Σαν σήμερα το 1973: «Παραγγελιά, ρε!!!»

Σαν σήμερα το 1973: «Παραγγελιά, ρε!!!»

Όπου και να πας, ο φάκελος θα σε ακολουθεί» του είπε ο κομμουνιστής πατέρας του. Και τον ακολουθούσε και δεν τον άφηναν να ησυχάσει, αλλά αυτός είπε «Δεν θα γίνω ρουφιάνος της αστυνομίας». O Νίκος Κοεμτζής ήταν σκληρός με κάθε μορφή εξουσίας, ευαίσθητος με ό,τι αγαπούσε.Θα τον θυμάμαι πάντα, έξω από τη πύλη της Ευελπίδων πουλώντας το βιβλίο του για να ζήσει, ήρεμος και πάντα ανυπότακτος…

Απόκριες του 1973, 25 Φλεβάρη. Ο κόσμος στα κέντρα διασκεδάζει. Κοσμικό κέντρο «Νεράιδα» επί της οδού Αγίου Μελετίου. Κάποιος δίνει στην ορχήστρα παραγγελιά, να χορέψει τις «βεργούλες» («Τα δυο σου χέρια πήρανε …» – ζειμπέκικο του Μάρκου Βαμβακάρη). Μια παρέα αστυνομικών, ξέροντας ποιος χορεύει, θέλουν να του πάρουν τη σειρά στο χορό, από ένα τραγούδι που ήταν δική του …«παραγγελιά». «Παραγγελιά, ρε!!!» ακούγεται η Φωνή του μεγάλου αδελφού, που στη στιγμή και με το μαχαίρι στο χέρι βρέθηκε στην πίστα. Απολογισμός: Τρεις νεκροί αστυνομικοί και εφτά τραυματίες.

Το γεγονός συγκλόνισε το πανελλήνιο. Ο δράστης Νίκος Κοεμτζής καταδικάστηκε τρεις εις θάνατον και οκτώ φορές σε ισόβια, για ανθρωποκτονίες από πρόθεση. Στο άκουσμα της ποινής αντέδρασε ήρεμα. Έδειξε παροιμιώδη ψυχραιμία, κάτι που τον διέκρινε ως άνθρωπο. Ο Τύπος «τον πρόβαλε σαν αιμοβόρο κτήνος». Λίγο πριν το μακελειό στη «Νεράιδα» είχε αποφυλακιστεί μετά από 4 χρόνια για μικροληστεία που διέπραξε στη Θεσσαλονίκη.

Η χούντα θέλοντας να δείξει ανθρωπιστικό πρόσωπο στο εξωτερικό δεν εκτέλεσε την ποινή.Τελικά, ο Νίκος Κοεμτζής ήταν ο πρώτος που γλίτωσε τη ζωή του με την κατάργηση της θανατικής ποινής στην Ελλάδα, οπότε η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια.

Ο Νίκος Κοεμτζής έμεινε 23 χρόνια στη φυλακή. Οι καταγγελίες για τα βασανιστήρια που υπέστη είναι ένα μελανό σημείο της ιστορίας. Ο ίδιος όχι μόνο δεν έδωσε δικαιώματα μέσα στη φυλακή αλλά σε δύο περιπτώσεις εξέγερσης κρατουμένων έσωσε τη ζωή σωφρονιστικών υπαλλήλων και του διευθυντή.

Ο Νίκος Κοεμτζής είπε στον Γ. Λιάνη μέσα από τη φυλακή:

«Αγαπούσα τους ανθρώπους κάποτε μου έγινε αφάνταστα δύσκολο να τους αγαπώ… από τότες που χτύπαγαν τον πατέρα μου, από μικρό παιδί, απόχτησα ένα μίσος κατά της αστυνομίας.

Την αστυνομία την εννοούσα σαν κράτος της Δεξιάς και την μισούσα. Την μισούσα και την σιχαινόμουνα όσο τίποτα στον κόσμο. Δεν έκλεψα ή δεν αδίκησα ποτέ μου έναν φτωχό ή έναν ιδεολόγο ή έναν ρέστο. Είχα αδυναμία στους αστυνομικούς! Όταν σε προδίδουν οι άνθρωποι αγαπάς αόριστα τον κόσμο. Είναι λιγότερο βασανιστικό αυτό».

Στις 31 Μαρτίου 1996, μετά από 23 χρόνια στη φυλακή, το Δικαστικό Συμβούλιο της Πάτρας αποφυλάκισε τον μετανοημένο 58χρονο Νίκο Κοεμτζή υπό όρους. Έκτοτε, και μέχρι το τέλος της ζωής του, ζούσε πουλώντας την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε μέσα στη φυλακή (Νίκος Κοεμτζής – Το μακρύ ζεϊμπέκικο), υπογράφοντας αφιερώσεις στην πρώτη σελίδα, στο κέντρο της Αθήνας, αφού ο Δήμος Αθηναίων του παραχώρησε άδεια μικροπωλητού.

«Ονομάζομαι Νίκος Κοεμτζής, γεννήθηκα στο Αιγίνειο Κατερίνης…», έτσι ξεκινά η αυτοβιογραφία του, στην οποία εξιστορεί τα παιδικά του χρόνια, την κακοποίηση που είδε ως παιδί να υφίσταται ο κομμουνιστής πατέρας του και ο ανάπηρος βετεράνος παππούς του από τους ένστολους αστυνομικούς, αλλά και τον πόλεμο που του γινόταν γενικά από την Αστυνομία. Περιγράφει ακόμα την προφυλάκισή του στις Φυλακές Κορυδαλλού και τη συνάντηση του με τον αδελφό του και το φίλο του είχε κι αυτός τραυματιστεί από το μαχαίρι του, την κακή υγεία του, αφού δεν μπορούσε να περπατήσει από τις σφαίρες που του είχαν ρίξει στα πόδια οι αστυνομικοί όταν τον συνέλαβαν.

«…στο μυαλό μου στριφογυρίζανε χίλιες σκέψεις. Έψαχνα να βρω μια λύση να διορθώσω το κακό που σκόρπισα… Υπέφερα τρομερά και προσπαθούσα απεγνωσμένα να ξεχωρίσω μια εικόνα από τη σφαγή, και δεν μπορούσα. Κι ούτε τώρα μπορώ, αν κι αγωνίζομαι ακόμα. … Ως φαίνεται, την ώρα που σκορπούσα το θάνατο χωρίς να δουλεύει το μυαλό μου και κινιόμουν σαν ένα ρομπότ, με είχε κυριέψει ο δαίμονας ή το κτήνος που φωλιάζει μέσα μου…», γράφει για εκείνη την μοιραία νύχτα.

Το βιβλίο κλείνει με έναν λιτό επίλογο:

«…Τον Μάρτιο του 1977 τρεις αρχιφύλακες μου ανάγγειλαν ότι είχα κατέβει από τον θάνατο, λεγοντάς μου: “Η πολιτεία έδειξε κατανόηση· τώρα εξαρτάται από σένα να γίνεις καλύτερος”. Τους απάντησα ότι χειρότερος μπορεί να γινόμουν, καλύτερος όχι. Πριν κατέβω στα ισόβια, το Υπουργείο Δικαιοσύνης επί κυβερνήσεως Καραμανλή διέταξε τη μεταγωγή μου από τις φυλακές Ηρακλείου στις πειθαρχικές φυλακές κολάσεως της Κέρκυρας. Έμεινα στην κόλαση από τις 21 Ιουλίου 1976 μέχρι το 1982. … Αποφυλακίστηκα στις 29 Μαρτίου 1996.».

Η ιστορία του έγινε ταινία. Ο Παύλος Τάσιος στην ταινία “Παραγγελιά” διερεύνησε πτυχές της ζωής του Νίκου Κοεμτζή, οι οποίες έκρυβαν τους λόγους και τα αίτια που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Το ταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο μεγάλωσε, η φτώχεια και η αποστροφή της κοινωνίας απέναντί του, είναι βασικές αιτίες που οπλίζουν το χέρι του Κοεμτζή, το οποίο, με αφορμή την «παραγγελιά», σπέρνει το θάνατο. Έγινε και τραγούδι «Μακρύ Ζεϊμπέκικο για το Νίκο» από το Διονύση Σαββόπουλο.

Την Παρασκευή, 23 Σεπτεμβρίου του 2011, ο Νίκος Κοεμτζής βρέθηκε νεκρός σε ένα πεζοδρόμιο στο Μοναστηράκι, εκεί όπου τα τελευταία χρόνια πουλούσε την αυτοβιογραφία του. Η βραδιά στο μαγαζί «Νεράιδα», η παραγγελιά, το κυνηγητό από τις αρχές κατά τη διάρκεια της ζωής του, οι δυσκολίες, η τελική έκρηξη και η καταδίκη του. Η ιστορία του απασχόλησε την Ελλάδα της μεταπολίτευσης, συζητήθηκε, έγινε τραγούδι, αλλά και ταινία…

Google+ Linkedin