«Έφυγε» σε ηλικία 77 ετών ο σπουδαίος ηθοποιός Τζον Χερτ
Ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς ηθοποιούς του θεάτρου και της οθόνης, ο Τζον Χερτ έφυγε χθες, Παρασκευή 27 Γενάρη, σε ηλικία 77 ετών, έπειτα από μάχη με τον καρκίνο του παγκρέατος. Αν και είχε ήδη ανακοινώσει την ασθένειά του από το 2015, αυτό δεν τον σταμάτησε από το να εργάζεται σχεδόν μέχρι το τέλος, με μια από τις τελευταίες του εμφανίσεις να κοσμεί την «Jackie» του Πάμπλο Λαραΐν.
Ο διάσημος ηθοποιός γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1940 κοντά στο Τσέστερφιλντ, στην καρδιά της Αγγλίας. Η μητέρα του, παρότι ήταν ερασιτέχνης ηθοποιός, του απαγόρευσε να πάει στον κινηματογράφο, κρίνοντας ότι ήταν “πολύ αναξιοπρεπές” για έναν γιο πάστορα.
Στο σχολείο, ο Χερτ ανακάλυψε το θέατρο αλλά στράφηκε αρχικά στη ζωγραφική.Tο 1960,το θέατρο νίκησε, και εισήχθηκεστη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, από την οποία πήρε πτυχίο δύο χρόνια αργότερα.
Παράλληλα με το θέατρο, ξεκίνησε να παίζει στην τηλεόραση και εντυπωσιάζει τους Βρετανούς ερμηνεύοντας τον συγγραφέα Κουέντιν Κρισπ και στη συνέχεια τον αυτοκράτορα Καλιγούλα.
Παραγωγικότατος, με πάνω από 200 credits στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, τίμησε με την παρουσία του τόσο καλλιτεχνικές ταινίες όσο και blockbuster, αντιμετωπίζοντας πάντα με τον ίδιο σεβασμό και σοβαρότητα κάθε ρόλο, όσο μικρός ή ριψοκίνδυνος κι αν ήταν αυτός, και προσδίδοντας σε κάθε χαρακτήρα του βάθος και πολλαπλά επίπεδα, με χάρη και διακριτικότητα που πρόδιδαν το τεράστιο ταλέντο που κρυβόταν πίσω τους. Οπως αυτόν του εν αγνοία του καταδικασμένου σε θάνατο, στο «Alien» του Ρίντλεϊ Σκοτ, με μια από τις πιο διάσημες σκηνές θανάτου στην ιστορία του σινεμά, ή εκείνον του βασανισμένου freak στον «Ανθρωπο Ελέφαντα» του Ντέιβιντ Λιντς.
Με σήμα κατατεθέν το χλωμό, λιπόσαρκο πρόσωπό του και τη μελαγχολική φωνή, που τον έκανε περιζήτητο για ρόλους voice over, ο Χερτ δεν ήταν ακριβώς το πρότυπο του χολιγουντιανού ζεν πρεμιέ και του γοητευτικού πρωταγωνιστή, κάτι που ο ίδιος έμοιαζε να έχει αποδεχτεί και εν τέλει μετατρέψει σε προτέρημα, χτίζοντας την καριέρα του μέσα από εντυπωσιακές ερμηνείες σε δεύτερους ρόλους που εύκολα θα «εξαφανίζονταν» χωρίς έναν ηθοποιό του δικού του βεληνεκούς να τους αναδείξει.
Η ερμηνεία του ως νεαρού τοξικομανή στο «Εξπρές του Μεσονυχτίου» (1978) του χάρισε την πρώτη του υποψηφιότητα για Οσκαρ (Β’ Ρόλου) και μαζί με την παρουσία του στο υπερεπιτυχημένο «Alien» (1979), όπου παρά τον μικρό του ρόλο συνόψισε όλη τη φρίκη του άγνωστου τρόμου μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα,του ανέβασε την αναγνωρισιμότητά του και του επισφράγισε το πέρασμά του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Η δεύτερη υποψηφιότητα για Οσκαρ, Α’ Ρόλου ηρθε με τον «Ανθρωπο Ελέφαντα» (1980), όπου ο Χερτ έκανε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, υποδυόμενος σπαρακτικά και κάτω από τόνους προσθετικού μακιγιάζ τον παραμορφωμένο Τζον Μέρικ, κρύβοντας μια σπάνια ευαισθησία και ευφυΐα κάτω από το τερατώδες προσωπείο του και χαρίζοντας στον πραγματικό αυτό χαρακτήρα τη δικαίωση που ποτέ δεν απόλαυσε στη σύντομη και βασανισμένη ζωή του, περιφερόμενος ως αξιοπερίεργο στα freak shows και στα επιστημονικά σαλόνια του βικτωριανού Λονδίνου.
Από τότε, ο Χερτ θα αποτελούσε σταθερή παρουσία τόσο σε βρετανικές όσο και σε αμερικανικές παραγωγές και μια ερμηνευτική εγγύηση όπου κι αν εμφανιζόταν, από τη θρυλική αποτυχία της «Πύλης της Δύσης» (1980) του Μάικλ Τσιμίνο μέχρι το δυστοπικό «1984» (1984) του Μάικλ Ράντφορντ ή το φιλοσοφικό γκανγκστερικό φιλμ «The Hit» (1984) του Στίβεν Φρίαρς, όπου θα υποδυόταν έναν σχεδόν σιωπηλό δολοφόνο.
Τα τελευταία χρόνια, η καριέρα του Χερτ γνώρισε μια νέα εντυπωσιακή άνθηση, σημάδι ίσως της τεράστιας εκτίμησης που έτρεφε προς το πρόσωπό του μια ολόκληρη γενιά νεότερων δημιουργών, συμμετέχοντας σε φεστιβαλικά και οσκαρικά χιτ όπως το «Dogville» και το «Melancholia» του Λαρς φον Τρίερ, το «Tinker, Tailor, Soldier, Spy» του Τόμας Αλφρεντσον και το «Μόνο οι Εραστές Μένουν Ζωντανοί» του Τζιμ Τζάρμους, αλλά και franchise όπως οι ταινίες του Χαρι Πότερ, blockbuster φαντασίας όπως το «V for Vendetta» και το «Hellboy», και διεθνείς συμπαραγωγές όπως το «Snowpiercer» του Μπονγκ Τζουν-Χο.
Όποιες κι αν ήταν οι συνθήκες…όσο μεγάλο κι αν ήταν το budget και φαντασμαγορικό το σκηνικό…εκείνο που τον έκανε να ξεχωρίζει ήταν η ήρεμη δύναμη και η κατανόηση με την οποία προσέγγιζε ακόμα και τους πιο ανισόρροπους χαρακτήρες που υποδυόταν, που τον έκαναν να φαντάζει βαθιά ανθρώπινος ακόμα και στις πιο φευγαλέες εμφανίσεις του.