Κατερίνα Γώγου: “Ο Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων”

Κατερίνα Γώγου: “Ο Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων”

«Ντούκου ντούκου η γραφομηχανή, φαίνεται εμπνέει το ντούκου ντούκου», την πείραζε ο Νικόλας Άσιμος. Κι ας ήξερε πως κι η Κατερίνα «Κροκανθρώπους» αναζητούσε. Αλλά κι εκείνη τον προειδοποιούσε: «Ξέρω πως ποτέ δε σημαδεύουνε στα πόδια. Στο μυαλό είν` ο στόχος, το νου σου, ε;». «Πρέζες υπάρχουν πολλές, αλλά η ηρωίνη σκοτώνει», της τραγουδούσε ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Κατερίνα έδειχνε να συμφωνεί: «Μιλάω για την ηρωίνη γιατί αποδεκάτισε τα παιδιά»… Η Κατερίνα Γώγου γεννήθηκε στην Αθήνα της Κατοχής την 1η Ιούνη του 1940 και στις 3 Οκτώβρη του 1993 αποφασίζει να τερματίσει τη ζωή της, λαμβάνοντας υπερβολική δόση χαπιών και αλκοόλ. Άνθρωπος ασυμβίβαστος, μέσα από τους οργισμένους στίχους της καταδίκαζε τον πόνο και την αθλιότητα γύρω της.

Η Κατερίνα Γώγου, ποιήτρια του αναρχικού χώρου, ξεκίνησε από μικρή ηλικία την καριέρα της στην ηθοποιία για να στραφεί μεγαλύτερη στον χώρο της ποίησης. Στον χώρο της ηθοποιίας έμεινε γνωστή σε ρόλους αντισυμβατικού αγοροκόριτσου που εξέφραζαν την τότε κοινωνική απόρριψη του νεανικού “τεντιμποϊσμού”, ρόλοι βαθιά αντίθετοι τόσο προς τη δική της ψυχοσύνθεση, όσο και προς την ίδια την επαφή της με τον χώρο της αριστεράς. Η εικόνα της για τους δευτερεύοντες αυτούς ρόλους παρέμεινε για αυτήν θέαμα τραγικό και αστείο ταυτόχρονα. Με την μετέπειτα αναγνώρισή της στον χώρο του κινηματογράφου, η Κατερίνα Γώγου πρωταγωνίστησε σε ρόλους περισσότερο κοντινούς της δικής της ιδιοσυγκρασίας. Βραβεύτηκε με το βραβείο Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία, Το βαρύ πεπόνι, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το 1977.

Ως ποιήτρια, η Κατερίνα Γώγου απέρριψε τις νόρμες του ρεαλισμού αλλά και του λυρισμού. Η ποίησή της είναι συνειρμική, με έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, άγρια και ανεπιτήδευτη γλώσσα, ενώ χαρακτηριστική είναι η αίσθηση του πεσιμιστικού και του ανέφικτου.

«Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ είναι μη γίνω “ποιητής” Μην κλειστό στο δωμάτιο ν’ αγναντεύω τη θάλασσα κι απολησμονήσω. Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις. Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε για να με χρησιμοποιήσει. Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα για να κοιμίζω τους δικούς μου. Μη μάθω μέτρο και τεχνική και κλειστώ μέσα σε αυτά για να με τραγουδήσουν» έγραφε.

Περνώντας από το χώρο της τροτσκιστικής αριστεράς και της αναρχίας, η Κατερίνα Γώγου προβληματίστηκε έντονα για τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της εποχής της. Της στάθηκε όμως αδύνατο να δώσει την μαχητική ταξική απάντηση που τα ζωτικά αυτά ζητήματα απαιτούσαν. Ο αντίκτυπος του γεγονότος αυτού γίνεται έντονα αισθητός στην ποίησή της. Η πρώτη της ποιητική συλλογή εκδόθηκε με τίτλο Τρία κλικ αριστερά.

Η Κατερίνα Γώγου δεν είναι μια “εύκολη” ποιήτρια, ούτε μια φλογερή επαναστάτρια, υπήρξε ένας βαθιά ευαίσθητος και αμείλικτα ειλικρινής άνθρωπος. Ο πρώην υπουργός Τηλέμαχος Χυτήρης έχει αποκαλέσει την Κατερίνα Γώγου «Μαγιακόφσκι της Πλατείας Εξαρχείων».

Σύχναζε στα Εξάρχεια και τασσόταν υπέρ του αντιεξουσιαστικού χώρου με κάθε τρόπο διαμαρτυρίας. Συνελήφθη πολλές φορές, ανακρίθηκε και εξευτελίστηκε. Στις 18/03/1991, έγραψε ένα γράμμα στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» με τον τίτλο «Ξεχάσατε τον Πετρόπουλο», στο οποίο εξέφραζε την αλληλεγγύη της προς τον αναρχικό Κυριάκο Μαζοκόπο και τον ποιητή Γιάννη Πετρόπουλο που βρίσκονταν στη φυλακή.

Όταν η 17Ν σκότωσε στο Παγκράτι δύο αστυνομικούς, η Γώγου δέχτηκε τα μεσάνυχτα την επίσκεψη δύο αστυνομικών, που έσπασαν την πόρτα του σπιτιού της και την πήραν μαζί τους σαν ύποπτη. Ένας αυτόπτης μάρτυρας είχε καταθέσει ότι είδε μια γυναίκα να φεύγει τρέχοντας από τον τόπο του εγκλήματος και η αστυνομία κατέληξε σε κείνη, χωρίς να έχει αποδείξεις ή να μπορέσει εκ των υστέρων να επιβεβαιώσει οποιεσδήποτε υποψίες. Οι σχέσεις της με τις αστυνομικές αρχές ουδέποτε υπήρξε καλή, το 1986 είχε κάνει μάλιστα και μήνυση στον υπουργό Δημόσιας Τάξης επειδή κατά τη διάρκεια μιας διαδήλωσης χτυπήθηκε από αστυνομικούς. «Από τη στιγμή που δεν μας αφήνουν να φτιάξουμε τη ζωή, θα χαλάσουμε αυτό που υπάρχει και θα βγει το καινούργιο μετά» δήλωνε η ίδια.

Η ζωή της Κατερίνας φαίνεται να ανταποκρίνεται σ’ αυτό που ο συγγραφέας Αλέξης Πάρνης υποστηρίζει με την πλούσια εμπειρία των 95 χρόνων του. Ότι πολλοί άνθρωποι ζουν περισσότερες από μία ζωές. Δεν λείπει ο εσωτερικός σύνδεσμος, αλλά μπορεί η ζωή να έχει μια νέα αφετηρία, ή πολλές, και να είναι διαφορετική από την προηγούμενη. Κι αυτό αφορά και τον χαρακτήρα και τις επιλογές του ανθρώπου. Η Κατερίνα αλλιώς ξεκίνησε μέσα στην Κατοχή και τον παρατεταμένο πόλεμο, αλλιώς έκανε καριέρα στο σινεμά και το θέατρο και μάλλον ακόμα πιο αλλιώς διάβηκε από τη στιγμή που επέλεξε την κατά μέτωπο σύγκρουση με ό,τι μέχρι τότε ήταν ο συμβατικός της περίγυρος.

Αμφισβήτηση, σύγκρουση, τριβή, κατήφορο, ανήφορο και πάλι κατήφορο, χωρίς στέντικαμ, με όρους σινεμά, δηλαδή χωρίς σταθεροποιητή, μόνη απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, εσωτερικές και εξωτερικές. Και μονοδιάστατη ίσως. Αυτή, όμως, η ζωή, η δύσβατη, η αντιφατική, η τελευταία, ήταν και η πιο δική της, η πιο δημιουργική της. Με τα ποιήματα έτεινε να βρει αυτό που έψαχνε κατά βάθος. Κι αυτό, το ένιωσαν, το αγάπησαν και το πόνεσαν πολλοί περισσότεροι απ’ όσους η Κατερίνα θα μπορούσε να είχε φανταστεί. Κι όταν οι δυνάμεις της εξαντλήθηκαν, είχε κιόλας αφήσει ένα έργο πολύτιμο, για πάντα.

Google+ Linkedin