Μπούτας σημαίνει αγώνας…
Αγωνιστής μέχρι το τέλος!
Αλλά και στην πολύχρονη διαδρομή του μέσα στο αγροτικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό του Μπούτα ότι θα μπορούσε να παραδοθεί αμαχητί. Αυτό το ξέρουν πολύ καλά οι συνάδελφοι και συμμαχητές του. Κι όταν στα μπλόκα έρχονταν στιγμές που τα πράγματα δυσκόλευαν πολύ, τον κοιτούσαν στα μάτια, έπαιρναν κουράγιο από το βλέμμα του και ρίχνονταν ακόμα πιο αποφασιστικά στη μάχη.
Και όταν στις συναντήσεις στα υπουργεία οι εκπρόσωποι των εκάστοτε κυβερνήσεων επιχειρούσαν να τα «μπουρδουκλώσουν», για να ξεγελάσουν και να εξαπατήσουν τον αγροτικό κόσμο, ήξεραν πως όσο ήταν εκεί ο Μπούτας αυτό δεν θα περνούσε.
Αγώνας πάντα και παντού, για το δίκιο του αδικημένου, για τα δικαιώματα του κατατρεγμένου, για τα όνειρα του φτωχού. Για το λαό.
Αγώνας για το σήμερα και το αύριο. Από το να πάρει ο αγρότης μια δραχμή παραπάνω για το στάρι που πούλησε στον έμπορο, μέχρι το να συνειδητοποιήσει ο ξωμάχος της υπαίθρου πως η θέση του είναι δίπλα στον εργάτη, σε κοινό αγωνιστικό μετερίζι για την κοινωνική αλλαγή, τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική κοινωνία.
Αγώνας συνεχής, επίμονος, υπομονετικός.
Ο ίδιος έδινε πρώτος το προσωπικό παράδειγμα. Στη διάρκεια των προετοιμασιών μιας κινητοποίησης, βρισκόταν κάθε μέρα σε κάποιο χωριό, μιλώντας στα καφενεία με τους απλούς ανθρώπους, στη δική τους, τη χωριάτικη γλώσσα, απλά και κατανοητά, χωρίς φιοριτούρες και περικοκλάδες, δίχως προκλητικές ισχυρογνωμοσύνες και αχρείαστους εγωισμούς. Σαν ξεκινούσε η κινητοποίηση, ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή, ηγείτο, χωρίς όμως να θέλει να ξεχωρίζει. Πάντα ένα με τους συναγωνιστές του.
Κι όταν, πολλές φορές, η μικρή συμμετοχή στην αρχή μιας κινητοποίησης, η προσωπική κούραση κάποιων, ή η απογοήτευση επηρέαζαν ακόμα και πεπειραμένους αγωνιστές, ήταν η δική του παρέμβαση που άλλαζε το κλίμα.
Στον Μπούτα καθρεφτίζονταν η πλατιά αναγνώριση, η εκτίμηση και η εμπιστοσύνη όλων των αγροτών στο πρόσωπο του κομμουνιστή που γίνεται ηγέτης στο χώρο του. Ανεξαρτήτως, μάλιστα, πολιτικών πεποιθήσεων και κομματικών προτιμήσεων του καθενός. Ολοι αναγνώριζαν τις ιδιαίτερες ηγετικές του ικανότητες, τις οποίες άλλωστε είχε επιδείξει και αποδείξει πάμπολλες φορές στη διάρκεια των αγώνων.
Οταν, εκείνες τις μακρές νύχτες στις σκηνές των μπλόκων, αντάλλασσαν μαζί του σκέψεις, ανησυχίες και ελπίδες, ένιωθαν ότι έχουν να κάνουν με έναν 100% έμπιστο άνθρωπο. Που δεν θα τους έλεγε ποτέ ψέματα, που δεν θα έκανε τίποτα για προσωπικό του όφελος, που δεν επρόκειτο ποτέ να τους ξεγελάσει, να τους προδώσει.
Γνώριζαν όλοι πολύ καλά ότι ο Μπούτας ήταν στέλεχος του ΚΚΕ, ένας ακλόνητος, αταλάντευτος κομμουνιστής. Δεν θα έκανε ποτέ και χάριν ουδενός εκπτώσεις στην κομμουνιστική ιδεολογία του. Δεν θα παζάρευε ποτέ τα κομμουνιστικά ιδανικά του. Δεν θα έκανε ρούπι πίσω από την πολιτική του ΚΚΕ για το αγροτικό κίνημα, το παρόν και το μέλλον της αγροτιάς. Αυτό ήταν καθαρό και αδιαπραγμάτευτο εξαρχής.
Από τότε, τη δεκαετία του ’90, που συμμετείχε στη θρυλική Πανθεσσαλική Συντονιστική Επιτροπή (ΠΑΣΕ), μαζί με άλλα τέσσερα στελέχη του ΚΚΕ, τους αείμνηστους Γιάννη Πατάκη και Μήτσο Πολύζο, όπως και τους Σπύρο Τσιοτινό και Γιώργο Νταφούλη.
Ηταν αυτή ακριβώς η κομμουνιστική συνέπεια που τον έκανε ακόμα πιο αγαπητό, όχι μόνο σε όσους αναγνωρίζουν και εκτιμούν την πολιτική του ΚΚΕ και τη μεγάλη συμβολή του στους αγώνες, αλλά ακόμα και σε πολλούς διακηρυγμένους πολιτικούς αντιπάλους του. Αυτή η ιδιότητά του εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από το λαό της περιοχής του και όταν αναδείχθηκε πρόεδρος Κοινότητας στη γενέτειρά του, τη Μητρόπολη, και υποψήφιος νομάρχης Καρδίτσας και περιφερειάρχης Θεσσαλίας, και όταν εξελέγη βουλευτής του Κόμματος στην Καρδίτσα.