Σαν σήμερα, 23 Σεπτεμβρίου 1973, έφυγε από τη ζωή ο ποιητής Πάμπλο Νερούδα
«Κάποιος μ’ ακούει και δεν το ξέρουν,όμως εκείνοι, που γι’ αυτούς τραγουδάω και που το ξέρουν συνεχίζουν να γεννιούνται και να γεμίζουν τον κόσμο».
Αρχίζουμε την αναφορά μας στη ζωή, στους αγώνες και στο έργο του κορυφαίου κομμουνιστή ποιητή του 20ού αιώνα, Πάμπλο Νερούδα, από τις τελευταίες μέρες της ζωής του.
Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1973, ο χιλιάνικος λαός τιμά τον λατρεμένο του ποιητή, στο Στάδιο του Σαντιάγο. Παρών και ο τιμώμενος Νερούδα, παρά την άσχημη κατάσταση της υγείας του, λόγω λευχαιμίας.
Στις 11 Σεπτεμβρίου, τα τανκς του αμερικανοκίνητου ανδρείκελου Πινοσέτ βομβαρδίζουν την κατοικία του εκλεγμένου Προέδρου της «Λαϊκής Ενότητας», Σαλβαδόρ Αλιέντε, και τον δολοφονούν εν ψυχρώ.
Τα γεγονότα επιδεινώνουν την υγεία του Νερούδα, ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου, στο σπίτι του, στην Ισλα Νέγκρα, γράφει στα «γρήγορα», όπως σημειώνει ο ίδιος, τις τελευταίες 4-5 σελίδες του βιβλίου του «Η ζωή μου (Απομνημονεύματα)» και τις τιτλοφορεί «Αλιέντε». Ο Νερούδα θεώρησε χρέος του να κλείσει το βιβλίο του, μιλώντας, όχι για τον εαυτό του, αλλά για τον ηρωικό θάνατο του Αλιέντε: «Χρειάστηκε να τον μυδραλιοβολήσουν για ν’ αφήσει το αξίωμα που του εμπιστεύτηκε ο λαός, γιατί ποτέ δε θα το άφηνε. Θάψανε το σώμα του σε άγνωστο μέρος. Αυτό το ιστορικό πτώμα βάδισε προς τον τάφο, συνοδευόμενο από μια γυναίκα που κουβαλούσε μέσα της την οδύνη όλου του κόσμου».
Ο Πάμπλο Νερούδα, σε κατ’ οίκον περιορισμό, στερούμενος και την ιατρική περίθαλψη, πεθαίνει στις 23 Σεπτεμβρίου του 1973.
Ο χιλιάνικος λαός με επικεφαλής τη συντρόφισσα της ζωής του , Ματίλντε Ουρούτια – Νερούδα, συνοδεύει στην τελευταία κατοικία του τον ποιητή του. Η κηδεία του Νερούδα μετατρέπεται στην πρώτη αντίσταση του χιλιάνικου λαού στη χούντα του Πινοσέτ.
Απομνημονεύματα – «Ποίηση» αγώνων
Τούτο το αφιέρωμά μας στον Νερούδα θα «μιλήσει» για τη ζωή, τους αγώνες και το έργο του, προσφεύγοντας στα απομνημονεύματά του, τα οποία άρχισε να γράφει το 1970, μετά την εθελουσία έξοδό του από τη διπλωματία.
Ο Μεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες (το πραγματικό όνομά του), γεννήθηκε στο Παράλ, στις 12/6/1904. Δίχρονος, με τον σιδηροδρομικό πατέρα του, εγκαθίσταται στο χωριό Τεμούκο, το οποίο λάτρευε. Ταξιδεύοντας με τον πατέρα του, «δένεται» άλυτα για όλη του τη ζωή με το σκληρό βιοποριστικό αγώνα του χιλιάνικου λαού. Παιδί, ακόμα, διαβάζει φημισμένους Λατινοαμερικανούς και Ευρωπαίους συγγραφείς. Στο Γυμνάσιο, η καθηγήτριά του Γκαμπριέλα Μιστράλ (η πρώτη Λατινοαμερικάνα που πήρε Νόμπελ Λογοτεχνίας) τον μυεί στην κλασική ρωσική λογοτεχνία. Γυμνασιόπαιδο, ακόμα, δημοσιεύει ποιήματά του σε εφημερίδες και περιοδικά, με διάφορα ψευδώνυμα, ώσπου το 1920 επιλέγει το Νερούδα. Μετά το Γυμνάσιο σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγο και μετέχει στους φοιτητικούς αγώνες. Αφήνει το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στην ποίηση. Το 1923 δημοσιεύει το πρώτο του ποιητικό βιβλίο «Ηλιοβασιλέματα». Σύντομα καταξιώνεται ως σπουδαίος ποιητής.
Το 1927 αρχίζει η διπλωματική του καριέρα. Διορίζεται πρόξενος της Χιλής στην Απω Ανατολή, στην Αργεντινή και το 1934 στην Ισπανία, όπου μάχεται κατά του φρανκικού φασισμού – φονιά στο πλευρό του ισπανικού λαού και του μέγιστου ποιητή της Ισπανίας και πολυαγαπημένου του φίλου, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Λόγω της αντιφασιστικής δράσης του, η Χιλή τον καταργεί από πρέσβη. Πάει στο Παρίσι, απ’ όπου βοηθά τον ισπανικό λαό. Με τον ομότεχνο, φίλο και ομοϊδεάτη του Λουί Αραγκόν, προετοιμάζει το Παγκόσμιο Συνέδριο Αντιφασιστών Συγγραφέων. Το 1937 επιστρέφει στη Χιλή. Ο λαός συναρπάζεται με την ποίηση του Νερούδα, ο οποίος μιλά παντού κατά του φασισμού. Το 1938, η πρώτη κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου της Χιλής τον στέλνει πρέσβη στο Παρίσι και αργότερα στο Μεξικό.
«Στα τέλη του 1943 ξαναγύρισα στο Σαντιάγο. Εγκαταστάθηκα στο σπίτι που απόκτησα με το σύστημα των δόσεων. Η χώρα μου δεν είχε αλλάξει: Τρομερή φτώχεια στις περιοχές των μεταλλείων και η κομψή κοινωνία που γέμιζε το Κάντρι Κλαμπ. Επρεπε ν’ αποφασίσω. Η απόφασή μου μού στοίχισε καταδιώξεις και στιγμές εκρηκτικές», γράφει ο Νερούδα στη δεύτερη σελίδα των απομνημονευμάτων του. Στις 15/7/1945 προσχώρησε – και τυπικά – στο ΚΚ Χιλής, του οποίου εκλέγεται γερουσιαστής το 1947, ξέροντας καλά τι τον …περίμενε.
«Ήτανε της τύχης μου να υποφέρω όσα υπόφερα και της τύχης μου να αγωνιστώ όπως αγωνίστηκα, να αγαπήσω και να τραγουδήσω όπως τραγούδησα. Γνώρισα σε διάφορα σημεία της Γης το θρίαμβο και την ήττα, έχω ζωντανή στη μνήμη μου τη γεύση του ψωμιού, αλλά και τη γεύση του αίματος. Τι περισσότερο μπορεί να θέλει ένας ποιητής; Η ζωή μου στάθηκε η ίδια η ποίησή μου και η ποίησή μου υπήρξε το στήριγμα όλων των αγώνων μου. Αν και πολλά βραβεία μού δόθηκαν (σ.σ.. μεταξύ των οποίων το “Λένιν” – 1952 και το Νόμπελ – 1971), κανένα δεν μπορεί να παραβληθεί με το τελευταίο βραβείο. Να είμαι ο ποιητής του λαού μου. Το μεγάλο, το μοναδικό μου βραβείο είναι αυτό κι όχι τα βιβλία μου που μεταφράστηκαν σ’ όλες τις γλώσσες του κόσμου, ούτε τα βιβλία που γράφτηκαν για να αναλύσουν τα λόγια μου».
Ο γερουσιαστής Νερούδα, επειδή καταγγέλλει την προδοσία του λαού από τον εκλεγμένο με τις ψήφους του ΚΚΧ, Πρόεδρο Γκονσάλες Βιδέλα, διώκεται. Με εντολή του παράνομου πλέον ΚΚΧ, βγαίνει στην παρανομία, με το ψευδώνυμο Λεγκαρέτα. Μετά πολλών βασάνων, διαβαίνοντας βουνοκορφές των Ανδεων, περνά στην Αργεντινή. Με το διαβατήριο του φημισμένου Αργεντινού μυθιστοριογράφου Μιγκέλ Ανχελ Αστούριας, φθάνει στο Παρίσι. Οι παλιοί του φίλοι, Πικάσο, Πολ Ελυάρ, Λουί Αραγκόν φροντίζουν να του δοθεί πολιτικό άσυλο και γαλλικό διαβατήριο. Ο γαλλικός Τύπος γράφει ότι ο διωκόμενος Νερούδα βρίσκεται στο Παρίσι. Η χιλιανή κυβέρνηση σκυλιάζει και ισχυρίζεται ότι στο Παρίσι βρίσκεται ένας «σωσίας» του Νερούδα και ότι «ο αληθινός Νερούδα βρίσκεται στη Χιλή και η Αστυνομία επί τα ίχνη του. Η σύλληψή του είναι ζήτημα λίγων ωρών». Στο Παρίσι είναι και διάσημοι Ρώσοι φίλοι του (Ερεμπουργκ, Τιχόνοφ, Κορνέιτσουκ, Σιμόνοφ). Η διεθνής προοδευτική γνώμη μαθαίνει την περιπέτεια του Νερούδα. Στη συνέχεια, ο πρέσβης της Χιλής στο Παρίσι ζητά την απέλαση του ποιητή, αλλά ο αρχηγός της Γαλλικής Αστυνομίας (και αναγνώστης της ποίησης του Νερούδα) απορρίπτει το αίτημα και δίνει διαβατήριο στον Νερούδα.
Το 1949 είναι σύνεδρος στο Διεθνές Συνέδριο Ειρήνης, στο Παρίσι. Αυτή τη χρονιά, λήγει και η πολιτική εξορία του. Μόλις επιστρέφει στη Χιλή (1952), παντρεύεται την Ματίλντε, το μεγάλο έρωτα της ζωής του και προσκαλείται ξανά στην ΕΣΣΔ για τις εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Πούσκιν. «Αγάπησα με την πρώτη ματιά τη σοβιετική γη και κατάλαβα ότι απ’ αυτήν, όχι μόνον προέκυπτε ένα ηθικό μάθημα για όλες τις γωνιές της ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά και θα προέκυπτε το μεγάλο πέταγμα». Στην ΕΣΣΔ γνώρισε σπουδαίους Σοβιετικούς δημιουργούς και έγινε φίλος με τον κορυφαίο Τούρκο ποιητή Ναζίμ Χικμέτ, ο οποίος του «διηγήθηκε τα βάσανα του λαού του», όπως διηγείται.
Το 1950, στο Παρίσι, ο πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης, Ζολιό Κιουρί, του ανέθεσε μια αποστολή στην Ινδία. Να συναντηθεί με τον αντίπαλο της ειρήνης Παντίτ Νεχρού και να δώσει μια επιστολή του Κιουρί, και με τον Ινδό πυρηνικό φυσικό Μπαέρα και άλλους διανοούμενους. Το 1951 είναι η χρονιά της πρώτης επίσημης πρόσκλησής του από τη ΛΔ Κίνας, της απονομής του Βραβείου «Λένιν» για την Ειρήνη.
Στα χρόνια της εξορίας, ο Νερούδα, μαζί με την Ματίλντε Ουρούτια, ταξίδεψε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπου όμως δεν ήταν ευπρόσδεκτος. Η χώρα που αγάπησε πολύ ήταν η Ιταλία. Το επίσημο κράτος και οι αρχές της, υποκύπτοντας στις πιέσεις της Χιλής, δεν τον δέχονταν πουθενά. Ηταν όμως λατρευτός – όπως και η ποίησή του – στο λαό της, στις οργανώσεις του, στους διανοουμένους του και στους δημάρχους του. Ο εξόριστος αποδιωχνόταν από τους Καραμπινιέρους και αποθεωνόταν από το λαό, σ’ όποια πόλη πήγαινε, ενώ πολλοί δήμοι (λ.χ. Φλωρεντίας, Μιλάνου, Γένοβας) τον ανακήρυσσαν επίτιμο δημότη τους. Ο λαός της Ρώμης, μετά από σύγκρουσή του με τη Χωροφυλακή, κατάφερε να του επιτραπεί να μείνει στην Ιταλία. Ενας ιστοριογράφος – φυσικός τού παραχωρεί ένα εξοχικό σπίτι στο πανέμορφο χωριουδάκι Ανακάπρι, όπου ο Νερούδα και η Ματίλντε έζησαν ονειρεμένα (θυμίζουμε τη σχετική υπέροχη ιταλική ταινία «Il postino», «Ο ταχυδρόμος»). Εκεί ο ποιητής, μεταξύ άλλων, έγραψε το έργο «Οι στίχοι του καπετάνιου» (δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Νάπολη το 1952).
Διάσημος ο Νερούδα, από το 1952 έως το 1957, ζει ήρεμα και δημιουργικά στην πατρίδα του. Δημοσίευσε το βιβλίο «Τα σταφύλια και ο άνεμος» και έγραψε τις «Στοιχειώδεις Ωδές», «Νέες Στοιχειώδεις Ωδές», «Ωδές, τρίτο βιβλίο». Οργάνωσε, στο Σαντιάγο Συνέδριο με θέμα «Η κουλτούρα της αμερικανικής ηπείρου» και ταξίδεψε σε πολλές χώρες. Τον Απρίλη του 1957, άρρωστος, πηγαίνοντας μέσω Μπουένος Αϊρες στην Κεϋλάνη για ένα Συνέδριο Ειρήνης, συλλαμβάνεται από την Αστυνομία του διαδόχου του Περόν, πλην …«δημοκράτη» δικτάτορα Αραμπούρου. Χάρη στην αλληλεγγύη των Αργεντινών και Χιλιανών συγγραφέων, ο ποιητής αποφυλακίζεται και πάει στο συνέδριο. Τα χρόνια που ακολούθησαν ξαναταξίδεψε σε σοσιαλιστικές χώρες, δυτικές και λατινοαμερικάνικες. Στη σοσιαλιστική Κούβα, έγινε φίλος με τους ηγέτες της επανάστασής της Φιντέλ Κάστρο και Τσε Γκεβάρα, στους οποίους αφιερώνει πολλές σελίδες των απομνημονευμάτων του.
Στη δεκαετία του 1960, το ΚΚΧ απονέμει στον Νερούδα το μετάλλιο «Ρεκαμπάρεν» (η ανώτατη κομματική διάκριση στη μνήμη του πρωτοπόρου «οδηγητή» της εργατικής τάξης της Χιλής). Στα 1970, ένα πρωί, διηγείται ο ποιητής, πήγαν στο σπίτι του στην Ισλα Νέγκρα «ο γενικός γραμματέας του κόμματός μου και άλλοι σύντροφοι. Ερχονταν να μου προσφέρουν την υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας, για λογαριασμό του κόμματός μας, υποψηφιότητα που θα πρότειναν στα έξι – εφτά κόμματα της “Λαϊκής Ενότητας”». Ο Νερούδα δέχτηκε, υπό τον όρο, όπως συμφώνησαν, να παραιτηθεί αν βρεθεί άλλος υποψήφιος. Με την υποψηφιότητά του, «άρπαξε φωτιά» η ψυχή του χιλιάνικου λαού. Χιλιάδες λαού τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν.
«Σε μιαν ευτυχή στιγμή έφθασε η είδηση: Ο Αλιέντε βέβαιος υποψήφιος της “Λαϊκής Ενότητας”». Ο Νερούδα παραιτείται, μιλά σε προεκλογική συγκέντρωση και ζητά από το λαό να ψηφίσει τον Αλιέντε. Η «Λαϊκή Ενότητα» νικά και στέλνει (Μάρτη του 1971) τον ποιητή ως πρέσβη στο Παρίσι. Η διεθνής κοινή γνώμη, με την ποίηση και τη διπλωματική δράση του Νερούδα, μαθαίνει και εκτιμά τα λαϊκά οράματα και προγράμματα της ειρηνικής χιλιανής επανάστασης. Αλλά και οι έξωθεν και έσωθεν αντίπαλοί της οργανώνουν τη δόλια αντεπίθεσή τους. Οι ΗΠΑ (διάβαζε Νίξον, ΙΤΤ, «Coca Kola», κλπ.) μεθοδεύουν την αρπαγή – κατάσχεση του κρατικοποιημένου από τον Αλιέντε χαλκού της Χιλής. Οι λιμενεργάτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας, συμπαραστεκόμενοι στο χιλιάνικο λαό, δεν ξεφορτώνουν στα λιμάνια των χωρών τους τον παράνομα κατασχεμένο χαλκό. Η αμερικανοκίνητη αντίδραση λυσσομανά στη Χιλή. Δολοφονεί τον δημοκράτη αρχηγό του χιλιάνικου Στρατού, Σνάιδερ. Το στρατοδικείο καταδικάζει το φονιά σε τριάντα χρόνια φυλακή, αλλά ο αντιδραστικός Αρειος Πάγος μειώνει την ποινή σε δύο χρόνια!!!
Η χιλιανή επανάσταση ζητά από τον ποιητή της να γυρίσει από το Παρίσι, για να βοηθήσει στις εκλογές της 4ης Μάρτη 1973. Άρρωστος, ήδη, από λευχαιμία, Γενάρη του 1973, ο Νερούδα επιστρέφει κι αρχίζει τον αγώνα κατά των εχθρών της λαϊκής κυβέρνησης. Γενάρη γράφει το έργο «Παρακίνηση σε νιξοκτονία και εγκώμιο στη χιλιανή επανάσταση»
Αξίζει να παραθέσουμε ελάχιστα, έστω, αποσπάσματά του:
Αρχίζοντας το ποίημά του, ο Νερούδα «καλεί» τον μεγάλο Αμερικάνο ποιητή Γουόλτ Γουίτμαν να τον βοηθήσει:
«να σκοτώσουμε απ’ τη ρίζα, στίχο το στίχο/ τον Νίξον, τον αιμόχαρο πρόεδρο», γιατί «Πάνω στη γη δεν υπάρχει ευτυχισμένος άνθρωπος,/ κανένας δε δουλεύει καλά στον πλανήτη/ όσο η μύτη του ανασαίνει στην Ουάσινγκτον». Ο Νερούδα ποιητικά κηρύττει την έναρξη της «δίκης» του Νίξον:
«Δε θα ‘ναι για εκδίκηση ο χαμός του/ μα για ό,τι τραγουδάω και πιστεύω:/ στόχος μου η ειρήνη κι η ελπίδα./(…) Για χίλιους λόγους αγαπάω την ειρήνη:/ ένας, γιατί ο ύμνος της δουλειάς/ δένει με το ηλιόχρωμα του λεμονιού./ Αλλος γιατί τα λαϊκά προγράμματα / θα φτιάξουνε τρακτέρ και κερασιές:/ όλα τα καταφέρνουνε οι έρωτες κι η αγάπη/ του λαού, μέσα στην πάλη του/. (…) Καλούνται όλοι οι άντρες να τον σβήσουνε/ τον ματωμένο απατεώνα Αρχηγό,/ που διάταξε λαοί ολόκληροι να πάψουνε να ζουν,/(…) Κλητεύω το φονιά και τον υποχρεώνω/ να δικαστεί απ’ τους φτωχούς ανθρώπους/ (…) Η φτωχιά πατρίδα μου, αδιάλλαχτη/ μέσα από λεηλασίες και σκουριές/ περίμενε του ξυπνημού την ώρα. Και καθείς/ καταλαβαίνει πως ο Σαλβαδόρ Αλιέντε/ απ’ τα βορειοαμερικάνικα χαυλιόδοντα/ γλίτωσε το χαλκό μια και καλή/ κυρίαρχο χαρίζοντάς τον πάλι στη Χιλή./(…)
Εγώ θα μείνω με τους εργάτες να τραγουδήσω/(…) για των ψαράδων τον ωκεανό,/ για το ψωμί των παιδικών μας αηδονιών,/ και για την αγροτιά και για τ’ αλεύρι μας,/ τη θάλασσα, το ρόδο και το στάχυ,/ τους σπουδαστές, τους ναύτες, τους φαντάρους,/ για όλους τους λαούς σ’ όλους τους τόπους,/ για τη λυτρωτική τη θέληση/ των πορφυρών λαβάρων της αυγής./ Πάλεψε πλάι μου, κι εγώ θα σου χαρίσω τα όπλα όλα της ποίησής μου», καλούσε το λαό του ο ποιητής.
Ο λαός πάλεψε ενάντια στη σατανική «Ντόνια Κατσαρολίνα Λαγανίν», την πλουτοκρατία, που, για να μη χάσει την εξουσία της, δολοφόνησε το στρατηγό του λαού και μαζί με τη μικροαστή παραδουλεύτρα της βγήκε στους δρόμους με κατσαρολικά, συκοφαντώντας «τους αλήτες τους κομμουνιστάδες» και ξανάβγαλε, θριαμβευτικά, Πρόεδρό του τον Αλιέντε. Και τότε, «πίσω απ’ την ΙΤΤ», με επικεφαλής τον Πινοσέτ, φύτρωσαν «νέοι κατεργαραίοι και φονιάδες/ κι άλλοι πατσάδες της ολιγαρχίας», επιτυγχάνοντας στις 11/9/1973 να ξαναβρεθεί «χωρίς ψωμί και φως/ η λαβωμένη πατρίδα κι ο Λαός»
Πάμπλο Νερούδα, ο υπερασπιστής των καταραμένων της γης, ο ερωτευμένος Χιλιανός. Μπορούσε να συνδυάσει ερωτικό λόγο και πολιτικό μανιφέστο σε μια μόνο εικόνα. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ο Πάμπλο Νερούδα ήταν ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα.