Η κλιματική αλλαγή απειλεί την ελιά και το κρασί
Για την ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία οι προγνώσεις είναι μάλλον δυσοίωνες: μέχρι τα τέλη του αιώνα αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά τόσο η συχνότητα όσο και η ένταση των περιόδων ξηρασίας, ειδικά δε την άνοιξη και το καλοκαίρι. Βάσει σχετικών μοντέλων η μέση ετήσια θερμοκρασία αναμένεται να αυξηθεί μεταξύ ενός και πεντέμισι βαθμών Κελσίου. Η μεγαλύτερη άνοδος της θερμοκρασίας αναμένεται να πλήξει τους καλοκαιρινούς μήνες τη νότια Ευρώπη. Όπως καταδεικνύει έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος ΕΕΑ, ήδη σήμερα οι καύσωνες, οι έντονες βροχοπτώσεις, η χαλαζόπτωση και η λειψυδρία έχουν αλλάξει σημαντικά τις συνθήκες παραγωγής σε αροτραίες καλλιέργειες. Αυτό ισχύει ειδικά για φυτά της Μεσογείου, όπως την ελιά και τα οινοστάφυλλα.
Ευκαιρία για τον ψυχρό βορρά;
Στον ευρωπαϊκό βορρά, αντίθετα, η κλιματική αλλαγή ενδέχεται να ωφελήσει την αγροτική παραγωγή. Σύμφωνα με την έκθεση της ΕΕΑ οι μεγαλύτερες περίοδοι βλάστησης σε συνάρτηση με τις μικρότερες περιόδους ψύχους θα μπορούσαν να ευνοήσουν την καλλιέργεια νέων φυτών και ειδών. Μέχρι το 2100 οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις γύρω από την Βαλτική θα μπορούσαν να διπλασιαστούν από το 32% σήμερα σε πάνω από 75%.
H κλιματική αλλαγή αποδίδει ήδη καρπούς, και δη, στην κυριολεξία. Στο κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας της βόρειας Γερμανίας η μέση θερμοκρασία έχει ανέβει τις τελευταίες δεκαετίες κατά σχεδόν δυο βαθμούς Κελσίου. Ορισμένοι αγρότες καλλιεργούν εκεί στο μεταξύ βερίκοκα και νεκταρίνια, που ως γνωστόν αγαπούν τη ζέστη. Η δε οινοπαραγωγή, η οποία επικεντρωνόταν μέχρι πρότινος στις ηλιόλουστες χώρες του νότου, όπως τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία, καταγράφει πλέον σημαντική άνθηση και στο βορρά, όπως στη Δανία, τη Μεγάλη Βρετανία ή ακόμη και στη Σουηδία.
Σκανδιναβικό και βρετανικό κρασί
Στο Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία 20 χρόνια η οινοπαραγωγή τετραπλασιάστηκε. Μόνο το 2018 οι οινοπαραγωγές περιοχές της Αγγλίας παρήγαγαν περί τα 13,2 εκατομμύρια φιάλες κρασιού. Η συντελούμενη αλλαγή του κλίματος φέρνει βέβαια την ίδια ώρα και πολλά προβλήματα. Οι συνεχείς εναλλαγές του καιρού και οι πιο υγροί καλοκαιρινοί μήνες -που αποδίδονται στην κλιματική αλλαγή- καθιστούν τους αμπελώνες πιο ευάλωτους σε αρρώστιες.
«Η κλιματική αλλαγή εγκυμονεί κινδύνους για την παγκόσμια οινοπαραγωγή, ειδικά στην Ευρώπη» εξηγεί ο Ζοζέπ Μαρία Σολέ από την «Ολοκληρωμένη Εφαρμογή Έξυπνου Κλίματος για Αμπελώνες» (VISCA), μια πρωτοβουλία της ΕΕ που έχει στόχο να συνδράμει την ευρωπαϊκή αμπελουργία στην ανάπτυξη στρατηγικών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Όπως εξηγεί ο ειδικός, μελλοντικά πολλές οινοπαραγωγές περιοχές θα πλήττονται όλο και συχνότερα από κύματα καύσωνα και ξηρασίας. Την ίδια ώρα σε ορισμένες περιοχές της Ισπανίας οι παρατεταμένες περίοδοι παγωνιάς την άνοιξη θα βλάπτουν τις κληματαριές.
Αντιμέτωποι με τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής δεν είναι όμως μόνον οι οινοπαραγωγοί, επισημαίνει ο ειδικός της ΕΕΑ Μπλαζ Κούρνικ. Οι πιο ήπιοι χειμώνες ευνοούν την εξάπλωση νέων ασθενειών και παρασίτων. Αυξανόμενα σμήνη του δάκου της ελιάς, του σημαντικότερου εχθρού των ελαιόδεντρων, για παράδειγμα, απειλούν πλέον την ευρωπαϊκή βιομηχανία ελαιολάδου, η οποία καλύπτει τα τρία τέταρτα της παγκόσμιας ζήτησης σε ελαιόλαδο.
«Στη χειρότερη περίπτωση θα μπορούσε να πληγεί κάθε χρόνο έως και το 80% των (ιταλικών) ελαιόδεντρων» εκτιμά ο Κούρνικ προσθέτοντας ότι το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι παραγωγοί στην Ισπανία. Η Ιταλία, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου στον κόσμο, είχε το 2018 μια σχεδόν καταστροφική σοδειά. Η κακοκαιρία και η παγωνιά είχαν οδηγήσει σε μείωση της παραγωγής κατά 57%, που αντιστοιχεί σε απώλειες σχεδόν ενός δις ευρώ.
Με μάνγκο και αβοκάντο οι ευρωπαίοι παραγωγοί
Μαζί με την Απουλία και την Καλαβρία η Σικελία συγκαταλέγεται σήμερα στις σημαντικότερες ελαιοπαραγωγές περιοχές της Ιταλίας. Εν τω μεταξύ πολλοί παραγωγοί καλλιεργούν πλέον όλο και περισσότερο μάνγκο, αβοκάντο και λίτσι, τα οποία ευδοκιμούν, ως γνωστόν, σε τροπικές ζώνες.
Όπως εξηγεί ο καθηγητής Αγροτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Παλέρμο Βιτόριο Φαρίνα, οι ηπιότεροι χειμώνες ευνοούν μεν την εξάπλωση της παραγωγής των εν λόγω φρούτων και πέραν των παραδοσιακών χωρών προέλευσής τους, εντούτοις η παρατεταμένη καλοκαιρινή ξηρασία και τα ακραία καιρικά φαινόμενα συνιστούν τεράστιες και συχνά ανυπέρβλητες προκλήσεις για την παραγωγή.
Διότι τα περισσότερα τροπικά φρούτα απαιτούν πολύ νερό. Γι΄ αυτό και ο ίδιος προβλέπει ότι «το πρόβλημα της λειψυδρίας στη γεωργία θα εκβιάζει όλο και περισσότερο την εισαγωγή καλλιεργειών με μικρότερες ανάγκες νερού». Ο ειδικός αναφέρει ως παράδειγμα την φραγκοσυκιά.
Και στην Ισπανία οι ειδικοί πειραματίζονται με νέα οπωροφόρα, λέει η Μαργαρίτα Ρουίζ-Ράμος από το Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης. Επισημαίνει ωστόσο ότι προτεραιότητα συνεχίζει να αποτελεί η αναζήτηση βελτιστοποιημένων ειδών εγχώριων καρποφόρων φυτών που αντέχουν στις νέες συνθήκες καλλιέργειας.
«Υπάρχουν δυνατότητες βραχυπρόθεσμης ή και μεσοπρόθεσμης προσαρμογής των παραδοσιακών καλλιεργειών αντί της πλήρους κατάργησής τους» εξηγεί η ειδικός, παραπέμποντας σε είδη ροδακινιάς που δεν εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα για να ευδοκιμήσουν. Θεωρητικά, όπως λέει, θα μπορούσε να μεταφερθεί και η παραγωγή συγκεκριμένων ειδών σε περιοχές της χώρας όπου οι κλιματολογικές συνθήκες είναι πιο κατάλληλες.