Οι Διακοπές (Του Χρήστου Καλαντζή)


Ταξί δούλευε ο Μπάμπης, ταξί τριάντα και πλέον χρόνια. Κάθε μέρα δυο βάρδιες. Στην αρχή οδηγός, μετά αγόρασε το μισό κι ακολούθως ολάκερο. Μια χαρά τα είχε καταφέρει. Ταξί από Χαϊδάρι, Περιστέρι Αιγάλεω μέχρι Αχαρνές…, Σεπόλια και σταθμό Λαρίσης. Κάθε μέρα τις όργωνε τις περιοχές. Ήξευρε όλα τα μονοπάτια και τα στενά απόξω. Πόσα είχαν δει τα μάτια του δεκαετίες τώρα… Είχε και μια κυρά, την Φωτεινή, Φώτο κατά το «κοινόν». Είχε και δυο κουτσούβελα.., τι κουτσούβελα δηλαδή; Κοτζάμ γαϊδούρια είχαν γίνει! Έτοιμα, της παντρειάς! Όλα ετούτα τα χρόνια ο Μπάμπης μπροστάρης, εργασία, σπίτι και τανάπαλιν!
Μέσα Ιουλίου ήτανε που είχε γυρίσει κατάκοπος από τη δουλειά. Μπήκε σπίτι κι η Φώτο τον περίμενε μ’ ανυπομονησία. Το διέκρινε αμέσως από τα λόγια της.
– «Μπάμπη θα πάμε διακοπές φέτος;»
– «Πώς σου ήρθε αυτό;;» απάντησε στην ερώτηση ο Μπάμπης.
– «Να, είδα μια διαφήμιση στην τηλεόραση. Εκεί στην κουμπάρα μας στο Κιάτο έχουν δωρεάν ξαπλώστρες κι είναι φθηνά!» αποκρίθηκε με λάγνο βλέμμα η Φώτο.
Ο Μπάμπης έμεινε σκεφτικός για λίγο, τα οικονομικά του δύσκολα.. αλλά εάν «ζοριζόντουσαν» κάτι μπορούσε να γίνει!
– «Πού θα μείνουμε;;» Ρώτησε προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο.
– «Η κουμπάρα έχει σπίτι στην παραλία. Μπορεί να μας διαθέσει ένα μικρό δωμάτιο, την έχω πάρει ήδη τηλέφωνο». Απάντησε άμεσα η Φώτο.
Ήταν εμφανές.. η «κυρά» του Μπάμπη τα είχε κανονίσει όλα. Μέχρι και τον τρόπο που θα ευχαριστούσε τον άντρα της το επικείμενο βράδυ!
Το επόμενο Σάββατο είχε βρει τον Μπάμπη να φορτώνει το «Αγοραίο» με όλα τα απαραίτητα και μη συμπράγκαλα. Είχε ξεκινήσει από την ψησταριά, το τραπέζι, καρέκλες, κρεβάτια.. σωστή μετακόμιση.. άλλα στο πόρτ παγκάζ κι άλλα στη σχάρα, στο επάνω μέρος του αυτοκινήτου. Τα έδεσε με μια τριχιά, φόρτωσε την πεθερά και… μέχρι να πεις κύμινο ήταν στην εθνική οδό για τον προορισμό του.
Έφθασαν απόγευμα, το σπίτι παλιό αλλά δίπλα στη θάλασσα. Μέσα στο δωμάτιο, που τους είχε παραχωρήσει η κουμπάρα, έβαλαν τα κρεβάτια. Τα τραπέζια κι η ψησταριά τοποθετήθηκαν στο πεζοδρόμιο. Άλλωστε άδειο ήταν, κόσμος δεν περνούσε… Ο Μπάμπης γέμισε την ψησταριά με κάρβουνα και την άναψε. Είχε άπλετο χρόνο μέχρι να τακτοποιήσουν τα υπόλοιπα πράγματα η Φώτο με τη μάνα της.
Το σκοτάδι είχε πέσει για τα καλά αντάμα με τις μπριζόλες και τις μπύρες στο στομάχι του Μπάμπη. «Κοινώς» είχε φάει το καταπέτασμα. Μπήκε στο σπίτι κι έπεσε για ύπνο. Η ώρα «μικρή» αλλά η ζέστη μεγάλη. Στριφογύριζε ο Μπάμπης μα η μπύρα ερχόταν στη μύτη του κι ο ιδρώτας κυλούσε στο μέτωπό του. Σηκώθηκε! Βγήκε στο πεζοδρόμιο και κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα στο τραπέζι που είχε τοποθετήσει το προηγούμενο απόγευμα.
Δροσούλα!.. Ανάσανε λίγο…. Απέναντι παρατήρησε μια δημοτική ντουζιέρα που έσταζε νωχελικά στο μισοσκόταδο. Πήγε γρήγορα από κάτω της. Την άνοιξε και το κρύο νερό της νύχτας τον αναζωογόνησε. Στάθηκε λίγο και θαύμασε την ακρογιαλιά και τον Κορινθιακό στο αμυδρό φως του φεγγαριού. Η παραλία ήταν λίγο άδεια για τα γούστα του. Κάτι έλειπε από το τοπίο! Ναι!!! Αυτό ήταν..! Μια ομπρέλα! Μια μεγάλη ομπρέλα σίγουρα θα βοηθούσε τις επερχόμενες ημέρες και νύχτες του καλοκαιριού.
Η Δευτέρα ήρθε και πήρε το δρόμο της επιστροφής για το «καμίνι».. όπως αποκαλούσε την Αθήνα τους καλοκαιρινούς μήνες. Η σκέψη του ήταν στην επικείμενη Παρασκευή. Αδημονούσε! Αδημονούσε και πραγματικά η εβδομάδα κύλησε ευχάριστα με όπλο τη νοητή αίσθηση της δροσιάς του νυχτερινού Κορινθιακού.
Παρασκευή πρωί τελείωσε νωρίς τη δουλειά και στην έξοδο από Αθήνα σταμάτησε σ’ ένα πολυκατάστημα και προμηθεύτηκε τη μεγαλύτερη ομπρέλα που βρήκε. Αγόρασε επίσης ξαπλώστρες, άμμο και τσιμέντο για τη βάση της. Ψώνισε και μια αλυσίδα με λουκέτο για να τα δέσει όταν θα λείπει από την παραλία. Έπρεπε βλέπετε να σκιάσει ολάκερη την οικογένεια αλλά και την κουμπάρα που τους φιλοξενούσε. Στο ταμείο το μάτι του εντόπισε και μια φορητή τηλεόραση σε προσφορά. Την έβαλε κι αυτή στον λογαριασμό.
Έφθασε απόγευμα στο Κιάτο. Ξεφόρτωσε τις αγορές του, έφτιαξε την τσιμεντένια βάση και τοποθέτησε ξαπλώστρες, ομπρέλα, τραπέζι και μια ψησταριά στην παραλία. Έκανε κι ένα μπανάκι με το σαμπουάν του στην ντουζιέρα του δήμου. Άλλωστε όλα δωρεάν ήταν! Το είχαν πει και στις ειδήσεις.
Είχε πλέον βραδιάσει όταν τελείωσε τις εργασίες. Η Φωτεινή του είχε έτοιμη κρύα μπύρα και μερικά ψητά λουκάνικα. Τα καταβρόχθισε και «άραξε» στη ξαπλώστρα. «Αυτές είναι διακοπές..» σκέφθηκε… «Τελικά είχαν δίκιο στη διαφήμιση!».
Έβαλε το τραπεζάκι αντίκρυ κι άνοιξε την καινούρια φορητή τηλεόραση..
– «Φώτοοο…» φώναξε! «Φέρε μπύρα η φτώχεια θέλει καλοπέραση!!»
Χάζεψε για λίγο με τις ειδήσεις. Η Φωτεινή του έφερε μπύρα και κάθισε δίπλα του.
– «Τι βλέπεις στην τηλεόραση;;» τον ρώτησε…
– «Τι να δω μωρέ..» απάντησε με φωνή όλο παράπονο ο Μπάμπης « ..Άλλοι έχουν καταπατήσει τον τόπο με τον ΟΠΕΚΕΠΕ! Άλλοι κλέβουν… Δεν είναι κατάσταση αυτή!!» συνέχισε το παραλήρημα διακόπτοντας μονάχα για να βρέξει το λαρύγγι του με την κρύα μπύρα.
– «Μπάμπη μου έχουν κι εκδηλώσεις εδώ.. θα πάμε;;; Μου είπε η κουμπάρα πως έχουν θεατρικά… και τώρα έχουν μια εκδήλωση με τραγούδια… πώς μου την είπε να δεις… Α!! Θυμήθηκα..! Κραυγές!»
Ο Μπάμπης γύρισε και την κοίταξε με απορία. Ήταν προφανές… την εβδομάδα που ήταν Αθήνα, η πεθερά είχε «γυρίσει» την Φωτεινή τις εργοστασιακές ρυθμίσεις!
– «Τι Κραυγές μου τσαμπουνάς μωρέ Φώτο… Βοές τις λένε, το άκουσα στην τηλεόραση πριν από λίγο!»
– «Εντάξει ρε Μπάμπη μου…» απάντησε με ένταση στη φωνή της η Φωτεινή, «Ποια η διαφορά;»
– «Κραυγές βγάζει η μάνα σου ρε Φώτο, βοές βγάζει η κουμπάρα!» απάντησε αποστομωτικά ο Μπάμπης και άφησε το κουτάκι με την μπύρα στο χαλίκι.
– «Τι είπες ρε…;;» ακούστηκε μια κραυγή από την πεθερά στο μισοσκόταδο μαζί με τον ήχο του ξύλου της σκούπας που προσγειωνόταν στο κεφάλι του Μπάμπη.
– «Σιγααά βρε Δρακουμέλ.. θα μου χύσεις την μπύρα!!» φώναξε ο Μπάμπης προσπαθώντας παράλληλα να αποφύγει τη μαγική σκούπα που προσγειωνόταν στο κεφάλι του κατ’ επανάληψιν!