Σάκο και Βαντσέτι, 90 χρόνια μετά την ηλεκτρική καρέκλα των ΗΠΑ …

Σάκο και Βαντσέτι, 90 χρόνια μετά την ηλεκτρική καρέκλα των ΗΠΑ …

 «Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας – ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά – είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μάς ανήκει – η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…».

Μπαρτολομέο Βαντσέτι

«Δολοφόνοι» με τα «πειστήρια» της καταγωγής και της ριζοσπαστικής ιδεολογίας τους για το δικαστικό σύστημα στις Ηνωμένες Πολιτείες της δεκαετίας του 1920, μάρτυρες και σύμβολα για τους χιλιάδες πολίτες και διανοούμενους ανά τον κόσμο που δεν κατάφεραν παρά το τεράστιο κύμα αλληλεγγύης να τους γλιτώσουν από την ηλεκτρική καρέκλα 90 χρόνια πριν. Όμως, για τον Νικόλα Σάκο και τον Μπαρτολομέο Βαντσέτι, τους Ιταλούς μετανάστες στη γη της επαγγελίας, «η τελευταία στιγμή τους ανήκε, αυτή η θανάσιμη αγωνία ήταν ο θρίαμβός τους».

Σαν σήμερα πριν 90 χρόνια (23 Αυγούστου 1927) δολοφονούνται στην ηλεκτρική καρέκλα από το Κράτος των ΗΠΑ και την πολιτεία της Μασαχουσέτης. Κατηγορούμενοι για μια ληστεία μετά φόνου που δεν έκαναν ποτέ,καταδικασμένοι με χαλκευμένα στοιχεία που δεν έτυχαν επανεξέτασης ούτε όταν οι πραγματικοί δράστες συνελήφθησαν για άλλη υπόθεση και ομολόγησαν.

Δικαστής των Σάκο και Βαντσέτι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Εγκον Αϊς, «δεν έβλεπε τους “κόκκινους” σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ηταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.

 Η δίκη άρχισε στις 31 Μάη του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ – έλεγε – να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό». 

Στις 14 Ιούλη του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!! 

Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα Στις 29 Οκτώβρη του 1921 ξεκίνησε μια τεράστια εκστρατεία, η οποία – πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ’ ολόκληρο τον κόσμο – στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης. Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκο και Βαντσέτι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Χάρτιγκ.  Από τον Οκτώβρη, όμως, του 1921, η διεθνής εκστρατεία για τη σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις, όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel, «η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της».

Στη Γαλλία από το Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτώβρη του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε το γαλλικό κράτος να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες. 

Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ’ όλη τη διάρκεια που ο Σάκο και ο Βαντσέτι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ενωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Απω Ανατολή, στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτοί. «Ενας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς -, ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθι Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σο και ο Τζον Γκλασγουόρθι, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ’ αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατόλ Φρανς, ο Ρομέν Ρολάν, ο Αλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι. 

Από δικαστικής απόψεως, η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα. Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή, όμως, ήρθε το φθινόπωρο του 1925, όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπρέιντρι κι ότι ο Σάκο και ο Βαντσέτι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτήν. 

Εντούτοις το αμερικανικό καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 έως τον Αύγουστο του 1927, έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά. Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε – για να απορριφθεί – σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Γενάρη έως τις 5 Απρίλη του 1927. 

Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή: Ο Νικόλα Σάκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέτι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε – γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς – έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση, διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση. Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη». 

Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η μέρα του μήνα, Ο Σάκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα, τον ακολούθησε και ο Βαντσέτι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικάνικη κυβέρνηση προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Έβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός, για να δείξει ότι γι’ αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε… 

Ο Βαντσέτι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του. «Αν και περιγράφεται – γράφει ο Εγκον Αϊς – συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός “φιλόσοφος του καφενείου”».  Στην πραγματικότητα, ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας. Μέσα από την ίδια του την πείρα είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Ως εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, ως ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, ως χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, ως σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, ως πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες – έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής – πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί… Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή στο λατομείο».

Ο Σάκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Ήταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δέντρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέτι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια. Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. 

Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιο του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκο γράφει : 

«Γιε μου, να θυμάσαι: μην τα κρατάς όλα για εσένα. 

Πάντοτε να κάνεις ένα βήμα πίσω, ένα βήμα μόνο, για να βοηθάς τους πιο αδύναμους, να στέκονται πλάι σου. 

Οι πιο αδύναμοι που φωνάζουν για βοήθεια, οι ταπεινωμένοι, τα θύματα, αυτοί είναι οι φίλοι σου. 

Οι φίλοι σου και οι φίλοι μου, οι σύντροφοί μας που αγωνίζονται. 

Ναι, και καμιά φορά πέφτουν. Πέφτουν, όπως ο πατέρας σου και ο σύντροφός του ο Μπαρτολομέο έπεσαν.

Αγωνίστηκαν και έπεσαν χτες για την κατάκτηση της χαράς. 

Για την ελευθερία όλων.

Στον αγώνα για ζωή γιε μου, εκεί θα νιώσεις την αγάπη. Και στον αγώνα θα αγαπηθείς»

Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκο και Βαντσέτι, την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλη του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης, εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών, κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκο και Βαντσέτι κατεδικάσθησαν και εκτελέστηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη, να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, τη ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους – «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκο και Μπαρτολομέο Βαντσέτι»

Η Αμερική μπορεί να αργεί, αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε, όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη, παρά μόνον η ίδια…

Google+ Linkedin