Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός Τίτος Βανδής

Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός Τίτος Βανδής

Σαν σήμερα, στις 23 του Φλεβάρη 2003, έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος ηθοποιός Τίτος Βανδής, γνωστός διεθνώς από τις ερμηνείες του σε μεγάλες παραγωγές του θεάτρου και του κινηματογράφου.

«Ολοι οι δικοί μου ήταν από την Καβάλα. Γινόταν κάτι φασαρίες τότε με τους Τούρκους και με τους Βούλγαρους κι η μάνα μου με μένα στην κοιλιά πήγε στην Αθήνα, με γέννησε στο Νέο Φάληρο και σ’ ένα χρόνο με ξανάφερε στην Καβάλα. Γεννήθηκα το 1917». Ηταν ανήμερα της Οχτωβριανής Επανάστασης (7/11/1917). Η μάνα του δεν του ‘λεγε την ημερομηνία. Ισως, γιατί θεωρούσε «βρωμιάρηδες» και «άθεους» τους εργάτες και τους κομμουνιστές. Πού να φανταζόταν η αρχοντομαθημένη μάνα του – σύζυγος μεγαλοκαπνεμπόρου, ότι ο ελβετομεγαλωμένος και γαλλομαθημένος γιος της θα γινόταν κομμουνιστής. Οτι δεκατριάχρονος θα αποφάσιζε να γίνει μεροκαματιάρης σαν τους εργάτες. Ηθοποιός! Πού να ‘ξερε ότι τον γιο της «ξεμυάλισε» ο κομμουνιστής τσαγκάρης της γειτονιάς τους στη Θεσσαλονίκη, ο κυρ – Κώστας, που του ‘λεγε ότι από τους εργάτες, που είδε – γύρω στο 1930 ήταν – να περνούν μπροστά από το σπίτι, «τους παίρνουν το ψωμί. Δεν τους πληρώνουν και δεν μπορούν ν’ αγοράσουν ούτε ψωμί ούτε παπούτσια σαν τα δικά σου. Γι’ αυτό φωνάζουν. Παλεύουν για τη ζωή τους. Μπροστά στο σπίτι σου τους χτύπησε η Χωροφυλακή. Δυο απ’ αυτούς είναι σε κρίσιμη κατάσταση. Θέλουν να τους φοβίσουν, να τους διαλύσουν. Και πολλές φορές τα καταφέρνουν. Οσοι φεύγουν, όσοι δε μιλάνε, περιμένουν κάποιο θάμα, που λέει ο δικός μας ο ποιητής».

Υπήρξε ένας από τους πιο αγαπητούς ηθοποιούς της γενιάς του κι ένας από τους λιγοστούς Έλληνες ηθοποιούς με θητεία στο Μπρόντγουεϊ και το Χόλιγουντ. Ο Τίτος Βανδής ξεχώρισε για το υποκριτικό του ταλέντο και κέρδισε τον σεβασμό των συναδέλφων του.

Γεννήθηκε το 1917 στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην Καβάλα. Σπούδασε στο Ωδείο Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Δεκάχρονος ο Βανδής έλεγε στη μάνα του ότι, τάχα, έχει γαλλικό αξάν και για να μιλά καλά τα ελληνικά πρέπει να πάει σε δραματική σχολή. Τα κατάφερε. Το γυμνασιόπαιδο πήγε σε δραματική σχολή της Θεσσαλονίκης. Κι έπειτα έπαιξε σε σχολικές παραστάσεις τον «Πειρασμό», με σκηνοθέτη τον Τάκη Μουζενίδη και τον «Διαβάτη» του Κοπέ. Υπό τον Μουζενίδη, το 1933, έπαιξε στη διασκευασμένη σε θεατρικό «Νερατζούλα» του κομμουνιστή Παναΐτ Ιστράτι. Το «κακό» έγινε. Παράτησε το σχολείο και βρέθηκε στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, με μεγάλους δασκάλους. Μετά τις πρώτες ερωτικές εμπειρίες, δεκαοχτάχρονος ετοιμαζόταν να παντρευτεί την πρώτη του γυναίκα, τη συμμαθήτριά του στη Σχολή, Μαρία Αλκαίου. Πριν το γάμο του (διαλύθηκε γρήγορα), η Μαρίκα Κοτοπούλη έδινε παραστάσεις στη Θεσσαλονίκη. Ο Βανδής πήγε, την είδε και της είπε ότι σπουδάζει ηθοποιός. Η Κοτοπούλη υποσχέθηκε να ξαναμιλήσουν στην Αθήνα. Δεν άργησε πολύ να βρεθεί επί σκηνής μαζί της, σε ασήμαντους κι ύστερα σε σημαντικούς ρόλους.

Από μικρός ονειρευόταν να γίνει ηθοποιός, ένα όνειρο που θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Μάλιστα ήταν τέτοια η ανυπομονησία του που ενώ φοιτούσε στο Γαλλικό Λύκειο και στο Ωδείο Θεσσαλονίκης, τα παράτησε για να κάνει αυτό που πάντα ήθελε. Κατηφόρισε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου σε ηλικία 16 ετών.

Σε συνέντευξή του στον Άρη Σκιαδόπουλο, ο γνωστός ηθοποιός είχε πει: «Ήθελα να γίνω ηθοποιός, από όταν ήμουν 5 ετών. Καθόμουν, κλεινόμουν μέσα στο δωμάτιο και έκανα ιστορίες. Περισσότερο έπαιζα τον Ταρζάν και την αδερφή μου την είχα για Τζέιν. Ήθελα μάλιστα να την παντρευτώ την αδερφή μου, αλλά 8 ετών κατάλαβα ότι αυτό δεν γίνεται. Συνειδητά είπα ότι θα γίνω ηθοποιός όταν ήμουν 11 ετών».

Στα 1932-1933, ο Βανδής έγινε «μέλος της Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η πρώτη επαφή με την οργάνωση… πρώτη μυρουδιά από το ΚΚΕ». Το 1933-1934, δευτεροετής στη Σχολή, παίζει στο Εθνικό Θέατρο, στον «Ιούδα» του Σπύρου Μελά και γίνεται μέλος του ΣΕΗ.

«Πιστεύω ότι κάθε τίμιος άνθρωπος πρέπει να είναι κομμουνιστής. Δεν μπορεί να είναι δίκαιο, δεν μπορεί να είναι ζωή το να οικονομάνε οι λίγοι και οι πολλοί να πεινάνε. Αρχίζεις και σκέφτεσαι, πώς έγινε η κοινωνία. Από τη στιγμή που υπάρχει ο άνθρωπος, μερικοί έχουν βρει τον τρόπο να κυριαρχούν, να είναι πιο δυνατοί. Αυτοί έκαναν τους νόμους, αυτοί εφεύραν την αστυνομία και το στρατό, για το έθνος λέει, αλλά δεν το έχουν για το έθνος, όλα για την τσέπη τους»

Το 1934 έκανε το ντεμπούτο του ως ηθοποιός στο έργο «Ιούδας» του Σπ. Μελά, σε μία παραγωγή του Εθνικού. Ακολούθησαν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στην κρατική σκηνή όπως «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», «Θυσία του Αβραάμ». Το 1940 θα συνεργαστεί για πρώτη φορά με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη κι ένα χρόνο αργότερα με την Κατερίνα Ανδρεάδη, όπου θα υποδυθεί μερικούς από τους σημαντικότερους ρόλους του στο θέατρο.

Η μεταξική δικτατορία δεν τον «σηκώνει» και φεύγει από το Εθνικό. Στα χρόνια 1937-1938 περιοδεύει με το θίασο Αργυρόπουλου – Λάμπρου – Σαντοριναίου. Μεγάλο «σχολειό». Καθημερινά και άλλο έργο. Στο θίασο ήταν και ο μορφωμένος και σπουδαίος κομμουνιστής ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης (πέθανε στην ΕΣΣΔ). Μεγάλος «δάσκαλός» του κι αυτός. Το καλοκαίρι του 1938 συμμετέχει σε περιοδεύοντα εταιρικό θίασο του ΣΕΗ. Στο θίασο ήταν και η παντρεμένη με επιφανή δημοσιογράφο, Τασία, η μάνα του πρώτου του παιδιού, της Ζαΐρας, που πέθανε τριάντα εννιά χρόνων.

Το 1938-1939 πάει στο στρατό. Το ’40 στο Μέτωπο. Τότε αρχίζει το μίσος του για τον πόλεμο:

«Οι ιστορικοί γράφουν για κάθε πόλεμο πολλά χρόνια μετά τη λήξη του, απολύτως “αντικειμενικά”. Ούτε λέξη για το παγκόσμιο καθεστώς της δουλείας, που μας επιβάλλει να πηγαίνουμε στον πόλεμο και να δίνουμε τη ζωή μας ή κομμάτια από το κορμί μας για να πλουτίζει το πουγκί των Ισχυρών της Γης. Αλήθεια, ποιοι είναι οι Ισχυροί; Εμείς είμαστε οι Ισχυροί. Οι πολλοί. Είναι σίγουρο. Δεν έχουμε παρά να καθίσουμε και να σκεφτούμε πέντε λεπτά. Να ξεχάσουμε αυτά που μας καρφώνουν στο μυαλό με όλα τα μέσα που διαθέτουν, από σχολεία, ΜΜΕ, “Βασιλεία των Ουρανών” και βία».

Με τη γερμανική κατοχή, αρχίζει τον αγώνα της επιβίωσης, «το κυνήγι του συσσιτίου». Ο Δήμος Σταρένιος τον μυεί στο ΕΑΜ. Ζητά επανασύνδεση με το ΚΚΕ. Ο Γιώργος Γιολδάσης τού ανακοινώνει: «Το κόμμα σε ξαναενέκρινε». Το 1941 δουλεύει στο θίασο του Αργυρόπουλου. Επειτα στης Κατερίνας, με σκηνοθέτη τον Κάρολο Κουν. Μια από τις κομματικές ευθύνες του ήταν και ο Τύπος. Το 1942, μαζί με άλλους ΕΑΜίτες, εκλέγεται στο ΔΣ του ΣΕΗ. Ομως, μόνον εκείνος ήταν μέλος του ΚΚΕ. Για τα χρόνια της Αντίστασης, γράφει ότι «ίσως, τότε, ήμουν ο τέλειος κομμουνιστής. Κουβαλούσα πιστόλια. Μοίραζα προκηρύξεις. Μάζευα ρούχα παλιά γι’ αυτούς που δεν είχαν. Οδήγησα σε σπίτια δυο Ακροναυπλιώτες που το έσκασαν από τη “Σωτηρία” το 1943. Κι ακόμα, όταν έπαιζα στο θέατρο, προσπαθούσα να παίζω καλύτερα, γιατί είχα πιο πολλές ευθύνες. Γιατί ήμουνα κομμουνιστής».

Ο Τίτος Βανδής περιγράφει την «ρομαντική» πλευρά της σκληρής περιόδου της Κατοχής.

Ο χαρακτηρισμός ρομαντική εποχή για τη γερμανική Κατοχή ακούγεται σαν τρέλα αλλά η ανθρώπινη πλευρά που ξεπήδησε από την αγριότητα της Κατοχής με κράτησε αισιόδοξο και με πίστη στον άνθρωπο και στο μέλλον του για το υπόλοιπο της ζωής μου. Κι αυτό το υπόλοιπο δεν είναι ευκαταφρόνητο εξήντα χρόνια. Οι εκτελέσεις, η πείνα, τα βασανιστήρια, η κάθε είδους τρομοκρατία που έσπερναν οι Γερμανοί είχαν ενώσει τον Ελληνικό λαό μ’ έναν τρόπο που έμοιαζε με θαύμα.(…) Έβλεπες τους ανθρώπους στο δρόμο σου σαν να ‘βλεπες τους παιδικούς σου φίλους στην ίδια αυλή. Προσπερνούσες έναν άγνωστο κι έπιανες βουβή κουβέντα μαζί του. Άραγε να ‘φαγε; Ζουν οι δικοί του; Έχει αρρώστους στο σπίτι; Δουλεύει; Κλέβει για να ζήσει; Και τελικά κατέληγες ότι είναι κι αυτός σαν και σένα. Δηλαδή καλός μέχρι τελειότητας! Χαμογελούσες και τραβούσες το δρόμο σου ευτυχισμένος, ως την επόμενη γωνιά που εμφανιζόταν μπροστά σου μια γερμανική περίπολος κι η καρδιά σου άρχιζε να χτυπά πάλι και το μυαλό σου να σου δίνει συμβουλές για το προς ποια κατεύθυνση να το βάλεις στα πόδια αν χρειαστεί. Κι αν ήταν μόνο Γερμανοί στην περίπολο δεν υπήρχε τόσος φόβος, αλλά αν είχαν μαζί τους και «Έλληνες» συνεργάτες τότε έπρεπε να ‘σαι προετοιμασμένος για κάθε τι.

Το 1943 παντρεύεται τη συμμαθήτριά του στη Σχολή Καίτη Ασπρέα, που γεννά την κόρη τους, Τίτα. Ο γάμος δεν κρατά πολύ. Δουλεύει σε γνωστούς θιάσους, συχνά πρωταγωνιστώντας. Ερχονται η «απελευθέρωση» και τα Δεκεμβριανά. Ολο το Δεκέμβρη, ο Βανδής δρα στην Πολιτοφυλακή της Κυψέλης. Γενάρη του ’45, με την υποχώρηση, ο Βανδής με άλλους ΕΑΜίτες ηθοποιούς διαβαίνει τη Θήβα, τη Λαμία, το Αγρίνιο, τη Λάρισα, την Κοζάνη, συμμετέχοντας στο «Θέατρο του Λαού». Παίζει στα έργα του Ρίτσου «Η Αθήνα στ’ άρματα», του Γιαλαμά «Ελληνική Εποποιία», του Τσέχοφ «Αίτηση σε γάμο».

Ο Τίτος Βανδής θυμάται τα Δεκεμβριανά

Στις 3 Δεκεμβρίου έγινε το συλλαλητήριο στην Πλατεία Συντάγματος ενάντια στον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ που ζήτησε με διαταγή του ο Σκόμπι. Συγκέντρωση ειρηνόφιλη και υπερνόμιμη. (Είχαμε ζητήσει και μας παραχωρήθηκε άδεια που δεν απαιτούσε ο νόμος).Ξαφνικά ύστερα από λίγη ώρα, μετά την ολοκλήρωση της συγκέντρωσης στην πλατεία Συντάγμάτος κι ενώ ο κόσμος άκουγε τους ομιλητές, χειροκροτούσε και φώναζε συνθήματα, χωροφύλακες και παρακρατικοί δολοφόνοι, οχυρωμένοι πίσω από τα βρετανικά τανκς, τα παρατεταγμένα μπροστά στα Παλαιά Ανάκτορα, άρχισαν να πυροβολούν ομαδικά στο ειρηνικά συγκεντρωμένο πλήθος. Αποτέλεσμα: Γύρω στους 30 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες.

Όμως εκείνη η εκτέλεση, γιατί για εκτέλεση επρόκειτο, βίασε το μυαλό μου με τόσες σκέψεις που οι νεκροί, μ’ όλο που βοήθησα στη μεταφορά τους στο πεζοδρόμιο της οδού Αμαλίας (να τους προφυλάξουμε από τι τάχα;) σχεδόν δεν υπήρχαν στις σκέψεις μου. Κουβαλούσα το νεκρό δεν ένιωθα τον άνθρωπο. Ήταν σαν να κουβαλούσα τα νεκρά όνειρα ενός λαού. Το ξάφνιασμα κράτησε όσο κράτησε ο ήχος της ομοβροντίας. Κινιόμουνα μαζί μ’ όλο τον κόσμο. Έκανα ό,τι κάνουν όλοι. Όμως μετά την παγωμάρα της πρώτης στιγμής ο κόσμος φώναζε και καταριόταν. Εγώ δεν μπορούσα ν’ ανοίξω το στόμα μου. Έβλεπα τους νεκρούς και τους τραυματισμένους μπροστά μου, τους άγγιζα, βοηθούσα, αλλά όλα γίνονταν σαν να μην είχα επίγνωση του τι γινόταν γύρω μου. Όλα γίνονταν μηχανικά, το κορμί μου και το μυαλό μου είχαν μουδιάσει και μόνο μια σκέψη, μια εικόνα είχε ακινητοποιηθεί μπροστά μου. Προδοσία!Μετά τη Βάρκιζα, οι ΕΑΜίτες καλλιτέχνες γυρίζουν στην Αθήνα. Με «διευθυντή» τον Αντρέα Μαρουλίδη, δημιουργείται ένα θίασος εξαιρετικών ΕΑΜιτών ηθοποιών: Αιμ. Βεάκης, Α. Γιαννίδης, Θ. Κουρή, Θ. Μορίδης, Δ. Σταρένιος, Γ. Δήμος, Ν. Κεδράκας, Αλ. Δαμιανός, Ν. Βασταρδής, Τ. Βανδής, Μ. Μυράτ, Αλ. Παΐζη, Ασπ. Παπαθανασίου. Σκηνοθέτης ο Γιαννούλης Σαραντίδης. Σκηνογράφος ο Γιώργος Βακαλό. Ο θίασος ανεβάζει κλασικό και σύγχρονο ρεπερτόριο. Σε μια παράσταση του σαιξπηρικού «Ιουλίου Καίσαρα», στο θέατρο εισβάλλουν 100 Χίτες. Κοινό και ηθοποιοί δίνουν κανονική μάχη. Οι ηθοποιοί, με τα κοντάρια και τα σπαθιά της παράστασης. Τραυματίζονται ο Βεάκης, ο Γιαννίδης και η Μ. Μυράτ.

Αρχές του 1945, δημιουργείται ο ΕΑΜικός θίασος «Ενωμένοι Καλλιτέχνες». Λειτουργεί μέχρι το 1946. Οι Σταρένιος – Βανδής – Παΐζη κάνουν δικό τους θίασο. Ο Βανδής και η Παΐζη είναι ζευγάρι από το 1945. Το 1947 ο Βανδής καλείται στο στρατό σαν έφεδρος και η Παΐζη εξορίζεται. Μετά την επιστροφή της από την εξορία (γύρω στο 1950) παντρεύονται, αλλά το 1956 χωρίζουν.

Ο Τίτος Βανδής θυμάται μια περιοδεία με το θίασο της κ. Κατερίνας την περίοδο 1946-47

Δε θυμάμαι την τιμή του εισιτηρίου εκείνης της εποχής, αλλά ξέρω ότι με τα λεφτά που έπαιρνα μπορούσα να πληρώσω δυο μερίδες λαδερά, όσπρια ή μακαρόνια. Τα όσπρια με ψωμί και κρεμμύδι ήταν τα πιο χορταστικά κι αυτά έτρωγα κάθε μέρα. Πολλές φορές κολάτσιζα με ελιές και σκόρδο που τραβάει ψωμί. Κι αυτό το κάναν κι άλλοι συνάδελφοι κι έτσι η Κατερίνα που μισούσε το σκόρδο μαρτυρούσε, αλλά αντί να μας νοιάζει μάλλον το διασκεδάζαμε. Αυτή έτρωγε κάθε μέρα τη μπριζόλα της. Ας μας έδινε και μας καμιά δεκάρα. Χρόνια θησαύριζε από τη δουλειά μας και αποταμίευε.
Κάποτε νευρίασε τόσο πολύ που ξέσπασε και σχεδόν με λυγμούς από την αγανάχτησή της μας φώναξε:
-Οι άνθρωποι δεν έρχονται στο θέατρο όχι γιατί φοβούνται το Στρατιωτικό Νόμο, αλλά γιατί δεν αντέχουν το σκόρδο σας.
Όμως και πάλι δεν μας έδωσε δεκάρα. Το μόνο που μας πλήρωσε -και τα κράτησε βέβαια αργότερα- ήταν το ξενοδοχείο γιατί έπρεπε να πάει στις επόμενες πόλεις όπου είχε υπογράψει συμβόλαια με τους θεατρώνες.

«Ξέρω ότι αιώνες υπέφερε ο κόσμος και ξέρω ότι αιώνες μπορεί να υποφέρει ακόμη, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να πούμε δε βαριέσαι. Μπορεί να είναι ασήμαντο, αν και τίποτε δεν είναι ασήμαντο. Αν ο καθένας έκανε από λίγο, θα γινόταν πολύ».

Ο Τίτος Βανδής έκανε την παρθενική του εμφάνιση στον κινηματογράφο το 1953, παίζοντας στην ταινία «Το Κλειδί της Ευτυχίας», αλλά η αναγνωρισιμότητα ήρθε με τη συμμετοχή του στο έργο του Ζιλ Ντασέν «Ποτέ την Κυριακή» (1960) με τη Μελίνα Μερκούρη. Το 1962 τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, για το ρόλο του στην ελληνογαλλική παραγωγή «Πολιορκία» του Κλοντ Μπερνάρ Ομπέρ. Τα επόμενα χρόνια έπαιξε σε αρκετές ταινίες, συνεργάστηκε με το Μίκη Θεοδωράκη, ενώ ίδρυσε από κοινού με το Γιώργο Θεοδοσιάδη τη Δραματική Σχολή Αθηνών, όπου και δίδαξε.

Θα χρειαζόταν πολύς χώρος για να αναφερθούν οι απόψεις του για τους θιασάρχες, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, με τους οποίους συνεργάστηκε, οι θίασοι στους οποίους έπαιξε – μεταξύ των θιάσων ήταν και το «Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο» του Μάνου Κατράκη – και οι ρόλοι του στη δεκαετία του ’50 και μέχρι την περίοδο 1963-1964, που παίζει τον «Ερρίκο Ογδοο» στο «Κυκλικό Θέατρο» του Λεωνίδα Τριβιζά, που έκτοτε έγιναν φίλοι. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60, διδάσκει στη Σχολή Σταυράκου και με τον σκηνοθέτη Γιώργο Θεοδοσιάδη συστήνουν τη Δραματική Σχολή Αθηνών. Το 1964 κάνει δικό του θίασο στον κινηματογράφο «Μετάλλιον», στο Παγκράτι. Θέλει μόνιμο σκηνοθέτη τον Τριβιζά. Αγαπούν κι οι δυο τον Μπρεχτ. Ο Βανδής μεταφράζει τους μπρεχτικούς «Στρογγυλοκέφαλους και μυτεροκέφαλους». Δε βρίσκουν κατάλληλους πρωταγωνιστές για το μπρεχτικό έργο και ανεβάζουν τον «Ομηρο» του προοδευτικού Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη.

Το 1960, όταν πήγε στις Κάννες για την προβολή της ταινίας του Ζυλ Ντασσέν «Ποτέ την Κυριακή» (ήταν συμπρωταγωνιστής της Μελίνας στην ταινία αυτή, όπως και στο «Τοπ Καπί», επίσης του Ντασσέν), γνώρισε έναν Αμερικάνο ατζέντη. Αυτός ο ατζέντης, Μάη του 1965, του ζήτησε τηλεφωνικά να «πεταχτεί» στο Παρίσι για μια πρόταση του Αμερικανού παραγωγού Λέρνερ να παίξει στο «On a clear day yoy can see for ever», στο θέατρο «Mark Hellinger», το δεύτερο μεγαλύτερο του Μπροντγουαίη, με «χίλια δολάρια τη βδομάδα». Ελπίζοντας να ξελασπώσει από τα θιασαρχικά του χρέη, ο Βανδής πάει στο Παρίσι και την άλλη μέρα στη Ν. Υόρκη, για ακρόαση από το επιτελείο του παραγωγού. Αγγλικά δεν ήξερε. Εκανε αγώνα για να τα μάθει το ταχύτερο. Αύγουστο του ’65 άρχισε πρόβες. Η επιτυχία του σ’ αυτήν την παράσταση και σε άλλες, σε πολλές ταινίες και σίριαλ, τον έκανε να παραμείνει και να δουλέψει στις ΗΠΑ, περίπου, 26 χρόνια. Να συνεργαστεί ακόμα και με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες (λ.χ., με τον Λόρενς Ολίβιε), να ερωτευτεί, να παντρευτεί και ξαναπαντρευτεί.

Εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη και κατάφερε σε σχετικά μικρό χρονικό διάστημα να κάνει καριέρα στο Μπρόντγουεϊ, στο σινεμά και στην τηλεόραση, παρά το γεγονός ότι δεν ήξερε να μιλάει αγγλικά.

«Ήξερα άπταιστα γαλλικά. Ήταν η πρώτη μου γλώσσα. Δεν ήξερα αγγλικά. Καθόλου. Το bam, που προφερόταν μπαμ, εγώ το έλεγα μπουμ. Γελάγανε όλοι. Είχα άνθρωπο που με βοηθούσε να μαθαίνω τα λόγια μου», θυμόταν ο σπουδαίος ηθοποιός.

Έπαιξε στο Μπρόντγουεϊ (και με τη Μελίνα Μερκούρη στη διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή») όμως έγινε ευρύτερα γνωστός από τις εμφανίσεις του σε κινηματογραφικές ταινίες («Youngs Doctors in love», «The Betsy», «Τα πάντα γύρω από το σεξ» του Γούντι Άλεν, «Εξορκιστής») και σε τηλεοπτικά σήριαλ («Χαβάη 5-0», «Κότζακ», «Επικίνδυνες Αποστολές» κ.ά.). Ασχολήθηκε, επίσης, με τις μεταφράσεις θεατρικών έργων και δίδασκε ως καθηγητής στο κολέγιο της Σάντα Μόνικα στα τέλη της δεκαετίας του ‘70.

Μια «γεύση» από τη ζωή του στις ΗΠΑ είναι και η εξής: «Παρ’ όλο το ξεσήκωμα του κόσμου στη δεκαετία του 1960 εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ, ακόμα και στη δεκαετία του 1970 πλανιόταν πάνω από τις ΗΠΑ η σκιά του Μακάρθι. Η μεγάλη ευαισθησία των Αμερικανών γενικά είναι το οικονομικό. Πάνω απ’ όλα τιμούν το δολάριο. Ο στρατηγός Morehead, στην ερώτηση “Πώς εξηγείτε το γεγονός ότι με τόσες απώλειες οι Βιετναμέζοι κρατήσαν τόσα χρόνια;”, απάντησε: “Δεν είναι παράξενο. Αλλιώς λογαριάζεται η ζωή ενός Βιετναμέζου. Αλλο Αμερικάνοι, άλλο Βιετναμέζοι”. Εννοούσε “Αλλο να σκοτώνεις ανθρώπους κι άλλο μύγες και κουνούπια. Αυτά τα σκοτώνεις και έρχονται άλλα. Ο θάνατός τους δεν έχει σημασία, ούτε για σένα, ούτε γι’ αυτά”. Στην κατηγορία της μύγας και του κουνουπιού έχουν κατατάξει οι Αμερικάνοι τους Σέρβους, τους Ιρακινούς, οποιονδήποτε αντιστέκεται», έγραφε ο Βανδής στην «Κουβέντα με τους φίλους μου».

Παρά την επιτυχία που σημείωνε στο εξωτερικό, Ο Τίτος Βανδής δεν ξεχνούσε την Ελλάδα. Αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε στην πατρίδα του. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα ερχόταν και έκανε κάποιες εμφανίσεις.

Το 1979 πραγματοποιεί μια έκτακτη εμφάνιση στην Αθήνα, με την Ελλη Λαμπέτη, στο έργο του Ντε Φίλιππο «Φιλουμένα Μαρτουράνο». Επιστρέφει στην Αμερική, απ’ όπου φεύγει οριστικά το ’83.

Στην Αθήνα επανέρχεται με το μιούζικαλ «Μάγκες και Κούκλες» («Παρκ», 1984), ακολουθούν, «Λυσσασμένη Γάτα» του Τενεσί Ουίλιαμς (Εθνικό Θέατρο), «Ρετρό» του Α. Γκάλιν, «Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα» του Ντε Φίλιππο (ΚΘΒΕ). Από το ’93 έως το ’95, ξανασυνεργάζεται με το Εθνικό Θέατρο («Χορεύοντας στη Λουνάσα» κ.ά.), στο «Βέμπο» («Αδελφοί Καραμαζόφ»).

Το 1982, ερωτεύτηκε την ηθοποιό Μπέτυ Βαλάση. Δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκαν και επέστρεψε οριστικά στην Ελλάδα. «Η Μπέτυ ήρθε στην Αμερική μαζί μου. Πήραμε όλα μας τα πράγματα, τα σκυλιά, τα αυτά, πούλησα το αυτοκίνητο, αλλά δεν γινόταν. Γυρίσαμε πίσω στην Ελλάδα».

Στις 3 Δεκεμβρίου του 1989 βρισκόταν στο Λος Αντζελες, στο διαμέρισμά του. Ο Τίτος Βανδής περίμενε να έρθει από την Ελλάδα η Δέσπω του. «Τι ωραίο όνομα!», έλεγε. Η μάνα της το άλλαξε σε Μπέτυ, κι έτσι την ξέρει ο κόσμος. Μπέτυ Βαλάση. Περίμενε εκείνη, στην οποία, σ’ ένα από τα πολλά ερωτικά σημειωματάκια του, έλεγε: «Είσαι η Μονάκριβη. Η γυναίκα που περίμενα από την ώρα που γεννήθηκα. Η μόνη γυναίκα που γνώρισα. Κι αν οι άσχετοι καγχάσουν, εσύ θα χαμογελάς ευτυχισμένα γιατί θα ξέρεις».

Στην Ελλάδα δούλεψε στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και ξαναδίδαξε σε δραματικές σχολές. Επανασυνδέθηκε με το ΚΚΕ, στο οποίο δεν έπαψε ουδέποτε να πιστεύει. Αρθρογραφούσε κάθε βδομάδα στο «Ριζοσπάστη». Ελπίδα του ήταν όσοι διαλέγουν το δρόμο του αγώνα και προπάντων η ΚΝΕ – «το νέο αίμα του ΚΚΕ». Και περηφάνια του μεγάλη ήταν ότι από τη ζωή θα φύγει κομμουνιστής, όπως ο κυρ – Κώστας, που «ο λόγος του έπεφτε σαν τη βροχή σε δέντρο που κάρπιζε αμέσως. Ο κυρ – Κώστας που ήταν πάντα μαζί μου, όπως και η γυναίκα μου η Δέσπω, και το Μπέτυ δε μ’ ενοχλεί. Ημουνα τυχερός που τη βρήκα». Την τύχη του αυτή, της την έγραφε και σε καθημερινά γραμματάκια ή στιχάκια του: «Μην κλαιν πια τα ματάκια σου/ ευρήκα τα γυαλάκια/ κι ησύχασε η καρδούλα μου/ γιατ’ είσαι η ψυχούλα μου».

Το 1983, απέσπασε το βραβείο Α’ Ανδρικού Ρόλου στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στην ταινία «Προσοχή Κίνδυνος». Δεν άφησε ποτέ την υποκριτική και συνέχιζε να παίζει στο θέατρο και την τηλεόραση μέχρι και το 2000. Τελευταία του συμμετοχή ήταν στην τηλεοπτική σειρά της κρατικής τηλεόρασης «Παππούδες Εν Δράσει». Ο Τίτος Βανδής, που έφυγε από τη ζωή το 2003 σε ηλικία 86 ετών, έγραψε ένα και μοναδικό βιβλίο, το οποίο έχει εξομολογητικό χαρακτήρα το «Κουβέντα με τους φίλους μου».

«Πάντα θα υπάρχουν πολλοί που θα μείνουν με τα μάτια ανοιχτά και με το όνειρο να φτιάξουν έναν καινούριο και δίκαιο κόσμο. Κι αυτοί θα τον αλλάξουν σίγουρα τον κόσμο. Είναι μακρύς ο δρόμος, όμως υπάρχει όαση στο τέλος. Γιατί αυτός ο λαός που έχει τόσους μεγάλους και μικρούς λόγους να ενωθεί και να αντισταθεί στην εκμετάλλευση και την κοροϊδία, δεν το έχει κάνει ακόμα, είναι απορίας άξιο. Ας ελπίσουμε ότι κάποια μέρα θα το κάνουν. Όλοι μαζί».

Φιλμογραφία

Το κλειδί της ευτυχίας (1953)
Γυναίκες δίχως άντρες (1954)
Το παιδί του δρόμου (1957)
Μηδέν πέντε (1958)
Οι παράνομοι (1958)
Αστέρω (1959)
Ποτέ την Κυριακή (1960)
Έγκλημα στα παρασκήνια (1960)
Αγνές ψυχές (1960)
Πόθοι στα στάχυα (1960)
Το ποτάμι (1960)
Το ραντεβού της Κυριακής (1960)
Η κατάρα της μάνας (1961)
Συνέβη στην Αθήνα (1962)
Πολιορκία (1963)
Τοπκαπί (1964)
Απαγωγή (1964)
Η Κύπρος στις φλόγες (1964)
Ο τελευταίος πειρασμός (1964)
Όχι κύριε Τζόνσον (1965)
What’s So Bad About Feeling Good? (1968)
Stiletto (1969)
Everything You Always Wanted to Know About Sex , But Were Afraid to Ask (1972)
The Exorcist (1973)
Harrad Summer (1974)
Newman’s Law (1974)
Zandy’s Bride (1974)
Once Upon a Scoundrel (1974)
Black Samson (1974)
Smile (1975)
Alex & the Gypsy (1976)
Gus (1976)
Oh, God! (1977)
The Other Side of Midnight (1977)
A Piece of the Action (1977)
The Betsy (1978)
Ο φαλακρός μαθητής (1979)
A Perfect Couple (1979)
National Lampoon’s Movie Madness (1982)
Προσοχή, κίνδυνος! (1983)
Τα χρόνια της θύελλας (1984)
Young Doctors in Love (1984)
Το αθώο σώμα (1997)
Merry Kitschmas (2000)

Τηλεοπτικές Εμφανίσεις

Mission: Impossible (Επικίνδυνες Αποστολές, 1969)
Hawaii Five-O (Χαβάη 5-0, 1969)
Ironside (Σιδερένιος Άνθρωπος, 1972)
M*A*S*H (1974)
Kojak (1975)
Charlie’s Angels ( Οι Άγγελοι του Τσάρλι,1979)
Barney Miller (1975-1981)
Hart to Hart(1981)
Love Boat ( «Το Πλοίο της Αγάπης», 1983)
The First Olympics: Athens 1896 (1984)
Night Court (1984)
Ξενοδοχείο Αμόρε (1990, Mega)
Στη σκιά του χρήματος (1990, ΑΝΤ1)
Το τραστ (1990, ΑΝΤ1)
Παράλληλοι δρόμοι (1992, Mega)
Χάι Ροκ (1992, Mega)
Τμήμα ηθών (1993, ΑΝΤ1)
Οι αγνοημένοι (1994, ΑΝΤ1)
Τμήμα ηθών (1994, ΑΝΤ1)
Σκορπιός (1995, Mega)
Δρόμοι της πόλης (1995, ΑΝΤ1)
Βίος ανθόσπαρτος (1998, Mega)
Παππούδες εν δράσει (2000, ΕΤ1)

Εμφανίσεις στο Εθνικό Θέατρο

Ιούδας (1934) | Αχιά
Ιβάν ο τρομερός (1935) | Β’ Αστυνομικός | Εκατόνταρχος
Ηλέκτρα (1936) | Πυλάδης
Ρωμαίος και Ιουλιέτα (1936) | Γρηγόρης
Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες (1937) | Ένας γέρος κτηματίας
Ηλέκτρα (1937) | Πυλάδης
Λυσσασμένη γάτα (1984) | Παππούς
Χορεύοντας στη Λουνάσα (1994) | Τζακ

Εκτός του κυρ – Κώστα του τσαγκάρη και της Μπέτυς, όπως εξομολογείται στο βιβλίο του, «ο τρίτος της παρέας είναι ο εαυτός μου, που μου φέρνει εμπόδια, με εκθέτει, με προκαλεί, με ρωτάει: “Αφού έγραψες ένα βιβλίο για να τα πεις όλα, γιατί δεν τα είπες;”. Τι να κάνω, να τον συγχωρέσω, να τον σκοτώσω, ή να τον αγαπήσω; Θα κάνω μια ευχή. Να καταργηθεί το ρητό “Η σιωπή είναι χρυσός”. Γιατί η σιωπή είναι ντροπή. Και να φωνάζουμε όλοι μαζί για το Δίκιο. Για τη Λευτεριά. Για τον Ανθρωπο».

Αυτή ήταν η τελευταία «κουβέντα» του Τίτου Βανδή. Δεν την ξεχνούμε…

Google+ Linkedin