Ένα «κωμικό παίγνιο» του Γιώργου Σουρή για μιαν επιδημία
Η μονόπρακτη κωμωδία του Γιώργου Σουρή «Η Επιδημία» (Σεπτέμβριος 1881), που αφορμάται από την επιδημία κοιλιακού τύφου που πλήττει την Αθήνα, είναι ταυτόχρονα μια επικαιρική-σατιρική κωμωδία και μια κωμωδία χαρακτήρων, που βασίζεται σε τυπικά σχήματα πλοκής της ελληνιστικής και της ευρωπαϊκής κωμωδίας μέχρι το μάλλον απροσδόκητο και ανοιχτό σε ερμηνείες τέλος της.
Το καλοκαίρι του 1881 η Αθήνα των περίπου 90.000 κατοίκων βρίσκεται αντιμέτωπη με μια επιδημία κοιλιακού τύφου (τυφοειδούς πυρετού), η οποία τελικά την περίοδο 1881–1882 έχει συνολικά 4000 κρούσματα και προκαλεί 240 θανάτους. Σε σχέση με την έκταση και την ένταση της επιδημίας αναπτύσσεται μια πολιτική αντιπαράθεση η οποία αποτυπώνεται εύγλωττα στο φύλλο της 5ης Αυγούστου 1881 της εφημερίδας «Αιών». Η εφημερίδα απηχώντας τη θέση της δημοτικής αρχής της Αθήνας και αποκρούοντας τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης και ένα κλίμα πανικού, επισημαίνει ότι οι φήμες σχετικά με την ένταση και την επίταση «του επικρατούντος νοσήματος» είναι υπερβολικές, ότι τα συμπτώματα δεν είναι συμπτώματα τύφου, αλλά απλού γαστρικού πυρετού, που γενικώς δεν έχει κακή κατάληξη, ότι παρατηρείται μόνο ελάχιστη υπέρβαση των ορίων γενικής θνησιμότητας, ότι ο αριθμός των κρουσμάτων δεν είναι υπερβολικός, ότι η αρρώστια είναι σε ύφεση και θα εκλείψει αφού οι Αθηναίοι είναι προσεκτικότεροι. Ταυτόχρονα ωστόσο, το «Ιατροσυμβούλιο» που έχει δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση της κατάστασης κάνει συγκεκριμένες αυστηρές συστάσεις για τήρηση κανόνων υγιεινής, ενώ εντείνεται η συζήτηση για την επίλυση του προβλήματος υδροδότησης της πρωτεύουσας, η οποία είναι καθοριστική για την εξάλειψη της επιδημίας, αφού η βασική αιτία του κοιλιακού τύφου στην Αθήνα είναι η κακή ποιότητα και η ελλιπής ποσότητα του πόσιμου νερού, που προέρχεται είτε από πολύ παλιά υδραγωγεία είτε από πηγάδια.
Μέσα σε αυτό το γενικό κλίμα, ο Γιώργος Σουρής παρουσιάζει στις 3 Σεπτεμβρίου του 1881, στο πρόσφατα εγκαινιασμένο θέατρο των Ολυμπίων (1881–1887, στη συμβολή των οδών Αμαλίας και Όλγας), τη μονόπρακτη έμμετρη κωμωδία του, στη δημοτική φυσικά, με τίτλο «Η Επιδημία». Για να φανταστούμε κάπως την παράσταση πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το θέατρο, σε σχέδια Τσίλλερ, ήταν ημι-υπαίθριο, είχε χωρητικότητα 1500 θεατών και, όπως σημειώνει η Ε. Φέσσα-Εμμανουήλ, αποτελούσε «αντιπροσωπευτική περίπτωση κοσμικής θεατρικής μάντρας σχεδιασμένης από αρχιτέκτονα, στην οποία η αταίριαστη αντιπαράθεση της στεγασμένης ιταλίζουσας σκηνής με τον ανοιχτό χώρο των θεάτρων συμπληρώνεται από τον αφύσικο τεμαχισμό του τελευταίου σε πλατεία και [στεγασμένα] θεωρεία.»
Ο Σουρής ονομάζει την κωμωδία του «κωμικόν παίγνιον εις πράξιν μίαν» Το μονόπρακτο αποτελείται από επτά σκηνές και περιλαμβάνει 4 πρόσωπα, τον Καραβοτσακισμένο, έναν άντρα μεγάλης ηλικίας , που ζει ως «τοκιστής», την ανιψιά του Αφροδίτη, η οποία ζει κάτω από την προστασία του, την υπηρέτριά του Ζαμπέτα, τον έφεδρο ανθυπίατρο Μαζέτα, που σχετίζεται ερωτικά με την Αφροδίτη, και τον αστυνομικό κλητήρα Κουτσούρη, που σχετίζεται ερωτικά με τη Ζαμπέτα. Η υπόθεση είναι απλή: ο Καραβοτσακισμένος, επειδή φοβάται ότι θα κολλήσει «τύφο» και θα πεθάνει, θέλει να εγκαταλείψει άμεσα την Αθήνα και να φύγει κάπου μακριά, ακόμα και στο εξωτερικό, για όσο χρειαστεί, παίρνοντας μαζί του την Αφροδίτη και τη Ζαμπέτα· εκείνες φοβούνται ότι αν φύγουν θα καταστραφούν οι σχέσεις τους με τον Μαζέτα και τον Κατσούρη αντίστοιχα. Με πρωτοβουλία της Αφροδίτης πείθουν όλοι μαζί τον Καραβοτσακισμένο ότι έχει ήδη νοσήσει και πρέπει επομένως να μείνει σπίτι. Εκείνος φαίνεται να πείθεται και να ακυρώνει το ταξίδι· ο καταληκτήριος μονόλογός του, ωστόσο, που μοιάζει στο μεγαλύτερο μέρος του με παραλήρημα, το οποίο αποτελεί ένα από τα έσχατα συμπτώματα του τυφοειδούς πυρετού, έχει μια απρόσμενη κατάληξη:
Καραβοτσακισμένος
Τώρα να φύγω απ᾽ εδώ; … πα! πα! Θεός φυλάξοι!
Ζαμπέτα, κάθε έπιπλο ας μπει στην πρώτη τάξη.Αφροδίτη
Ω! τι ανέλπιστος χαρά!…Ζαμπέτα
Αχ! Σάββα μου, ασίκη!Μαζέτας
Φιλτάτη Αφροδίτη μου…Κουτσούρης
Ζαμπέτα μου, φυστίκι.Καραβοτσακισμένος
Σταθήτε και μου έρχεται μες στο μυαλο μου ζάλη …
Ναι ναι, ο τύφος με κτυπά βαριά εις το κεφάλι.
Μου έρχεται ντελίριο, παραφορά, μανία …
Να! βλέπω τις δεξαμενές και τα υδραγωγεία,
και βλέπω μέσα στα νερά, κεφάλια, πόδια, χέρια,
ποκάμισα και σώβρακα, τσουράπια και τσεμπέρια,
παπούτσια, βακτηρίδια, λογιών λογιών σκουλήκια,
κουνούπια, ψύλλους και κοριούς και γάτες και ποντίκια,
ζώα μεγάλα και μικρά, μυρμήκια και κανθάρους,
καμήλες, βόδια, άλογα, μουλάρια και γαϊδάρους.
Μα βλέπω κι ένα δόκτορα κι ένα κλητήρα γύρω,
και μούρχεται διάθεσις μεγάλη να τους δείρω.
(Ενώ ορμά κατά του Κουτσούρη και Μαζέτα πίπτει η αυλαία)
Το τέλος του «κωμικού παιγνίου» μένει ανοιχτό: εφορμά ο Καραβοτσακισμένος εναντίον των υποψήφιων γαμπρών επειδή αντιλαμβάνεται την απάτη; επειδή θεωρεί ότι οι σχέσεις τους με την Αφροδίτη και τη Ζαμπέτα έχουν ξεπεράσει το επιτρεπτό όριο; Σε κάθε περίπτωση το παραλήρημα είναι, προφανώς, προσποιητό. Όπως, ίσως, και η ματαίωση του ταξιδιού.
Το μονόπρακτο είναι ταυτόχρονα μια σατιρική κωμωδία εμπνευσμένη από και αναφερόμενη σε επικαιρικά γεγονότα –όπως, για παράδειγμα είναι οι κωμωδίες «Ο Πατατράκας ο νεόγαμβρος» (επιστράτευση για Θεσσαλικά), «Αποχαιρετισμός» και «Επάνοδος» (επιστράτευση του 1881), και «Αραμπής» (Αιγυπτιακά 1882)– αλλά και μια κωμωδία χαρακτήρων με πολιτική-κοινωνική σάτιρα, παρόμοια, ως έναν βαθμό, με τις κωμωδίες «Ο Αναπαραδιάδης» (1884), «Δεν έχει τα προσόντα» (1885)· η διάσταση αυτή υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι ο κεντρικό ήρωας δεν φέρει ένα κανονικό όνομα αλλά μια ιδιότητα ως όνομα, «Καραβοτσακισμένος».
Η πλοκή του ακολουθεί σε γενικές γραμμές το τυπικό σχήμα πλοκής μιας κωμωδίας χαρακτήρα, αυτό που αποτελεί τη βάση των κωμωδιών της ελληνιστικής εποχής και αποκρυσταλλώνεται στις κωμωδίες του Μολιέρου: αποτελείται από δύο επιμέρους πλοκές που συναντιούνται, μία μη-κωμική ερωτική πλοκή (εδώ: Αφορδίτη και Μαζέτας, Ζαμπέτα και Κουτσούρος) και μία κωμική πλοκή στην οποία ένας ιδιότροπος χαρακτήρας (εδώ: ο Καραβοτσακισμένος) απειλεί με τις επιδιώξεις και τους τρόπους του να εμποδίσει το αίσιο τέλος της ερωτικής πλοκής. Όπως επισημαίνει η Χ. Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου, η πλοκή και οι χαρακτήρες της «Επιδημίας» εμφανίζουν αισθητή ομοιότητα με την πλοκή και τους τυπικούς χαρακτήρες της Κομέντια ντελ Άρτε: ο Καραβοτσακισμένος έχει έναν ρόλο παράλληλο με αυτόν του καχύποπτου και στενόμυαλου γέρου που κηδεμονεύει τη νέα Ινναμοράτα, η Αφροδτίτη και ο Μαζέτας παραλληλίζονται με τη σχεδόν απελπισμένη Ινναμοράτα και τον Ινναμοράτο αντίστοιχα, ο οποίος προσπαθεί με μιαν απάτη να ξεπεράσει τα εμπόδια που βάζει στον έρωτά τους ο γέρος· η Ζαμπέτα κι ο Κουτσούρης αντιστοιχούν στο υπηρετικό ζευγάρι της Κομέντια.
Από την άλλη, ωστόσο, το «κωμικό παίγνιο» του Σουρή δεν τελειώνει, όπως θα επέβαλε το τυπικό σχήμα πλοκής της κωμωδίας: ο ιδιότροπος, εμμονικός γέρος μάλλον δεν εξαπατάται και, σε κάθε περίπτωση, έχοντας τον πλήρη έλεγχο, επιτίθεται σε αυτούς που επιχειρούν να τον εξαπατήσουν, ενώ η αυλαία κλείνει. Αυτή η κατάληξη προσιδιάζει μάλλον σε αυτήν μιας κωμωδίας, στο τέλος της οποίας ένας κυρίαρχος κωμικός χαρακτήρας επιβάλλεται, στο τέλος της πλοκής, και θριαμβεύει.
Σύστοιχο με αυτόν τον ιδιότυπη συμφυρμό πλοκών είναι το γεγονός ότι όλοι οι αντρικοί χαρακτήρες της κωμωδίας, και όχι μόνο ο Καραβοτσακισμένος, γίνονται στόχοι σάτιρας. Η κοινωνική σάτιρα του Σουρή, μάλιστα, βασίζεται μάλλον στη παρουσίαση του ματαιόδοξου και μάλλον ανίκανου στο επάγγελμά του ανθυπιάτρου και του αχαΐρευτου αστυνομικού κλητήρα, παρά του εμμονικού γέρου που θέλει να σώσει τη ζωή του.
Η πρόσβαση στο σύνολο του εξαιρετικά ποικίλου και πλατιού έργου του Σουρή είναι, σήμερα, αρκετά δύσκολη. Η καλύτερη και πληρέστερη έκδοση των Απάντων του είναι αυτή του Γεωργίου Βαλέτα, από τη σειρά «Νεοελληνική Βιβλιοθήκη» τις εκδόσεις Γιοβάνη (1966). Η έκδοση συνοδεύεται από πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή και πλήρη Εργογραφία του Σουρή (πρώτες εκδόσεις). Ο Σουρής σήμερα είναι μάλλον ένα όνομα-σύμβολο του σατιρικού ποιητή (χωρίς ιδιαίτερο περιεχόμενο), ο «Νέος Αριστοφάνης»· ελάχιστα ποιήματά του είναι πραγματικά γνωστά και οι κωμωδίες του γενικώς παριστάνονται πολύ σπάνια.
Η «Επιδημία», ωστόσο παρουσιάστηκε στο ραδιόφωνο, στη σειρά «Το Θέατρο της Δευτέρας» το 1955, σε σκηνοθεσία του Γκυ Ζιρώ με τους Κούλα Αγαγιώτου, Γιάννη Γκιωνάκη, Νάσο Κεδράκα, Γιάνννα Ολυμπίου, και Δήμο Σταρένιο.