ΤΗΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΑ, ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ
γράφει η Μαρία Β. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
Φλεβαριάτικο απόγευμα, φρεσκοπλυμένος καθαρός ουρανός, γλυκός χειμώνας ο φετινός.
Λιόγερμα σε χωριό της ελληνικής υπαίθρου, μόνο ο καπνός από τις ξυλόσομπες προδίδει ζωή.
Βαδίζει μπροστά μου, σε μικρή απόσταση.
Βηματισμός ασταθής, μπαλαντζάρει ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον.
Ώμοι κυρτοί
Γκρίζα μαλλιά πιασμένα με λαστιχάκι, σκουρόχρωμη αθλητική φόρμα και ένα σάλι με αναμαλλιασμένα κρόσσια.
Παπούτσια φθαρμένα, «περπατημένα».
Στο ένα της χέρι διαφανής σακούλα με ψώνια, διακρίνω χρειαζούμενα για το καθημερινό μαγείρεμα.
Μαζί της ένας σκύλος, υποθέτω δική της παρέα.
Ο σκύλος, προχωρά με πιο γοργά βήματα, σταματά και την περιμένει μάλλον βαριεστημένος.
Κοντοστέκεται κοιτάζοντας στην άκρη του δρόμου.
Μια πατουλιά κόκκινες ανεμώνες βυθίζονται στο νυκτερινό τους ύπνο κλείνοντας τα πέταλά τους.
Τις χαζεύει αλλά δεν τις κόβει
Έχει σίγουρα κήπο με πολλά λουλούδια.
Γιατί οι κυράδες στα χωριά με τους λουλουδιασμένους κήπους δεν κόβουν τα λουλούδια.
Είναι μια μορφή «αυτοακρωτηριασμού».
Με τα πόδια τους κουβαλούν τα χώματα και τις γλάστρες, με τα χέρια τους τα σπέρνουν και τα φυτεύουν.
Την έχω ήδη πλησιάσει, βηματισμός σχεδόν παράλληλος.
Στρίβει το κεφάλι της προς το μέρος μου.
Ρυτίδες-μονοπάτια στο πρόσωπό της.
Στ’ αυτιά της λευκές πέρλες, δείγμα αλλοτινού αστικού καλλωπισμού.
Με κοιτά αλλά δεν με βλέπει.
Σιγοτραγουδά ένα γνώριμο σκοπό.
Δείχνει απορροφημένη στις μουσικές νότες της.
Συνεχίζουμε τη διαδρομή μας.
Σταματά σε μια μαύρη σιδερένια πόρτα με περίτεχνα σχέδια
Την ανοίγει.
Τριγμοί πολυκαιρισμένων μεντεσέδων
Ξέφλουδα λαδομπογιάς στις επιφάνειες.
Στο κλείσιμο της πόρτας στεκόμασταν πλέον αντικριστά.
Με είδε.
Βλέμμα απόκοσμο, απρόσφορο, εκείνο το βλέμμα των ηλικιωμένων που μετρούν τις τελευταίες θηλιές από το γαϊτανάκι της ζωής τους.
Γύρισε την πλάτη της και ανέβηκε τα σκαλιά.
Βήματα σταθερά, πέλματα των ποδιών σε γνώριμα σημεία των σκαλοπατιών.
Στο πλατύσκαλο σταμάτησε.
Μου έκανε νεύμα να την ακολουθήσω.
ΤΗΝ ΑΝΕΓΝΩΡΙΣΑ
ΗΜΟΥΝ ΕΓΩ