνους καιρούς», με τους οποίους δείχνει τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα τέλη της δεκαετίας του ’20, καθώς και τα απάνθρωπα συστήματα εργασίας στις καπιταλιστικές φάμπρικες, όπου οι εργάτες μετατρέπονται σε εξαρτήματα των μηχανών.
Ο Τσάπλιν δεν έκανε απλοϊκά «σλάπστικ» (χωρατά). «Το χιούμορ του δεν προέρχεται από το ότι ένας άνθρωπος συγκρούεται με ένα δέντρο, αλλά από το ότι μετά τη σύγκρουση ζητεί συγγνώμη από το δέντρο» λέει ειδικός. Σε κάθε περίπτωση θεωρείται πρωτοπόρος κινηματογραφιστής. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20 μάλιστα είχε εξελιχθεί σε αυτόνομο και αυτόφωτο διανοούμενο, παρ’ όλο που δεν είχε τελειώσει καν το δημοτικό.
Google+ Linkedin