Οι αντιφασιστικές δίκες που δεν άλλαξαν τον κόσμο
Οι μεγαλύτερες αντιφασιστικές δίκες της Ιστορίας μάς θυμίζουν ότι ο φασισμός μπορεί να ηττηθεί, αλλά και ότι οι φασίστες μπορούν να επιστρέψουν ανά πάσα στιγμή από το εδώλιο του κατηγορουμένου σε θέσεις εξουσίας.
Ποια ήταν η πρώτη μεγάλη αντιφασιστική δίκη της Ιστορίας και πώς τιμωρήθηκαν οι ένοχοι; Αν δώσουμε αυτόν τον τίτλο στη δίκη του Χίτλερ για το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπιραρίας» του 1923, με το οποίο προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία στο Μόναχο, είναι βέβαιο ότι οι δικαστές δεν έθεσαν και το καλύτερο δικαστικό προηγούμενο.
Στην πλειονότητά της, η έδρα αποτελούνταν από φανατικούς ναζιστές, που ζητούσαν την απαλλαγή του κατηγορουμένου. Τον τελικό λόγο βέβαια είχε ο πρόεδρος του δικαστηρίου, Γκέοργκ Νάιτχαρντ, ο οποίος καταδίκασε τον Χίτλερ και τους συνεργάτες του σε πέντε χρόνια φυλάκιση.
Ο αρχηγός του ναζιστικού κόμματος, όμως, οδηγήθηκε σε ένα κελί πολυτελείας, όπου δεχόταν καθημερινές επισκέψεις ενώ τελικά απελευθερώθηκε ύστερα από μόλις οκτώ μήνες. Η οικονομική ελίτ της Βαυαρίας είχε ήδη αποφασίσει να εναποθέσει τις τελευταίες της ελπίδες για τη διάσωσή της (και τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος της εποχής) στον ναζισμό. Ο Χίτλερ, λοιπόν, έπρεπε να ελευθερωθεί για να σχεδιάσει την άνοδό του προς την εξουσία.
Αν και η δίκη για το «πραξικόπημα της μπιραρίας» δεν μπορεί να συγκριθεί σε μέγεθος και κύρος με τις μετέπειτα δίκες της Νυρεμβέργης και του Τόκιο, όπου δικάστηκαν οι μεγαλύτεροι εγκληματίες πολέμου του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, μας προφέρει ένα πολύτιμο δίδαγμα: πως όσοι εναπόθεσαν τις ελπίδες τους μόνο στην αστική Δικαιοσύνη είδαν πολύ σύντομα τους πραγματικούς υπαίτιους του φασισμού να κυκλοφορούν και πάλι ανάμεσά τους.
Στην περίπτωση της ναζιστικής Γερμανίας, παραδείγματος χάριν, βιομήχανοι όπως ο Αλφρεντ Κρουπ αλλά και στελέχη της IG Farben, που είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στην άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και στήριξαν έμπρακτα τα πιο φρικτά εγκλήματα του ναζισμού, καταδικάστηκαν στις λεγόμενες συμπληρωματικές δίκες της Νυρεμβέργης αλλά αφέθηκαν ελεύθεροι σε λιγότερο από τρία χρόνια. Την απελευθέρωσή τους εξασφάλισε ο Αμερικανός τραπεζίτης Τζον ΜακΛόι, ο οποίος υπήρξε πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, ανώτατος επίτροπος της κατεχόμενης Γερμανίας και σύμβουλος όλων των μετέπειτα προέδρων των ΗΠΑ μέχρι και τον Ρόναλντ Ρίγκαν.
Το αποτέλεσμα ήταν ακόμα χειρότερο στις περίφημες δίκες του Τόκιο, όπου καταδικάστηκαν οι Ιάπωνες εγκληματίες πολέμου. Στη διαδικασία, η οποία ξεκίνησε στις 29 Απριλίου του 1946, οι δικαστές βρέθηκαν με το ένα χέρι δεμένο στην πλάτη, καθώς τις σημαντικότερες αποφάσεις λάμβανε ο στρατηγός ΜακΑρθουρ, ανώτατος διοικητής της κατεχόμενης Ιαπωνίας. Αυτός έδωσε την εντολή να μην οδηγηθεί στο δικαστήριο ο αυτοκράτορας Χιροχίτο, ο οποίος συντόνιζε την ιαπωνική επιθετικότητα πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου.
Ασυλία όμως πρόσφερε ακόμα και στον λεγόμενο «Μένγκελε της Ιαπωνίας», Σίρο Ισι, επικεφαλής της διαβόητης Μονάδας 731, που πραγματοποιούσε πειράματα βιολογικών όπλων σε αιχμαλώτους αλλά ακόμη και σε ολόκληρα χωριά της κατεχόμενης Κίνας. Παρά το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ δίκασε και καταδίκασε όσα μέλη της ομάδας του Ισι μπόρεσε να συλλάβει, ο στρατηγός ΜακΑρθουρ τον απελευθέρωσε προκειμένου να πάρουν οι ΗΠΑ την τεχνογνωσία των βιολογικών όπλων. Υπολογίζεται ότι από το σύνολο των δραστηριοτήτων της Μονάδας 731 βρήκαν φρικτό θάνατο σχεδόν μισό εκατομμύριο άνθρωποι.
Ακόμα όμως και οι μεγάλοι εγκληματίες πολέμου, που έφτασαν στο εδώλιο των δικαστηρίων του Τόκιο, απελευθερώθηκαν το αργότερο μέχρι το 1958 για να υπηρετήσουν τις αμερικανικές και τις ιαπωνικές ελίτ στη μάχη απέναντι στον κομμουνισμό, εντός και εκτός της Ιαπωνίας. Χαρακτηριστικότερο, όπως έχουμε ξαναγράψει, ήταν το παράδειγμα του Νομπουσούκε Κίσι, παππού του πρώην πρωθυπουργού Σίνζο Αμπε, ο οποίος πέρασε σχεδόν απευθείας από το κελί της φυλακής στη θέση του πρωθυπουργού της Ιαπωνίας.
H ιστορία των μεγάλων αντιφασιστικών δικών μάς θυμίζει ότι σε τελική ανάλυση το ποιοι θα ζήσουν και ποιοι θα εκτελεστούν, ποιοι θα παραμείνουν στη φυλακή και ποιοι θα επιστρέψουν σε θέσεις ισχύος ήταν μια απόφαση την οποία λάμβανε το εκάστοτε οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο των χωρών που κέρδιζαν τον πόλεμο και όχι η ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Η σημασία των αντιφασιστικών δικών παραμένει φυσικά τεράστια, αφού έθεσαν τις βάσεις για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται το σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Παράλληλα, αποτελούν μια διαρκή υπενθύμιση ότι ο φασισμός δεν είναι άτρωτος.
Οι πραγματικές μάχες όμως, που οδήγησαν στις μεγάλες αντιφασιστικές νίκες, δίνονταν πάντα στα χαρακώματα ή στα οδοφράγματα.