Εξήντα τρία χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Καζαντζάκη
Σαν σήμερα , 26 Οκτώβρη , συμπληρώνονται 63 χρόνια από το θάνατο ενός από τους σπουδαιότερους, σημαντικότερους και μεγαλύτερους Ελληνες λογοτέχνες του 20ού αιώνα, του Νίκου Καζαντζάκη (26/10/1957). Το έργο του, ωστόσο, όντας δύσκολο ακόμη και να ενταχθεί – όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης – στα σύγχρονά του λογοτεχνικά και ποιητικά ρεύματα, «κάθεται» επάξια στο «θρόνο» της μοναδικότητας, κερδίζοντας ταυτόχρονα τη διαχρονική του εμβέλεια και ακτινοβολία.
«Ο Καζαντζάκης ήταν όχι τόσον ένας δημιουργός ηρώων παρά, πολύ περισσότερο, ήρως ο ίδιος. Ήρωας της δουλειάς, της μάθησης, των ταξιδιών, της σκέψης και της αυτοκυριαρχίας. Θα μείνει μοναδικό παράδειγμα αδιάκοπης προσπάθειας για την κατάκτηση της κορυφής», θα γράψει ο Κώστας Βάρναλης.
Για το τι σήμαινε, αλλά και για το ποια ήταν, τελικά, αυτή η κορυφή για τον Καζαντζάκη, έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως η περιπέτεια της κατάκτησής της θα ξεκινήσει με τη γέννησή του το 1883 στην Κρήτη, στο, τουρκοκρατούμενο, Ηράκλειο. O πατέρας του, ο Μιχάλης, έμπορος, έμελλε να γίνει το πρότυπο του γιου του, για τον ομώνυμο ήρωά του στο μυθιστόρημα «Καπετάν Μιχάλης».
Από τον Νίτσε στον Λένιν
Η πρώτη επανάσταση ενάντια στους Τούρκους το 1889 θα αποτύχει και η οικογένεια Καζαντζάκη θα καταφύγει για ένα εξάμηνο στην Ελλάδα. Το 1897, όμως, η επανάσταση θα πετύχει, αλλά, μέχρι να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση, ο Νίκος θα σταλεί στη Νάξο, όπου θα φοιτήσει σε ένα σχολείο Φραγκισκανών μοναχών, μαθαίνοντας και γαλλικά. Το γυμνάσιο το τελειώνει στο Ηράκλειο και από το 1902-1906 σπουδάζει Νομικά στην Αθήνα. Λίγο πριν το πτυχίο του, το 1906, δημοσιεύει το δοκίμιο «H Αρρώστια του Αιώνος» και το μυθιστόρημα «Οφις και Κρίνο» και γράφει το δράμα «Ξημερώνει», το οποίο θα βραβευθεί και θα παιχθεί τον επόμενο χρόνο στην Αθήνα, κάνοντάς τον γνωστό, αλλά και προκαλώντας τις πρώτες συζητήσεις γύρω από το έργο του, που, μερικές δεκαετίες αργότερα, θα έπαιρναν τη μορφή «χιονοστιβάδας».
Την ίδια χρονιά, θα φύγει για μεταπτυχιακά στο Παρίσι, όπου θα παρακολουθήσει διαλέξεις του φιλοσόφου Ανρί Μπερξόν, θα αρχίσει τη μελέτη του Νίτσε και θα ολοκληρώσει το μυθιστόρημα «Σπασμένες ψυχές». Ο τρόπος που προσλαμβάνει τη νιτσεϊκή φιλοσοφία είναι ενδεικτικός για τον τρόπο που δομείται συνολικά η σκέψη του. Ο Νίτσε, «ο μεγαλομάρτυρας πατέρας του υπερανθρώπου» (όπως τον χαρακτήριζε), αν και τον επηρεάζει σημαντικά, αργότερα θα φανεί πως δεν αποτελεί, παρά ένα από τα συστατικά της ατομικής του φιλοσοφίας. Τα υπόλοιπα και ισότιμα με αυτό, είναι ο Χριστός, ο Βούδας και ο Λένιν. Δεδομένου και του γεγονότος ότι ο Καζαντζάκης προσδίδει στις λέξεις και δικές του ερμηνείες, κατά τον ίδιο τρόπο που ερμηνεύει με καθαρά προσωπικό τρόπο αυτά τα τέσσερα ονόματα που τον επηρέασαν βαθύτατα, είναι πολύ δύσκολο να αποφανθεί κάποιος για την ιδεολογία του, τουλάχιστον με όρους στατιστικής ταξινόμησης.. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, που ενισχύει αυτή τη διαπίστωση, είναι το παρακάτω απόσπασμα μιας επιστολής του στην πρώτη του σύζυγο, την Γαλάτεια, από τη Γερμανία, στις αρχές της δεκαετίας του ’20: «Δε χάνομαι σε μεταφυσικές και θεωρίες. Η μεταφυσική μου είναι ένα εργαλείο, ένα αλέτρι για τη γης ετούτη. `Ενα όπλο για τον αγώνα το σύχρονο. Θέ μου πώς να μπορέσω να διατυπόσω καλά το τί έχω μέσα μου, για να με νιόσεις και να μη με παραξηγείς πια. Φταίω εγώ. `Οταν μιλώ για τα θέματα τούτα που μου τρων τα σωθικά μου, στοχάζομαι με πηδήματα, θεωρώ γνωστά πολά Αγνωστα, καίγομαι, δεν έχω υπομονή, να μιλήσω με ησυχία».
Ταξιδεύοντας και δημιουργώντας
«Τα θέματα τούτα», για τα οποία γίνεται λόγος στο γράμμα, είναι, στην προκειμένη περίπτωση, η κομμουνιστική ιδεολογία, την οποία ο Καζαντζάκης θα γνωρίσει στη Γερμανία. Αξίζει να σημειωθεί, επί τροχάδην, πως μέχρι να φτάσει στη Γερμανία είχαν προηγηθεί πολλά ταξίδια, γεωγραφικά και πνευματικά. Άλλωστε, ο ίδιος λέει ότι «το ταξίδι κι η εξομολόγηση (κι η δημιουργία είναι η ανώτερη και πιστότερη μορφή της εξομολόγησης) στάθηκαν οι δυο μεγαλύτερες χαρές της ζωής μου».
Το 1909 επιστρέφει στην Κρήτη, όπου δραστηριοποιείται ως πρόεδρος της Εταιρείας Διονυσίου Σολωμού – Ηρακλείου, για την κατάργηση της καθαρεύουσας και την είσοδο της δημοτικής στα σχολεία. Γράφει, μάλιστα, και σχετικό «μανιφέστο» σε περιοδικό της Αθήνας.
Μέχρι το 1911 που θα παντρευτεί τη Γαλάτεια, θα επηρεαστεί από τον Ιωνα Δραγούμη, θα βγάζει τα προς τα ζην με μεταφράσεις από τα γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά και τα αρχαία ελληνικά και θα γίνει ιδρυτικό μέλος του περίφημου Εκπαιδευτικού Ομίλου, του προπύργιου των δημοτικιστών. Να σημειωθεί πως γνώριζε πολύ καλά κι άλλες γλώσσες.
Το 1914 και ’15 «οργώνουν» την Ελλάδα παρέα με τον Σικελιανό. Το 1917 θα προσλάβει έναν εργάτη ονόματι Γιώργη Ζορμπά για μια επιχείρηση μεταλλείων που ήθελε να ανοίξει στην Πελοπόννησο. Από αυτόν τον εργάτη θα εμπνευστεί τον γνωστό μυθιστορηματικό ήρωα, που θα ταυτισθεί με την Ελλάδα.
Θα ακολουθήσει ένα ταξίδι στην Ελβετία και ο διορισμός του, το 1919 από τον Βενιζέλο, ως γενικού διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως, με την ευθύνη της εγκατάστασης προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Ακολουθούν ταξίδια σε Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία.
Από το 1925 έως το ’29, ταξιδεύει στην ΕΣΣΔ, τη δεύτερη φορά με πρόσκληση της κυβέρνησης για τα δεκάχρονα της επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Μπαρμύς, τον Ιστράτι και τον Γκόρκι. Με τον Ιστράτι θα ταξιδέψουν στη χώρα των Σοβιέτ. Ο Καζαντζάκης θα φέρει τον Ιστράτι στην Αθήνα για να τον γνωρίσει στο ελληνικό κοινό. Στις 11 Ιανουαρίου του 1928, ο Καζαντζάκης και ο Ιστράτι θα μιλήσουν σε μια μεγάλη συγκέντρωση στο θέατρο «Αλάμπρα» υπέρ της ΕΣΣΔ. Οι ομιλίες προκαλούν διαδήλωση και ο Καζαντζάκης με τον Γληνό απειλούνται με μήνυση ως διοργανωτές. Ο δε Ιστράτι απειλείται με απέλαση. Τα ταξίδια στη Ρωσία εκδόθηκαν σε δύο τόμους. Το 1927 έχει εκδοθεί ήδη η «Ασκητική», «ο σπόρος απ’ όπου βλάστησε όλο το έργο μου, ό,τι κι έγραψα είναι σχόλιο, illustration, της Ασκητικής». Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο γράφτηκε κατά την περίοδο που βρισκόταν στη Γερμανία, όπου, όπως είπαμε, γνωρίστηκε με την κομμουνιστική θεωρία.
Ακολουθεί και πάλι η Γαλλία, η Ισπανία (όπου κάλυψε δημοσιογραφικά τον εμφύλιο σαν ανταποκριτής της «Καθημερινής»), η Ιαπωνία, η Κίνα και η Αγγλία, όπου τον βρίσκει ο πόλεμος. Το 1937 θα εκδώσει σε λίγα αντίτυπα την «Οδύσσεια», ένα τεράστιο έργο (διπλάσιο σε έκταση και από τα δύο ομηρικά έπη), το οποίο δομείται σε 24 ραψωδίες και 33.333 στίχους, συνεχίζοντας την πορεία του Οδυσσέα από εκεί που την άφησε ο Ομηρος.
Την Κατοχή θα την περάσει στην Αίγινα και με την απελευθέρωση θα επιχειρήσει τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής ομάδας. Ανάλογο εγχείρημα είχε επιχειρήσει και στα μέσα της δεκαετίας του ’20 στην Κρήτη, για την κομμουνιστική διαφώτιση των εργατών. Μάλιστα, φυλακίστηκε γι’ αυτή τη δράση του.
Αναγνώριση και μίσος
Η τελευταία δεκαετία της ζωής του θα σημαδευτεί από την παγκόσμια αναγνώριση του έργου του, αλλά και από τη μισαλλοδοξία. Το μυθιστόρημά του «Ο βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» θα τον φέρει προ των πυλών του Νόμπελ, για το οποίο προτάθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Ο «Καπετάν Μιχάλης», αλλά πιο πολύ ο «Τελευταίος πειρασμός» (που δεν είχε εκδοθεί στα ελληνικά) ξεσηκώνουν τις αντιδραστικές και σκοταδιστικές δυνάμεις, με πρωτοπόρα την Εκκλησία, η οποία ζητά την απόσυρση του «Καπετάν Μιχάλη» και να μη μεταφραστεί ο «Τελευταίος πειρασμός». Θα ακολουθήσει ο πάπας, ο οποίος περιλαμβάνει το βιβλίο στο Ρωμαιοκαθολικό Ινδικα Απαγορευμένων Βιβλίων. O Καζαντζάκης απαντά με τηλεγράφημα στο Βατικανό, στο οποίο γράφει μόνο τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello» («στο δικαστήριό σου ασκώ έφεση, ω Κύριε»). Στην ιεραρχία της Αθήνας θα προσθέσει κάτω από την ίδια φράση: «Με καταραστήκατε, άγιοι Πατέρες, εγώ σας δίνω την ευχή μου. Εύχομαι η συνείδησή σας να είναι τόσο καθαρή, όσο η δική μου και να είστε τόσο ηθικοί και τόσο θρησκευόμενοι, όσο είμαι εγώ». Σύσσωμος ο προοδευτικός κόσμος και η διανόηση βρίσκεται στο πλευρό του, ενώ η «Αυγή» θα παραλληλίσει την ιεραρχία με τη μεσαιωνική Ιερά Εξέταση. Το 1956 παίρνει το Βραβείο Ειρήνης.
Το 1957 η κυβέρνηση της Κίνας θα τον προσκαλέσει, αλλά ο Καζαντζάκης θα φτάσει άρρωστος στην Κοπεγχάγη και από κει θα μεταφερθεί στη Γερμανία, όπου και θα πεθάνει στις 26 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. Οι Κρητικοί θα τον τιμήσουν, θάβοντάς τον στις 5 Νοεμβρίου, σε έναν προμαχώνα των βενετσιάνικων τειχών του Ηρακλείου, στην Τάπια Μαρτινένγκο και θα χαράξουν στον τάφο τα δικά του λόγια: «Δεν ελπίζω τίποτα/ δε φοβάμαι τίποτα/ Είμαι λεύτερος».
Ο συγγραφέας – μαχητής
Οπως ορθά σημείωσε ο Πρεβελάκης, είναι «υπεράνθρωπη επιχείρηση ν’ αξιοποιηθεί και ταξινομηθεί η απέραντη πνευματική πείρα του Καζαντζάκη» και σίγουρα αυτό δεν μπορεί να το κάνει αυτό το μικρό αφιέρωμα. Ακόμη και η απλή παράθεση τίτλων θα έπαιρνε πολύ χώρο, συν το ότι θα ήταν και άχρηστη, αφού το έργο του είναι, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, πασίγνωστο. Το σίγουρο είναι πως, ακόμη και στην πιο μηδενιστική του φάση, ακόμη και στις πιο μεταφυσικές στιγμές της υπαρξιακής, πνευματικής του περιπέτειας, έβλεπε τον εαυτό του πάντα σε σχέση με την κοινωνία.
Σε μια συνέντευξή του στο γαλλικό ραδιόφωνο δύο χρόνια πριν το θάνατό του, σημείωνε: «Ενας πραγματικός μυθιστοριογράφος δεν μπορεί παρά να ζει μέσα στην πραγματικότητα του καιρού του και, ζώντας αυτήν την πραγματικότητα, συνειδητοποιεί την ευθύνη του. Προσπαθεί, λοιπόν, να βοηθά τους ομοίους του, ν’ αντιμετωπίζει και να λύνει, κατά το δυνατόν, τα πιεστικά προβλήματα της εποχής του. Το λογοτεχνικό έργο σήμερα, αν καθρεφτίζει την εποχή μας, είναι αναγκαστικά μια από τις πιο λεπτές και πιο αποτελεσματικές μορφές δράσης. `Η, μάλλον, μπορεί το ίδιο να γίνει το σπέρμα της δράσης. O μυθιστοριογράφος, εφόσον συνειδητοποιεί την αποστολή του, προσπαθεί να σπρώξει την πραγματικότητα να πάρει τη μορφή που κρίνει ως την πιο ταιριαστή στον άνθρωπο. Σε άλλες εποχές, πιο ισορροπημένες, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, η ομορφιά μπορούσε ν’ αρκέσει για την ικανοποίηση του ιδεώδους του συγγραφέα. Σήμερα ο συγγραφέας, αν είναι πραγματικά ζωντανός, είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει κι ανησυχεί, βλέποντας την πραγματικότητα. Οδηγείται να συνεργασθεί με όλες τις δυνάμεις του φωτός που επιζούν ακόμη, για να προχωρήσει λίγο το βαρύ πεπρωμένο του ανθρώπου. O συγγραφέας σήμερα, εφόσον μένει πιστός στην αποστολή του, είναι ένας μαχητής».
Από την άλλη, ακόμη και πάνω στον «πυρετό» του σοσιαλιστικού ενθουσιασμού του, θα εντάξει, με τον υπέροχο ποιητικό τρόπο, την εργατική τάξη, στον ιδιότυπο, καθαρά προσωπικό του «μεσσιανισμό». Σε γράμμα του προς τη Γαλάτεια από τη Γερμανία, γράφει: «Το νέο πρόσωπο του Θεού μου, όπως συχνά Σού ‘γραψα, είναι ένας αργάτης που πεινάει, δουλέβει κ’ εξανίσταται. `Ενας αργάτης που μυρίζει καπνό και κρασί, σκοτεινός, δυνατός, όλος επιθυμίες και δίψα εκδίκησης. Είναι σαν τους παλιούς ανατολίτες αρχηγούς με προβιές στα πόδια, με διπλό τσεκούρι στη δερματένια ζώνη, ένας Τσιγκισχάνος, που οδηγάει καινούργιες ράτσες που πεινούν και γκρεμίζει τα παλάτια και τα κελάρια των χορτασμένων κι αρπάζει τα χαρέμια των ανίκανων. Είναι σκληρός ο Θεός μου, όλος πάθος και θέληση, χωρίς συβιβασμούς, ανένδοτος. Η Γης τούτη είναι το χωράφι του, ουρανός και Γης είναι ένα».